Στις αρχές του 20ου αιώνα (είμαστε στο 21ο αιώνα, για όσους τους διαφεύγει), ο λαός είχε απαιτήσει να θεσπιστεί η τοκογλυφία ως ποινικό αδίκημα.
Παρόλα αυτά …ούτε οι Πολιτικοί, ούτε τα Δικαστήρια έβαζαν όριο στον τόκο κι άφηναν τους τοκογλύφους να ρημάζουν τους πολίτες. Ακριβώς όπως γίνεται σήμερα με πιστωτικές κ.λπ. Κι όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο εκβιάζουν και υποχρεώνουν τους πολίτες να εξαρτώνται από τους τοκογλύφους και να τους πληρώνουν υποχρεωτικά προμήθειες και τόκους.
Σ’ ένα παραμύθι βασισμένο στον μύθο του Τζίτζικα και του Μέρμηγκα …διαβάζουμε για δανεικά και τόκους… κι εκεί ακριβώς γίνεται αναφορά στον Ροσίλδο… (Rothschild).
Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:
Πηγή: efsp.gr |
Το 1865 έγινε η επανέκδοση των Μύθων του Βηλαρά. Την ίδια χρονιά ο Π. Σούτσος, στη δική του συλλογή μύθων (Μύθοι έμμετροι εν παραθέσει προς τους του Αισώπου εξ ων ανεπλάσθησαν), επιμένει ιδιαίτερα στο επεισόδιο της υπόσχεσης για επιστροφή των δανεικών:
«Φίλε μου! εις τόσην πείναν και εις ώρα τόσον κρύαν δάνεισέ με, είπεν, έως εις την νέαν εσοδίαν δια πρόσκαιρόν μου πόρον έναν κόκον, ένα σπόρον, και το θέρος όταν έλθη στην τιμήν μου σε ομνύω και κεφάλαιον και τόκον σ’ επιστρέφω και τα δύο. Και αν όρκους δεν πιστεύης, εις το συμβολαιογράφο ή συμβόλαιον σε κάμω, ή συνάλλαγμα σε γράφω”. Άλλ’ εκείνο απεκρίθη του Ροσίλδου έχον ύφος, το μερμήγκι δεν δανείζει και δεν είναι τοκογλύφος, και αυτό ελάττωμά του από τα μικρότερά του».
Το επεισόδιο αυτό, άλλοτε τονίζεται με έμφαση από τους Έλληνες μυθογράφους κι άλλοτε παραλείπεται εντελώς. Η διφορούμενη αυτή συμπεριφορά δείχνει ότι, πιθανώς, εκείνοι που το παραλαμβάνουν, χρησιμοποιούν το μύθο για να διδάξουν κάτι περισσότερο από την αρχή της εργατικότητας, ενώ αυτοί που το παραλείπουν το θεώρησαν δυνητικά επικίνδυνο για τις παιδαγωγικές τους αρχές (προτροπή σε “τοκογλυφία”!).
Η έννοια της ελεημοσύνης απασχολεί τους Έλληνες μυθογράφους, ήδη από την εποχή του Βηλαρά, όπου διαφαίνεται ίσως, και μάλιστα στον ίδιο μύθο, στον οποίο χρησιμοποιείται το ρήμα “να μ’ελεήσης”. Η προτροπή εξάλλου για ελεημοσύνη και φιλανθρωπία ως καθήκον του παιδιού αποτελεί θεμελιακή παιδαγωγική αρχή που εντάσσεται στην ιδεολογία του ελληνικού κράτους στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία, που προέρχονται μάλιστα από την ιδιωτική πρωτοβουλία (στον πνεύμα ενός ανθρωπιστικού αστισμού
1), καλούνται να θεραπεύσουν τα φλέγοντα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα του 19ου αιώνα, υποκαθιστώντας το κράτος στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Γι’ αυτό και ενσωματώνονται στο σύστημα διαπαιδαγώγησης από νωρίς, καθώς αναφέρονται στα πρώτα ήδη αναγνωσματάρια και βιβλία χρηστομάθειας του νεοσύστατου κράτους.
2) Καθώς όμως πολλές από τις ελληνικές διασκευές του μύθου διατηρούν και την ειρωνική αποστροφή του La Fontaine, σύμφωνα με την οποία το μυρμήγκι αρνείται να δώσει δανεικά στο τζιτζίκι, οι δύο αντιθετικές έννοιες, της ελεημοσύνης και της τοκογλυφίας, φαίνεται να συνυπάρχουν στη σκέψη των Ελλήνων διασκευαστών.
Έτσι ο τζίτζικας παρουσιάζεται αφενός ως επαίτης και αφετέρου ως οφειλέτης που ζητά δάνειο, το οποίο θα ξεπληρώσει και μάλιστα με υπέρογκο τόκο.
Ο μύθος, έτσι όπως διαμορφώνεται από τον La Fontaine και πολλούς Έλληνες μιμητές του, τείνει να παραστήσει με τις σχέσεις του τζίτζικα και του μύρμηγκα και κάτι από τις πολύ διαδομένες ήδη τότε οικονομικές σχέσεις, με το τζιτζίκι στη θέση του οφειλέτη, που βλέπει το μυρμήγκι ως έναν πιθανό τοκογλύφο, κάτι όμως που αποφασιστικά (και παιδαγωγικά) το ίδιο απορρίπτει.
Οι εκδοχές αυτές του μύθου ανατρέπουν λοιπόν τα στερεότυπα μηνύματα, και εισάγουν τον αναγνώστη στην απειλητική και αβέβαιη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα.
Η τοκογλυφία λυμαινόταν τη ελληνική ύπαιθρο του 19ου αιώνα. Κυριαρχούσε εις βάρος των μικροκαλλιεργητών με την ανοχή των κυβερνήσεων και την συνδρομή των δικαστηρίων που δεν έβαζαν όριο στον τόκο.
Οι τοκογλύφοι ήταν συνήθως τοπικοί άρχοντες, έμποροι ή πλούσιοι χωρικοί. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένα από τα κύρια αιτήματα των μεγάλων λαϊκών διαδηλώσεων πριν από το κίνημα των στρατιωτικών το 1909, ήταν η θέσπιση της τοκογλυφίας ως ποινικού αδικήματος.
3) Σε αυτά τα κοινωνικά πλαίσια η ελεημοσύνη, η οποία στηριζόταν στην ατομική πρωτοβουλία, επεμβαίνει διορθωτικά για να ανακουφίσει τις ομάδες των αναξιοπαθούντων, ενώ από την άλλη μεριά, είναι σαν να μην εγκρίνεται η κυρίαρχη πάντως τοκογλυφία.
Ένα ερώτημα που προκύπτει γιατί οι περισσότεροι διασκευαστές προτιμούν να ακολουθούν την έμμετρη διασκευή του La Fontaine, παρόλο που και οι δικοί του μύθοι αρχικά δεν προορίζονταν για τα παιδιά και όχι τις νεοελληνικές πεζές μεταφράσεις.
Είναι πιθανό να επηρέασε την προτίμησή τους αυτή η σχετικά ασαφής ακόμα διάκριση του αναγνωστικού κοινού. Οι νεοελληνικές πεζές μεταφράσεις ήταν λαϊκά βιβλία που προορίζονταν για όλους και ήταν γνωστά σε όλους. Γράφοντας για ένα παιδικό πια κοινό, οι συγγραφείς του 19ου αιώνα θέλησαν να διαφοροποιηθούν. Αναζήτησαν λοιπόν κάποιο ξένο πρότυπο, πιο προσαρμοσμένο στις ιδέες του καιρού τους, και όχι το δημοφιλές ανάγνωσμα της Τουρκοκρατίας που -τι ειρωνεία- βρισκόταν πιο κοντά στα αρχαία κείμενα.