Το χριστιανικό κόμμα [στις αρχές του Μεσαίωνα] διατεινόταν ότι όλη η γνώση βρίσκεται στις Γραφές και στις παραδόσεις της Εκκλησίας … Η Εκκλησία παρουσιάζεται έτσι ως τόπος αποθήκευσης και τρόπος διευθέτησης της γνώσης˙ ήταν ανά πάσα στιγμή πρόθυμη να καταφύγει στην πολιτική εξουσία προκειμένου να επιβάλλει την υπακοή στις αποφάσεις της. Ακολούθησε τοιουτοτρόπως μια διαδρομή που καθόρισε όλη τη μελλοντική της πορεία: έγινε ένα εμπόδιο για την πνευματική πρόοδο της Ευρώπης για περισσότερο από χίλια χρόνια.

John William Draper,

History of the Conflict between

Religion and Science (1874)

Ο μύθος της αντίθεσης της μεσαιωνικής Εκκλησίας στην επιστήμη δεν είναι πιθανόν να αναχωρήσει εύκολα – εν μέρει επειδή ταιριάζει κάλλιστα με άλλους χαϊδεμένους μύθους σχετικά με τον Μεσαίωνα, και εν μέρει επειδή είναι τόσο εύκολο να παραχθεί. Όποιος έχει ακουστά την ένσταση του Τερτυλλιανού – «Τι κοινόν μεταξύ Αθηνών και Ιερουσαλήμ;» – και την παρουσία του Γαλιλαίου ενώπιον της Ιεράς Εξετάσεως, μπορεί απλώς να συνδέσει άμεσα τα δύο αυτά σημεία. Το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι η προϋπόθεση, επίσης μυθική, ότι ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε από μια μεσαιωνική Εκκλησία που έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα…

Η χοντρική αντίληψη του Μεσαίωνα ως χιλιετίας λιμνάσματος που επήλθε από τον χριστιανισμό έχει ευρέως εξαφανιστεί πια στους κόλπους μελετητών που είναι γνώστες της περιόδου, αλλά παραμένει ενεργητική στους εκλαϊκευτές της ιστορίας των επιστημών – ίσως επειδή, αντί να συμβουλεύονται το έργο των ειδημόνων επί του θέματος, οι πιο πρόσφατοι εκλαϊκευτές βασίζονται στους προκατόχους τους άκριτα.

Ας δούμε τον ακόλουθο ισχυρισμό από ένα βιβλίο του Ρόμπερτ Γουίλσον που εκδόθηκε πρόσφατα από το Princeton University Press. Αντλεί από τον Τερτυλλιανό (περίπου 160 μ.Χ. – περίπου 220 μ.Χ.):

προκειμένου να δειχθεί η θέση ότι η χριστιανική θρησκεία αναπτύχθηκε βασιζόμενη στο ότι το Ευαγγέλιο ήταν η μοναδική πηγή καθοδήγησης και αλήθειας, και ήταν απαραβίαστο, θέσφατο. Αυτή η δέσμευση στην Αγία Γραφή ήταν, και παραμένει ακόμα, θεμέλιος λίθος του χριστιανισμού, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτέλεσε αποθάρρυνση για τις επιστημονικές προσπάθειες οι οποίες έτσι μαράζωσαν για χίλια χρόνια μετά τη στρατιωτική πτώση της Ρώμης. Στη διάρκεια αυτής της χιλιετίας, πιθανόν το Ευαγγέλιο βασίστηκε σε αρχαία γραπτά, άλλα αρχαία έργα μη θρησκευτικού χαραχτήρα, ανάμεσά τους και πονήματα αρχαίων Ελλήνων σχετικά με την επιστήμη, επίσης έφτασαν να θεωρούνται απαραβίαστα, θέσφατα. Οι παράγοντες αυτοί έμελλε να οδηγήσουν σε ένα από τα πλέον ατυχή συμβάντα του χριστιανισμού και της επιστήμης – τη δίκη του Γαλιλαίου [1]

Το βιβλίο του Γουίλσον δεν έχει υποσημειώσεις: μήπως, άραγε, συμβουλεύτηκε το Cosmos (1980) του αστρονόμου Κάρλ Σαγκάν [2], ένα δημοφιλή προκάτοχο του βιβλίου του Γουίλσον; Αυτό το συνοδευτικό βιβλίο στη σειρά Cosmos που προβλήθηκε από το ΡΒΣ τελειώνει με έναν χρονολογικό πίνακα όπου περιέχονται τα ονόματα ανθρώπων που σχετίζονται με την αστρονομία. Είναι πασίγνωστο ότι οι μεσαιωνοδίφες καλύπτουν την ελληνική αρχαιότητα (από τον Θαλή έως την Υπατία), κατόπιν αφήνουν ένα κενό χιλίων ετών και αρχίζουν πάλι με τον Λεονάρδο και τον Κοπέρνικο. Η λεζάντα, εν προκειμένω, χαρακτηρίζει τον κενό αυτό χώρο ως «μια δραματικά χαμένη ευκαιρία για την ανθρωπότητα» [3].

Τέτοια είναι η δύναμη του μύθου ώστε ο Σαγκάν δεν μπαίνει στον κόπο να πει τις πταίει για τη χαμένη ευκαιρία. Με τη σειρά του, ο Σαγκάν ενδέχεται να έχει αντλήσει από το GreatAstronomers (Simon and Schuster, 1930) του Χένρι Σμιθ Γουίλλιαμς, του οποίου το περί Μεσαίωνος κεφάλαιο απαρτίζεται από δύο βιβλικά επιγράμματα αντλημένα από μια «ανατολίτικη ανθολογία» ακολουθούμενα από κάμποσες κενές σελίδες. Αυτή η παθητική μορφή του μύθου απλώς προϋποθέτει ότι η μεσαιωνική απάντηση στο ερώτημα του Τερτυλλιανού ήταν ότι η Αθήνα δεν είχε καμία σχέση με την Ιερουσαλήμ. Μιας και μονάχα η Ιερουσαλήμ είχε σημασία, κανείς δεν νοιαζόταν για την Αθήνα (ή για την Αλεξάνδρεια).

Στην πιο ενεργητική μορφή του μύθου, η μεσαιωνική Εκκλησία λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα ώστε να περιορίσει τις επιστημονικές έρευνες: φυλακίζει τον Ρογήρο Βάκωνα (περίπου 1214 – 1294 μ.Χ.), ο οποίος παρουσιάζεται ως ο πιο δημιουργικός επιστήμονας της χρονικής περιόδου, για δύο, δέκα, δεκατέσσερα, ή δεκαπέντε χρόνια, ανάλογα με την πηγή σας στο Διαδίκτυο. Ο ισχυρισμός ότι ο Βάκων φυλακίστηκε (υποτίθεται από τον επικεφαλής του ίδιου φραγκισκανού τάγματός του) εμφανίζεται για πρώτη φορά κάπου ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατό του και έχει προκαλέσει δυσπιστία ήδη για τους λόγους αυτούς και μόνον. Λόγιοι που βρίσκουν αυτόν τον ισχυρισμό ευλογοφανή τον συνδέουν με την έλξη του Βάκωνα προς τις προφητείες της εποχής του που δεν έχουν καμία σχέση με τα επιστημονικά, μαθηματικά, ή φιλοσοφικά γραπτά του [4].

Ιστορικοί της επιστήμης έχουν, μολαταύτα, παρουσιάσει πολλά στοιχεία κατά του εν λόγω μύθου. Ο Τζον Χέιλμπρον, σε καμία περίπτωση απολογητής του Βατικανού, το έπιασε σωστά όταν άρχιζε το βιβλίο του The Sun in the Church με τα εξής λόγια: «Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προσέφερε περισσότερη οικονομική και κοινωνική υποστήριξη στην επιστήμη της αστρονομίας για πάνω από έξι αιώνες, από την ανάκτηση της αρχαίας μαθήσεως στη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα έως τον Διαφωτισμό, από οποιονδήποτε άλλον, και ενδεχομένως από όλους τους άλλους, θεσμούς» [5].

Η θέση του Χέιλμπρον μπορεί να γενικευτεί πολύ πέραν της αστρονομίας. Με δυο λέξεις, η μεσαιωνική περίοδος γέννησε το πανεπιστήμιο, το οποίο αναπτύχθηκε με την ενεργό υποστήριξη του παπισμού. Αυτός ο ασυνήθιστος θεσμός ξεπήδησε μάλλον αυθόρμητα γύρω από ξακουστούς δασκάλους σε πόλεις όπως η Μπολόνια, το Παρίσι, και η Οξφόρδη πριν το 1200. Στα 1500, περίπου εξήντα πανεπιστήμια ήσαν διάσπαρτα σε όλη την Ευρώπη. Ποια είναι η σημασία αυτής της εξέλιξης για τον μύθο μας; Περίπου 30 τοις εκατό της διδακτέας ύλης στα πανεπιστήμια είχε να κάνει με τον φυσικό κόσμο [6]. Το πλήθεμα των πανεπιστημίων ανάμεσα στα 1200 και 1500 σήμαινε εκατοντάδες χιλιάδες σπουδαστές – διακόσιες πενήντα χιλιάδες στη Γερμανία και μόνον από το 1350 και μετά – εξοικειώνονταν με την επιστήμη της ελληνοαραβικής παράδοσης. Όσο ωρίμαζαν τα πανεπιστήμια, τόσο η διδακτέα ύλη περιλάμβανε ολοένα και πιο πολλά έργα των Λατίνων δασκάλων που ανέπτυξαν την εν λόγω παράδοση σύμφωνα με τις αρχικές γραμμές.

Εάν η μεσαιωνική Εκκλησία είχε σκοπό να αποθαρρύνει ή να καταστείλει την επιστήμη, τότε έκανε το δίχως άλλο ένα κολοσσιαίο λάθος με το να ανεχθεί – για να μην πούμε: να υποστηρίξει – το πανεπιστήμιο. Σε αυτόν τον νέο θεσμό, η ελληνοαραβική επιστήμη και ιατρική βρήκαν για πρώτη φορά μια μόνιμη στέγη, μια στέγη την οποία – με ποικίλα σκαμπανεβάσματα – η επιστήμη διατήρησε έως τις μέρες μας. Δεκάδες πανεπιστήμια εισήγαγαν μεγάλους αριθμούς σπουδαστών στην ευκλείδειο γεωμετρία, την οπτική επιστήμη, τα ζητήματα της παραγωγής και της αναπαραγωγής, τις βασικές αρχές της αστρονομίας, και επιχειρήματα για την σφαιρικότητα της γης.

Ακόμα και σπουδαστές που δεν ολοκλήρωναν τις σπουδές τους αποκόμιζαν μια στοιχειώδη εξοικείωση με τη φυσική φιλοσοφία και τις μαθηματικές επιστήμες, καθώς εμποτίζονταν με τον νατουραλισμό αυτών των κλάδων. Ήταν ένα πολιτισμικό φαινόμενο πρώτης τάξεως, καθότι επηρέασε μια εγγράμματη ελίτ αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων σπουδαστών: στα μισά του δέκατου πέμπτου αιώνα, οι εγγραφές σε πανεπιστήμια γερμανικών επικρατειών που έχουν επιβιώσει έως σήμερα (μέρη όπως η Βιέννη, η Χαϊδελβέργη, και η Κολωνία) έφτασαν σε επίπεδα άφθαστα μέχρι τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού αιώνα [7].

Αλλά, θα αντιτείνουν κάποιοι, δεν ήσαν άραγε οι περισσότεροι σπουδαστές καλόγεροι ή ιερείς που περνούσαν οι πιο πολλοί από αυτούς τον χρόνο τους μελετώντας θεολογία, τη βασίλισσα των επιστημών; Εάν όλοι οι λόγιοι ήσαν θεολόγοι, αυτό δεν τα λέει εν πολλοίς όλα; Αυτή είναι μια άλλη συλλογή μύθων. Οι πιο πολλοί σπουδαστές δεν έφτασαν ποτέ πολύ κοντά στο να πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για να σπουδάσουν θεολογία (συνήθως πτυχίο δασκάλου φιλοσοφίας). Παρέμεναν στις σχολές των τεχνών όπου σπούδαζαν μονάχα μη θρησκευτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων της λογικής, της φυσικής φιλοσοφίας, και των μαθηματικών επιστημών. Μάλιστα, ως αποτέλεσμα διαμαχών ανάμεσα στις σχολές, δεν επιτρεπόταν στους σπουδαστές των τεχνών να πραγματεύονται θεολογικά ζητήματα. Κοντολογίς, οι περισσότεροι φοιτητές δεν ακολουθούσαν θεολογικές ή βιβλικές σπουδές.

Επιπλέον, δεν είχαν όλα τα πανεπιστήμια θεολογική σχολή. Πάρα πολύ λίγα είχαν θεολογική σχολή τον δέκατο τρίτο αιώνα, και τα πιο νέα ιδρύματα αρχικά δεν επιτρεπόταν να έχουν. Στον ύστερο Μεσαίωνα, ο παπισμός επέτρεψε να υπάρξουν περισσότερες θεολογικές σχολές. Στη διάρκεια του Μεγάλου Σχίσματος, όταν οι δύο πάπες, οι οποίοι είχαν αφορίσει ο ένας τον άλλον, ανταγωνίζονταν για την υπακοή και την πίστη των διάφορων πολιτικών ηγεμόνων, επέτρεψαν την ίδρυση θεολογικών σχολών σε κάποια πανεπιστήμια, όπως αυτό της Βιέννης, που δεν είχαν τέτοια σχολή. Ακόμα και έτσι, μονάχα μια μικρή μειονότητα σπουδαστών σπούδασαν θεολογία, η οποία ήταν και η μικρότερη από τις τρεις ανώτερες σχολές στα πανεπιστήμια του βορρά. Μακράν ο πιο δημοφιλής κλάδος ήταν αυτός της νομικής που υποσχόταν καλή σταδιοδρομία στις ολοένα και πιο μεγάλες γραφειοκρατίες τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των κοσμικών ηγεμόνων.

Όσο για τη θεολογία ως βασίλισσα των επιστημών, η αντίληψη αυτή χρονολογείται ήδη από τον Αριστοτέλη – που δεν ήταν βεβαίως χριστιανός θεολόγος – ο οποίος εννοούσε με αυτό ότι η μεταφυσική θεολογία (ως η «επιστήμη του όντος») ήταν ένας κλάδος της φιλοσοφίας πιο θεμελιώδης είτε από τα μαθηματικά είτε από τη φυσική φιλοσοφία (τις δύο άλλες θεωρητικές «επιστήμες»). Ενώ πολλοί μεσαιωνικοί λόγιοι παραδέχονταν την μεγάλη αξιοπρέπεια της θεολογίας, η κατάστασή της ως επιστήμης αμφισβητούνταν, και δη ακόμη και από θεολόγους. Ο Ροβέρτος Γκρόστεστ (περίπου 1175 – 1253 ), Σφραγιδοφύλακας της Οξφόρδης και Επίσκοπος του Λίνκολν, υποστήριξε ότι για μια διάνοια απαλλαγμένη από το φορτίο ενός σαρκίου η θεολογία προσέφερε έναν υψηλότερο βαθμό βεβαιότητας απ’ ό,τι τα μαθηματικά και η φυσική φιλοσοφία, αλλά για εμάς τους θνητούς εδώ κάτω τα μαθηματικά παραχωρούν μεγαλύτερη βεβαιότητα [8].

Χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του Αριστοτέλη, ο μεγάλος Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος Θωμάς Ακινάτης (περίπου 1225 – 1274) [9] υποστήριξε αργότερα ότι η θεολογία είναι επιστήμη [10]. Αλλά δεν συμφωνούσαν οι πάντες με τον Ακινάτη. Ο Γουλιέλμος Όκαμ (περίπου 1287 – 1347), ένας Άγγλος φραγκισκανός με μεγάλη επίδραση, αρνήθηκε,επίσης με αριστοτελικά κριτήρια, ότι η θεολογία είναι επιστήμη. Σημείωσε ότι πρέπει να γνωρίζουμε καλύτερα τις αρχές μιας επιστήμης παρά τα συμπεράσματά της. Αλλά οι αρχές της θεολογίας είναι τα άρθρα της πίστεως, τα οποία, όπως άρεσε στον Όκαμ να τονίζει, συχνά εμφανίζονται «ψεύτικα σε όλους, ή στην πλειονότητα, ή στους πιο σοφούς» [11]. Η θεολογία, συνεπώς, δεν λογαριαζόταν ως επιστήμη.

Εντέλει, οι περισσότεροι σπουδαστές και δάσκαλοι δεν ήσαν ούτε ιερείς ούτε καλόγεροι, κάτι που απαιτούσε ξεχωριστούς όρκους. Είχαν κύρος κληρικού, ωστόσο, τουλάχιστον στα πανεπιστήμια του βορρά, όπως του Παρισιού. Επρόκειτο για μια νομική κατηγορία κερδισμένη σκληρά, η οποία δεν ενείχε διόλου τυπικές υποχρεώσεις, θρησκευτικές ή άλλες (οι σπουδαστές μπορούσαν να παντρευτούν, επί παραδείγματι), ενώ παρείχε ένα σημαντικό προνόμιο: το δικαίωμα, το οποίο θύμωνε πολύ τους κατοίκους της πόλης, να δικάζονται από ένα επιεικές πανεπιστημιακό ή εκκλησιαστικό δικαστήριο αντί για ένα κοσμικό/πολιτικό. Αυτή η κοινωνική κατάσταση ήταν λίαν βολική όταν ένας σπουδαστής συνέβαινε να σκοτώσει κάποιον πολίτη σε καβγά σε ένα καπηλειό. (Στο Παρίσι, οι σπουδαστές είχαν κερδίσει αυτό το δικαίωμα αφού κατέβηκαν σε απεργία ύστερα από ακριβώς ένα τέτοιο περιστατικό.) Αν και δεν ήσαν η πλειονότητα, πολλοί από τους πιο φημισμένους συγγραφείς έργων φυσικής φιλοσοφίας και θεράποντες των μαθηματικών επιστημών εκείνης της εποχής ήσαν ιερωμένοι ή καλόγεροι μοναχικών ταγμάτων.

Άραγε ο μύθος παίρνει παράταση ζωής εάν αποκαλύψω ότι οι διαλέξεις σχετικά με την φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ήσαν απαγορευμένες στο Παρίσι το 1210 (επί ποινή αφορισμού) και το 1215 (δίχως συγκεκριμένη ποινή); Όχι. Ενώ κάποιοι ιερωμένοι, δρώντας με τις επίσημες δικαιοδοσίες τους, εξέδιδαν τέτοιες καταδίκες, είναι παραπλανητικό να πούμε ότι η «Εκκλησία» έκανε κάτι τέτοιο, διότι αυτό μοιάζει να υπονοεί ότι οι εν λόγω καταδίκες είχαν ισχύ για όλη τη χριστιανοσύνη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι καταδίκες ήσαν τοπικές, τις εξέδιδαν οι επίσκοποι σε μια επαρχία ή ένας καρδινάλιος λεγάτος στην περίπτωση του Παρισιού [12]. Μεσαιωνικά ψιλολογήματα, λέτε; Καθόλου: το ζήτημα αυτής της διάκρισης είναι απολύτως κρίσιμο. Το να καταστήσουμε την «Εκκλησία» το αίτιο σε περιπτώσεις όπου η καταδίκη είναι τοπική είναι τεχνικώς σωστό αλλά εξαιρετικά παραπλανητικό, διότι τέτοιες εντολές επηρέαζαν μονάχα μια απειροελάχιστη μερίδα του πληθυσμού, και συνήθως όχι για μεγάλο διάστημα. Αυτές οι καταδίκες δεν αφορούσαν σε σπουδαστές και δασκάλους σε άλλα μέρη. Η Οξφόρδη των αρχών του δέκατου τρίτου αιώνα, επί παραδείγματι, δεν γνώρισε απαγορεύσεις τέτοιου είδους (μάλιστα, η υποδοχή του Αριστοτέλη στην Οξφόρδη ήταν λίαν ομαλή).

Δεν είναι ξεκάθαρο ότι οι καταδίκες επηρέαζαν πολύ, ή για μεγάλη διάρκεια, τους ανθρώπους στην εκάστοτε επισκοπή (κυρίως αυτή του Παρισιού). Παρά την καταδίκη του 1215, ξέρουμε ότι ο Ρογήρος Βάκων δίδασκε τα Φυσικά του Αριστοτέλη στο Παρίσι στη δεκαετία του 1240. Επιπλέον, στα 1255 τα προηγουμένως καταδικασμένα φυσικά – φιλοσοφικά πονήματα του Αριστοτέλη ήσαν υποχρεωτικά για το κανονικό και για το ανώτερο πτυχίο φιλοσοφίας στο Παρίσι, όπως ήσαν ήδη ή έμελλε να γίνουν στα περισσότερα μεσαιωνικά πανεπιστήμια. Ας έχουμε κατά νου, πάντως, ότι το Παρίσι δεν ήταν τυπική περίπτωση: αντιμετώπισε πολύ περισσότερες επισκοπικές καταδίκες από ό,τι το μέσο πανεπιστήμιο, για καθαρά βάσιμους τοπικούς λόγους. Τα περισσότερα πανεπιστήμια δεν υφίσταντο τέτοιου είδους παρεμβάσεις.

Ποιος ήταν ο αντίκτυπος που είχαν τέτοιες καταδίκες στη διαδικασία της επιστήμης στη μεσαιωνική Ευρώπη; Ήταν ελάχιστη, για έναν απλό λόγο: Οι καταδίκες ήσαν συνήθως δεμένες με μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ οι σπουδαστές και οι δάσκαλοι δεν ήσαν. Μπορούσαν μια χαρά να τα μαζέψουν και να πάνε αλλού, και το έκαναν. Τω όντι, όταν στα 1229 – 1231 το πανεπιστήμιο της Τουλούζης κάλεσε Παριζιάνους σπουδαστές να μεταβούν στα νότια («στη δεύτερη γη της επαγγελίας, όπου εν αφθονία γάλα και μέλι ρέει … όπου ο Βάκχος κυβερνάει») και τους θύμισαν ότι στην Τουλούζη δεν ισχύει καμία απαγόρευση του Αριστοτέλη («Εκείνοι που επιθυμούν εξονυχιστικά τον κόρφο της φύσης να ερευνήσουν στο πιο μύχιό της σημείο μπορούν να ακούσουν του Αριστοτέλη τα βιβλία που απαγορευμένα ήσαν στο Παρίσι») [13]. Το Παρίσι, η «νέα Αθήνα», δεν άργησε να ανοίξει και πάλι χάρη στην παπική βούλα Parens scientiarum («μητέρα των επιστημών»), που κυρίως υποστήριξε τα προνόμια των δασκάλων ενάντια στον επίσκοπο [14].

Α ναι, θα πείτε, αλλά τι λες και για το 1277, τότε που η «Εκκλησία» καταδίκασε 219 ακαδημαϊκές εισηγήσεις, και πάλι στο Παρίσι; Αυτή η πιο διαβόητη από τις μεσαιωνικές καταδίκες αποτελούσε επίθεση στην αστρολογική αιτιοκρατία, σε έναν αριθμό από αριστοτελικές θέσεις (συμπεριλαμβανομένης και της αδυνατότητας ενός κενού), και σε χιουμοριστικές ή ιδίου συμφέροντος θέσεις όπως «Οι μόνοι σοφοί άνθρωποι στον κόσμο είναι οι φιλόσοφοι» και «Τίποτα δεν το γνωρίζεις καλύτερα γνωρίζοντας θεολογία» [15]. Και τούτη τη φορά, η καταδίκη εξεδόθη από τον επίσκοπο του Παρισιού, βοηθούμενου από κάποιους συντηρητικούς θεολόγους στο πανεπιστήμιο˙ επωφελήθηκαν ώστε να φιμώσουν τους αγέρωχους φιλοσόφους και να καταφερθούν απηνώς ενάντια στον αριστοτελικό συνάδελφό τους, τον Θωμά Ακινάτη.

Αποτελεί ειρωνεία ότι έναν αιώνα πριν ο ιστορικός Πήτερ Ντυέμ [16] θεώρησε ότι η εν λόγω καταδίκη είχε μια πολύ θετική επίπτωση στην επιστήμη. Υποστήριξε ότι υποχρέωσε τους φιλοσόφους να απελευθερωθούν από την εύνοιά τους προς τις θέσεις του Αριστοτέλη και να διερευνήσουν εναλλακτικές. Κατ’ αυτόν η ημερομηνία 1277 σημάδεψε τοιουτοτρόπως την απαρχή της νεωτερικής (ήτοι της μη – ή αντι – αριστοτελικής) επιστήμης. Στις μέρες μας, ωστόσο, οι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτό είναι υπερβολικό άχθος για να το σηκώσουν οι καταδίκες στο Παρίσι το 1277.

Ένας μικρός κατάλογος των επιτευγμάτων εκείνης της περιόδου δείχνει ότι η έρευνα της φύσης δεν είχε λιμνάσει στην Ευρώπη του Μεσαίωνα. Στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα, ο William of Saint – Cloud χρησιμοποίησε την camera obscura για να παρατηρήσει τις εκλείψεις του ηλίου. Στις αρχές του δέκατου τέταρτου, ο Ντίτριχ φον Φράιμπεργκ [17](ένας δομινικανός) έλυσε το πρόβλημα του πρωτογενούς και δευτερογενούς ουράνιου τόξου: εξέτασε, αντίστοιχα, την πρώτη και τη δεύτερη εσωτερική αντανάκλαση μέσα σε σταγόνα της βροχής, αναπαριστώντας την με ένα γυάλινο φιαλίδιο γεμάτο νερό. Εντωμεταξύ, στην Οξφόρδη, οι φυσικοί φιλόσοφοι εφάρμοζαν τη μαθηματική ανάλυση στην κίνηση, διατυπώνοντας θεωρητικούς τρόπους μετρήσεως ποσοτήτων που αλλάζουν ομοιόμορφα. Στο Παρίσι στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα, ο Ζαν Μπουριντάν [18] χρησιμοποίησε τη θεωρία της ροπής αδρανείας προκειμένου να εξηγήσει την κίνηση των βλημάτων, την επιτάχυνση της ελεύθερης πτώσης, ακόμα και την ακατάπαυστη περιστροφή της έναστρης σφαίρας (με την απουσία αντίστασης, η αρχική ώθηση και ροπή αδρανείας του Θεού κατά τη δημιουργία διατηρείται και δεν χρειάζεται περαιτέρω παρέμβαση).

Ο Νικόλαος Ορέμ [19], νεότερος συγκαιρινός του (μετέπειτα επίσκοπος) προσέφερε μια ωραία σειρά επιχειρημάτων για την πιθανή περιστροφή της γης: κατέληξε στο ότι καμία διαθέσιμη εμπειρική ή ορθολογική μαρτυρία δεν μπορεί να αποφασίσει εάν κινείται ή όχι. Κι άλλα πολλά παραδείγματα θα μπορούσαμε να παραθέσουμε. Όπως οι περισσότεροι δάσκαλοι, οι άνθρωποι αυτοί ευεργετήθηκαν από τη σημαντική ελευθερία σκέψης που επιτρεπόταν από την πανεπιστημιακή συζήτηση/αντιμαχία, η οποία απαιτούσε τα υπέρ και τα κατά επιχειρήματα σχετικά με διάφορες θέσεις να αναπτύσσονται και να επεξεργάζονται σε ορθολογικές βάσεις και μόνον. Ήσαν οι διαφωνούντες με τον συνάδελφο λόγιο αυτοί που επεδίωκαν να τον στεναχωρήσουν τον πιο πολύ καιρό, και όχι η «Εκκλησία».

Ανάμεσα στα 1150 και 1500, οι πιο εγγράμματοι Ευρωπαίοι είχαν πρόσβαση σε επιστημονικά υλικά μεγαλύτερη από όση οι προκάτοχοί τους παλαιότερων πολιτισμών, χάρη εν πολλοίς στην ανάδυση, την ταχεία ανάπτυξη, και την περί φυσικών τεχνών διδακτή ύλη των μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Εάν η μεσαιωνική Εκκλησία είχε τον σκοπό να καταστείλει την έρευνα της φύσης, θα πρέπει να ήταν ολωσδιόλου ανίσχυρη καθότι απέτυχε παντελώς να επιτύχει τον σκοπό της.                        

Σημειώσεις

  1. Robert Wilson,Astronomy through the Ages: The Story of the Human Attempt to Understand the Universe (Princeton University Press, ΠρίνστονΝιου Τζέρσι, 1997)σ. 45
  2. ΟCarl Sagan (1934 – 1996 ) ήταν Αμερικανός αστρονόμος, αστροφυσικός, κοσμολόγος, και πολυγραφότατος συγγραφέας κυρίως πονημάτων εκλαϊκευμένης επιστήμης. Συνέγραψε επίσης το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας Contact (1985) που μεταφέρθηκε επιτυχώς στον κινηματογράφο το 1997, σκηνοθετημένο από τον RobertZemeckis και με πρωταγωνίστρια την Jodie Foster (Σ.τ.Μ)
  3. CarlSaganCosmos (Random House, Νέα Υόρκη 1980)σ. 335
  4. Roger Bacon,Compendium of the Study of TheologyεπThomas Maloney (Brill, Λάιντεν 1988), σ. 8, όπου αναφέρεται στη λογοτεχνία
  5. John Heilbron,The Sun in the Church: Cathedrals as Solar Observatories (Harvard University Press, ΚέιμπριτζΜασαχουσέτη, 1999)σ. 3
  6. Edward Grant, “Science in theMedieval University” εις Rebirth, Reform, and Resilience: Universities in Transition, 1300 – 1700, επJames M. Kittelson Pamela J. Transue (Ohio State University Press, Κολόμπους, 1984)σσ. 68 – 102
  7. Rainer Schwinges,Deutsche Universitatsbesucher im 14. und 15. Jahrhundert: Studien zur Sozialgeschichte des Alten Reiches (Steiner Verlag, Στουτγάρδη, 1986)σσ. 487 – 88
  8. W. R. Laird, “Robert Grosseteste on the Subalternate Sciences”,Traditio 43 (1987): σσ. 147 – 69, ιδίως σ. 150
  9. Βλέπε καιΗ Φιλοσοφία, τόμος Α΄, επ. Φρανσουά Σατελέ, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση, 1984, σσ. 324 – 336 (Σ.τ.Μ)
  10. JanAertsen, “Mittelalterliche Philosophieein unmogliches Projekt? Zur Wende des Philosophieverstandnisses im 13. Jahrhundert”, εις Geistesleben im 13. Jahrhundert, επJan A. Aertsen και Andreas Speer (Walter De Gruyter, Βερολίνο 2000)σσ. 12 – 28, ιδίωςσσ. 20 – 21
  11. Ernest A. Moody,The Logic of William of Ockham (Russel and Russel, Νέα Υόρκη1965)σ. 211
  12. Lynn Thorndike,University Records and Life in the Middle Ages (Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1944σσ. 26 – 28
  1. 13.Ό.π.,σ. 34
  2. Jacques Verger, “A propos de la naissance de l’ universite de Paris: contexte social, enjeu politique, portee intellectuelle”,εις Schulen und Studium im sozialen Wandel des hohen und spaten Mittelalterεπ. Johannes Fried (Jan Thorbeke Verlag, Σιγκμαρίνγκεν,1986), ιδίως σσ. 83, 94 – 95
  3. Edward Grant,επ.A Source Book in Medieval Science (Harvard University Press, ΚέιμπριτζΜασαχουσέτη, 1974)σ. 50
  4. ΟPierre Maurice Marie Duhem (1861 – 1916 ) ήταν Γάλλος φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος – ιστορικός των επιστημών (Σ.τ.Μ)
  5. Dietrichvon Freiberg (περίπου 1250 – περίπου 1310) ήταν Γερμανός θεολόγος και φυσικός (Σ.τ.Μ)
  6. ΟJean Buridan (περίπου 1300 – θάνατος μετά το 1358) ήταν Γάλλος ιερέας και φιλόσοφος (Σ.τ.Μ)
  7. ΟNicole Oresme (περίπου 1320/5 –1382) ήταν Γάλλος φιλόσοφος (Σ.τ.Μ)

Ο Michael HShank διδάσκει ιστορία της επιστήμης πριν από τον Νεύτωνα στο Πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν – Μάντισον. Είναι ο συγγραφέας του Unless You BelieveYouShall Not Understand”: LogicUniversityand Society in Late Medieval Vienna, και μιας υπό έκδοσης μελέτης για τον Γερμανό αστρονόμο του δέκατου πέμπτου αιώνα Regiomontanus.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «λογείον», 2011, ΤΡΙΚΑΛΑ

ΠΗΓΗ