ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ…
Έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου και το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών !!!

Ξένες στην ίδια τους τη χώρα είναι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, αφού μόλις το 26% των προϊόντων που καταναλώνονται παράγεται εντός των ελληνικών τειχών.

Το υπόλοιπο 74% καλύπτεται από φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα, όταν το 2008 οι εισαγωγές αντιστοιχούσαν “μόλις” στο 70% ή και λιγότερο της εγχώριας κατανάλωσης. Γιατί; Γιατί η ελληνική μεταποίηση περιόρισε την παρουσία της στην εγχώρια αγορά, εξαιτίας των χαμηλών τιμών που επικράτησαν λόγω της κρίσης και της μειωμένης ζήτησης, και στράφηκαν στις ξένες αγορές στις οποίες προσέφεραν τα προϊόντα τους σε καλύτερες τιμές και με καλύτερους όρους πληρωμής.

Αυτό αναφέρει έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου και το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.

Σύμφωνα με την έρευνα, κατά τα χρόνια της κρίσης, που ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής συνεχώς μειώνεται, οι εξαγωγές αυξάνονται και ο δείκτης εξωστρέφειας (εξαγωγές / παραγωγή) αυξήθηκε από 43,6% το 2007 σε 62,6% το 2013. Επίσης οι όροι εμπορίου βελτιώθηκαν κατά την περίοδο 2009 – 2015 κατά +28,2%, που σημαίνει ότι κατά την περίοδο αυτή οι εξαγωγικές επιχειρήσεις πέτυχαν στο εξωτερικό υψηλότερες τιμές κατά 28,2% σε σχέση με τις τιμές που θα εισέπρατταν στο εσωτερικό. Δηλαδή “η επιβίωση του μεταποιητικού τομέα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τις εξαγωγές”, υποστηρίζει η έρευνα.

Η ουσία πάντως είναι πως οι μεταποιητικές επιχειρήσεις από 4.098 που ήταν το 2009 περιορίστηκαν σε 2.845 το 2013 ενώ χάθηκαν και 46.000 θέσεις εργασίας. Την ίδια στιγμή η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά -30,3% την περίοδο 2008 – 2013 όταν το ΑΕΠ μειώθηκε 26,4%.

Κύρια αιτία της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα είναι, όπως σημειώνεται στην έρευνα, η διάβρωση της ανταγωνιστικότητας με βάση τον δείκτη του μοναδιαίου κόστους εργασίας (ΜΚΕ) που αυξήθηκε σωρευτικά, την περίοδο 1995 – 2011, κατά 86% σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης +3,9%, όταν ο αντίστοιχος δείκτης ΜΚΕ στις χώρες της ΕΕ αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό +1,9%.

Αποτέλεσμα ήταν τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν σωρευτικά, σε σχετικούς όρους, κατά 43% πιο ακριβά από τα προϊόντα των ανταγωνιστών μας.

Η μείωση των μισθών και ημερομισθίων που επιβλήθηκε από τους πιστωτές με τα προγράμματα προσαρμογής οδήγησε, όπως αναφέρεται στην έρευνα, σε μείωση του ΜΚΕ και βελτίωση του σχετικού ΜΚΕ κατά τα έτη 2011 – 2013, με αποτέλεσμα να αντισταθμίσει περίπου το 50% της απώλειας της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.

Σημειώνεται πως κατά την περίοδο 1995 – 2010 το μέσο ετήσιο κόστος εργασίας αυξήθηκε +117% και η παραγωγικότητα μόλις κατά +9%. Σύγκλιση μεταξύ των δυο δεικτών παρατηρείται κατά την περίοδο 2010 – 2013, όπου το μέσο ετήσιο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά -10% και η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά +6%.

πηγη: capital.gr