Aγαπητοί Πατέρες και αδελφοί,
με αφορμή την εορτή της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αλλά και τον νέο διωγμό στον π. Φώτιο και την αυξανόμενη διωκτική διάθεση των Οικουμενιστών σας στέλνω το ακόλουθο κείμενο…
Φιλιππησίους 3, 18: «Πολλοὶ γὰρ περιπατοῦσιν, οὓς πολλάκις ἔλεγον ὑμῖν, νῦν δὲ καὶ κλαίων λέγω, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες!».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν συνήθιζε νὰ καυχιέται γιὰ τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα:
Σ᾽ ἐμᾶς δὲ τοὺς καλεσμένους ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι θεία δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Μετάφρ. Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Α’ Κορ. 1, 23), «Ἐγὼ ἔχω σταυρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιὸς φυσικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Καὶ καυχιόταν δικαίως γιὰ τὸν Σταυρό, γιατὶ ὁ Σταυρὸς ἀπὸ ὄργανο θανάτου ἔγινε -μέσῳ τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου μας- σύμβολο δόξας τοῦ Υἰοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, ὄργανο σωτηρίας καὶ νίκης, στολίδι τῶν ἀγγέλων, καὶ ἀσφάλεια, τεῖχος καὶ ὀχύρωμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων Της.
Πάνω σ’ αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς στὸν λόγο του «στὸν Τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρό: «Γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνεβάσουμε τὸν λογισμὸ στὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μὴ ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τὸν ἑαυτό του κάτω καὶ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτὸν Χριστό… Ἐκείνους δὲ ποὺ δὲν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καὶ δὲν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τὴν πίστι ὁ Παῦλος τοὺς τοποθετεῖ δίπλα στοὺς χαμένους καὶ μάλιστα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες… Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ νικήσει κανεὶς δι᾽ ἀσθενείας. Τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως. Τὸ νὰ πλουτήσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι… σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται».
Βασιζόμενος πάνω σ’ αὐτὴν τὴν παρατήρηση γιὰ τὴν δυσαρέσκεια τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων σὲ σχέση μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ, παρατηρεῖ ὁ μακαριστὸς γέροντας Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος στὸ 19ο μέρος, «Θεολογία τοῦ σταυροῦ»: «Οἱ πιστοὶ νὰ προβάλλουν τὸν σταυρόν, τὴν σταυρικὴ ζωὴ καὶ τὴν σταυρικὴ θεολογία. Διότι ἐγὼ ἂν ἀπιστῶ, δὲν προβάλλω τὴν σταυρικὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἄνετη καὶ τὴν πλούσια, ἂν ἐγὼ δὲν προβάλλω τὴν σταυρικὴ θεολογία, ἀλλὰ μία θεολογία ξένη, ἀλλότρια, νόθη, δὲν εἶμαι ἐγὼ πιστὸς καὶ τότε δὲν μπορῶ νὰ λέγω, ὅτι προβάλλω τὴν Ἐκκλησία. Προβάλλομαι ἐγώ».
Νομίζω, ὅτι δὲν ὑπάρχει καλύτερη ἑρμηνεία γιὰ τὴν ποιότητα καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ «σταυροῦ», ποὺ προβάλλουν οἱ σημερινοὶ οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι καὶ χαρτοπολεμικοί ἀντιοικουμενιστὲς.
Ὅλα λέγονται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Εἶναι μία «σταύρωση» ἀναίμακτη, ἄνευ κόπου, πόνου καὶ θυσίας.
Μιλοῦν γιὰ μισθό, ἐνῶ εἶναι οἱ ἴδιοι μισθωτοὶ τῶν δυνατῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου γιὰ τὴν δόξα, τὴν ἐξουσία καὶ τὸν πλοῦτο, τὰ ὁποῖα δὲν θυσιάζουν μὲ τίποτα
Μιλοῦν γιὰ ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ δὲν ὐπερασπίζουν τίποτα ἐκτὸς τῆς θέσεως τους καὶ τῶν προνομίων ποὺ αὐτὴ φέρει.
Μιλοῦν γιὰ αὐταπάρνηση, ἀπαρνούμενοι παράλληλα τὸν ποιμαντικό τους ρόλο καὶ τὸν τύπο Χριστοῦ ποὺ φέρουν ἀλλὰ ὄχι ἀπαρνούμενοι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνουν.
Μιλοῦν γιὰ εὐλογημένη φτώχεια κερδίζοντας τὸν τριπλάσιο μισθὸ ἀπὸ μία τετραμελὴ οικογένεια.
Μιλοῦν γιὰ τὴν πτώση τῶν πολιτικῶν πέφτοντας, συντρώγοντας, συνεορτάζοντας, συλλειτουργούντας μαζί τους.
Μιλοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ Χριστιανοῦ νὰ φέρει τὸν σταυρό του, ἐνῶ αὐτοὶ
διώκουν, ὅποιον ἀποφασίσει αὐτὴν τὴν σταυρικὴ ἐλευθερία, μιμούμενοι ὅλους τοὺς διώκτες τοῦ Χριστοῦ.
Μιλοῦν γιὰ τὸν Ἅγ. Ἀμβρόσιο καὶ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν θὰ ὑπερασπιστοῦν μὲ κάθε μέσο τὸν ἀγρὸ τῆς χῆρας, δὲν θὰ κλείσουν ποτὲ τὴν πόρτα τοῦ ναοῦ στὸν κάθε δυνάστη Θεοδόσιο καὶ στὴν κάθε Εὐδοξία.
Μιλοῦν γιὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀλλὰ ἀντιθέτως μὲ τὸν λόγο του «ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται», αὐτοὶ δὲν θέλουν νὰ δυσαρεστήσουν τοὺς αἱρετικοὺς φρενοβλαβεῖς.
Μιλοῦν γιὰ αἱρέσεις καὶ οἱ ἴδιοι εὐλογοῦν, συμπροσεύχονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ μὲ αὐτοὺς ποὺ συμπράττουν στὴν αἵρεση.
Μιλοῦν γιὰ ἀγώνα ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος μὲ κάθε κόστος, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι ἀπαρνοῦνται τὸ κόστος καὶ κοιτοῦν τὸ κέρδος.
Μιλοῦν γιὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τῆς Ἐκκλησίας προβάλλοντας τὸ ἀναπαυμένο καὶ ἐκτὸς κινδύνου ἐγώ τους.
Οἱ ἀσυνεπεῖς μιλοῦν γιὰ συνέπεια.
Αὐτὸς εἶναι ὁ «σταυρός» ποὺ προβάλουν καὶ ὡς τυφλοὶ νομίζουν, ὅτι φέρουν.
«Χριστιανὸς σημαίνει μικρὸς Χριστὸς κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καὶ ξένο στὸν χριστιανό νὰ ἀναζητᾶ τὶς εὐκολίες καὶ τὴν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στὸ σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τὴν ἄνεση καὶ ζῆς μὲ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τὸν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δὲν σὲ σταυρώνει κανείς. Καὶ σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τὸ «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νὰ ἱκανοποιήσεις τὶς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τὸν ἑαυτό σου στὸ σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τὸν Θεό νὰ κατευθύνει τὴ ζωή σου χωρὶς τὶς δικές σου λογικὲς παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σὰν τὸν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στὸ θέλημά του χωρὶς τὰ ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καὶ ζητᾶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ σηκώσουν τὸ σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν, νὰ ἀρνηθοῦν τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὴν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὶς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ ποὺ ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καὶ σηκώνει μὲ ὑπομονή γιὰ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!
(Εἰς Φιλιππησίους 13·ΕΠΕ 22,8-10)