Ένα από τα ισχυρότερα μέσα του μαρξισμού, για να αλλοιώσει την παραδοσιακή κοινωνία των ανθρώπων όπως την γνωρίζαμε, δηλαδή ως παραγωγό και φορέα πολιτισμού, υπήρξε ο φεμινισμός. Διάβρωση της γυναίκας συνεπάγεται αυτόματα και διάβρωση του πολιτισμού, αφού η γυναίκα ως μητέρα είναι αυτή που πλάθει συνειδήσεις και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τους αυριανούς πολίτες.
Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητο να βγει η γυναίκα στην αγορά εργασίας, ώστε να μην έχει πια τον απόλυτο έλεγχο στις ιδέες, τις εικόνες και τα πρότυπα, που το σύστημα θα περνούσε στα παιδιά της μέσω του σχολείου και των ΜΜΕ, τα οποία – απούσης της μητέρας – ανέλαβαν πλέον ουσιαστικά ένα μεγάλο μέρος της διαπαιδαγώγησης των παιδιών.
Σαφώς σήμερα πολλές γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας έχουν κατανοήσει το σφάλμα τους και μετανιώσει γι’ αυτό, οι νεαρότερες όμως εξακολουθούν να μη βλέπουν την παγίδα κι ονειρεύονται «ανεξαρτησία», εννοώντας βέβαια την οικονομική ανεξαρτησία από τον άνδρα με τον οποίο θ’ αποφασίσουν να προχωρήσουν σε συμβίωση ή και συζυγία. Εδώ θα πρέπει να εξετάσουμε κατ’ αρχάς ετυμολογικά τις λέξεις «συμβίωση» και «συζυγία». Συμβιώνω, λοιπόν, θα πει να ζω μαζί με κάποιον.
Όχι απλά να κατοικώ μαζί του, αλλά να είναι ο βίος μας κοινός. Η δε συζυγία είναι ακόμη βαθύτερη ως έννοια. Σύζυγος είναι αυτός που τραβά τον ίδιο ζυγό με ‘σένα.
Τις ίδιες χαρές, αλλά και τις ίδιες λύπες, προβλήματα, δυσκολίες, αντιξοότητες. Το ζεύγος λέγεται ζεύγος, γιατί αποτελείται από δύο που λειτουργούν σαν ένα κι έχει ουσία μόνο ως ζεύγος, όχι ως δύο ξεχωριστές μονάδες. Αν ο καθένας είναι «ανεξάρτητος» και τραβά το δρόμο του, τότε δε μιλάμε πια για ζεύγος και δε μπορεί να υφίσταται ούτε συμβίωση ούτε συζυγία, παρά μόνο μια απλή σχέση και συγκατοίκηση.
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, η ανεξαρτησία εντός του ζευγαριού είναι εξ ορισμού κάτι που αντιφάσκει στην ίδια τη λέξη «ζευγάρι», επομένως δεν υφίσταται εξάρτηση του ενός από τον άλλον ούτε όσον αφορά το οικονομικό. Καθένας συμβάλλει και συνεισφέρει με τον τρόπο του σ’ ένα σπιτικό, για να είναι αυτό λειτουργικό και άρτιο.
Δεν είναι, λοιπόν, πιο σημαντικός ή άξιος ο άνδρας, που θα φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, από τη γυναίκα, που θα φροντίζει τα του οίκου. Καθένας έχει αναλάβει έναν διαφορετικό ρόλο κι οι ρόλοι είναι ίσης σημασίας κι αξίας και το ίδιο αναγκαίοι.
Η συνεισφορά της γυναίκας – νοικοκυράς ωστόσο δεν αναγνωρίζεται σήμερα, ιδίως δε από άλλες γυναίκες, τις ίδιες τις φεμινίστριες, που ανοιχτά αποκαλούν αποτυχημένη και τεμπέλα όποια γυναίκα δεν ακολουθήσει το παράδειγμά τους να κυνηγήσει την «ελευθερία» της στα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς και των αφεντικών.
Στη λογική τους όμως δυστυχώς κινούνται και πολλοί άνδρες, που θεωρούν πως η γυναίκα που μένει στο σπίτι δεν κάνει τίποτα άλλο από το να βλέπει τηλεόραση, να βάφει τα νύχια της και να πηγαίνει στο κομμωτήριο, συνεπώς αρνούνται να «την ταΐζουν».
Μια λογική παράλογη, αχάριστη απέναντι στον κόπο, την αυτοθυσία και την προσφορά της γυναίκας-νοικοκυράς. Μια λογική που την απαξίωσε ως σύζυγο και μητέρα, άρα της στέρησε κάθε επιθυμία να αναλάβει τους ρόλους αυτούς. Εκφράσεις όπως «τράβα στην κουζίνα σου» ή «πλύνε κάνα πιάτο» δηλώνουν ξεκάθαρα το πόσο έχει υποτιμηθεί ο ρόλος της νοικοκυράς.
Αυτή η νοοτροπία ήταν που ενδυνάμωσε το φεμινισμό στην προσπάθειά του να αναγκάσει τη γυναίκα να βγει στην αγορά εργασίας, καθώς αποτέλεσε το κύριο σημείο αναφοράς της φεμινιστικής ρητορικής περί γυναικείας χειραφέτησης.
Απ’ όλα αυτά βέβαια προκύπτει μια θλιβερή διαπίστωση: τόσο οι γυναίκες, όσο και οι άνδρες, φαίνεται πως αντιλαμβάνονται την συμβίωση καθαρά ως συμφέρον, δίνοντας περισσότερο βάση στην υλιστική της διάσταση παρά στην πνευματική και συναισθηματική. Έχει λείψει πλέον από τις σχέσεις το «μαζί», η συνεργασία δηλαδή και ο από κοινού αγώνας για την κάθε ημέρα. Κι αυτός είναι ο λόγος, που οι δεσμοί ανάμεσα στους ανθρώπους σπάνε τόσο εύκολα και τα διαζύγια έχουν πάρει τη μορφή πανδημίας.
Είναι σαφές πια, πως η «ανεξαρτησία» δεν ήταν παρά η αρχή στο ντόμινο της αυτοκαταστροφής. Η κατάσταση θ’ αλλάξει μόνο όταν εκτιμηθεί και πάλι η γυναίκα μέσα στο σπίτι της, ως κυρά του οίκου και στήριγμα της οικογένειας. Όταν κατανοηθεί, πως η απομάκρυνσή της από την εστία σήμανε το θάνατο της ίδιας της εστίας. Αντί λοιπόν να καταδικάζουμε τη σύγχρονη γυναικεία νοοτροπία με τρόπο στείρο κι ατελέσφορο, ας φροντίσουμε να αποδώσουμε και πάλι στη γυναίκα – νοικοκυρά το σεβασμό που της αξίζει.
Όταν οι γυναίκες δε θα νιώθουν πια «λιγότερες» μένοντας στο σπίτι, όταν δεν θα απαξιώνονται ως «τεμπέλες που βαριούνται να δουλέψουν» (λες και το σπίτι δεν έχει δουλειές) ή «δουλάρες του άντρα τους», τότε είναι βέβαιο πως θα καταρρεύσουν και οι ανασφάλειές τους και δε θα νιώθουν πια την ανάγκη να αποδείξουν στους άντρες, αλλά και στους εαυτούς τους, ότι κι αυτές μπορούν.
Victoria