Του Κωνσταντίνου Μάγνη
Ο πρωθυπουργός ανήκει στη νεότερη γενιά των πολιτικών που γίνονται με μεγάλη τους προθυμία διαφημιστές εφημερίδων. Το έκανε και στη συζήτηση στη Βουλή, και δεν είναι ο μόνος. Κίνητρο στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι η δίψα για κάθαρση, όσο η ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος. Ενα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας πιστεύει ότι τα ΜΜΕ είναι η επιτομή της φαυλότητας. Στην πραγματικότητα, στον ενημερωτικό τομέα δεν συμβαίνει κάτι που δεν ισχύει στους άλλους τομείς τους επιχειρείν και της εν γένει ελληνικής ζωής, αλλά τα ΜΜΕ είναι ένα πεδίο που μαγνητίζει την προσοχή των πολιτών. Είναι μια επίζηλη ζώνη, επειδή συνεπάγεται προβολή για αρκετούς από τους ανθρώπους του χώρου. Για αρκετούς, αλλά μόνο για ένα μικρό μέρος τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι του Τύπου είναι γενικά άγνωστοι, ακόμα και αν έχουν πολλά χρόνια στη δουλειά, ακόμα και αν η θέση τους είναι νευραλγική στο μέσο όπου εργάζονται. Η πλατιά πλειοψηφία θεωρεί ότι οι δημοσιογράφοι, τους οποίους γενικά ταυτίζουν με την ιδιοκτησία του μέσου, είναι μια κάστα με πελώρια δύναμη, που ασκεί το καθήκον επιλεκτικά και φιλτραρισμένα, συνήθως κατευθυνόμενα, απολαμβάνουν εύνοιας απο το κατεστημένο ή αποτελούν κατεστημένο οι ίδιοι. Το πνεύμα αυτό είναι γενικά γνωστό. Βαθμιαία εξοικειώνεσαι και δεν σε πειράζει. Εχει και ψήγματα αλήθειας: Δεν μπορεί ο δημοσιογράφος να ισχυριστεί ότι καμία σχέση με το σύστημα δεν έχει. Αλλωστε, δεν μπορεί και να μην έχει. Είναι ένα μέρος της δουλειάς. Αλλο πράγμα πώς διαχειρίζεται τη σχέση αυτή. Καθείς και η συνείδησή του, αλλά και οι δυνατότητες που έχει να την κρατάει καθαρή.
Οι περιπτώσεις ευνοιοκρατικής μεταχείρισης εκδοτικών επιχειρήσεων από τράπεζες, διοίκηση, πολιτική εξουσία δεν μπορούν βέβαια να συγχωρηθούν με επίκληση της κρίσης, αλλά η δημόσια αναφορά τους μάλλον την παραγωγή εντυπώσεων υπηρετεί, παρά τον καημό για νομιμότητα και δεοντολογία. Η “ανάγνωση”, στο μεταξύ, του φαινομένου, μας φωτίζει την ίδια την Κρίση, όπως αυτή είχε αρχίσει να εκδηλώνεται πολύ πριν ξεσπάσει σαν κρίση δανεισμού. Τα μέσα ενημέρωσης, ήδη πληθωριστική περίπτωση από το 2000, προσανατολίζονταν όλο και περισσότερο σε πόρους του δημοσίου, με την υπερπρόθυμη διαμεσολάβηση πολιτικών και άλλων παραγόντων, στο πλαίσιο μιας “συνεργασίας” που μετατράπηκε σε (χαρούμενη λυκοφιλία, κάποιες φορές) αλληλεξάρτηση. Πηγή του φαινομένου ήταν προφανώς η έλλειψη πόρων από την ιδιωτική αγορά. Πολλά ΜΜΕ για σχετικά μικρή διαφημιστική ύλη, ανεπαρκής διαφημιστική ύλη από μια ιδιωτική οικονομία που στηριζόταν περισσότερο στα δάνεια παρά στην κατανάλωση, η οποία επίσης στηριζόταν σε δάνεια.
Τα ξέρουμε. Αυτό που επίσης ξέρουμε είναι ότι θα τα ξαναζήσουμε. Και αυτό θα γίνεται όσο οι πολιτικοί και άλλοι παράγοντες εμφανίζονται υπερ-διαθέσιμοι για να εκβιαστούν, αλλά και όσο η κρίση υποχρεώνει τα ΜΜΕ να διατηρούν τον ίδιο προσανατολισμό για να βγάλουν τα έξοδά τους. Εχουμε πια αρκετή πείρα και αρκετό μυαλό ώστε να ξέρουμε ότι οι αμαρτίες επαναλαμβάνονται όσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την επανάληψή τους. Αυτό δεν αφορά στενά την ενημέρωση, αλλά το σύνολο της ελληνικής ζωής. Η ένδεια δεν γεννάει μόνο γκρίνια, αλλά επίσης κυνισμό και σήψη. Η μαφία γεννήθηκε στη Σικελία, πολύ φτωχό τόπο για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα κανείς με τον σταυρό στο χέρι, αν δεν κρατάει ένα πιστόλι στο άλλο χέρι.
Πηγή:http://www.pelop.gr