Σε μερικά πράγματα δεν τα καταφέρνουμε καθόλου καλά σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κάτι κάνουν καλύτερα, κάτι κάνουμε χειρότερα.
Ενας παράγοντας του δημόσιου βίου αρκετά ευρύς αλλά συνάμα ακατάληπτος είναι αυτό που λέμε «πολιτισμικό χάσμα».
Η οικογενειοκρατία, που μας έχει κάνει γραφικούς διεθνώς, είναι επαναλαμβανόμενη, υψηλής δοσολογίας, με συνεπαγωγές που υπερβαίνουν την επικαιρική αρθρογραφία όσον αφορά τη στρέβλωση των πολιτικών θεσμών.
Για να το πω αλλιώς: Πώς θέλεις να ακολουθήσεις το υπόδειγμα των προηγμένων εταίρων σου, όταν επί της ουσίας είσαι έμμονος αντιδυτικός και πατερναλιστής;
Πόσο φυσικά και αυτονόητα είναι ο νεποτισμός και η οικογενειοκρατία;
Τελικά, η κατοχή της νόμιμης εξουσίας στην Ελλάδα είναι οικογενειακή επιχείρηση, εξασφάλιση προνομίων, σκοπιμοθηρική και καιροσκοπική επιλογή, στατιστική πιθανότητα, κάτι γυμνό ηθικά και πολιτικά ουδέτερο;
Ή είναι, με απλά λόγια, υπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος;
Οι βαρδιάνοι στο σπόρκο είναι ελληνική κοινοτοπία και οι Παπανδρέου, Μητσοτάκηδες, Καραμανλήδες κ.ά. είναι οι πρωθιερείς της. Το εξηγώ.
Η είδηση της προηγούμενης εβδομάδας ήταν η φούρια με την οποία ο παλαίμαχος βουλευτής της Ν.Δ., πρώτος αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, τέως γενικός γραμματέας Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ., θεώρησε αυτονόητο να δώσει το βουλευτικό χρίσμα στον υιό Τραγάκη.
Ο Κ. Μητσοτάκης έσπευσε να αποκλείσει τον υιό Τραγάκη από τις εκλογικές λίστες της Ν.Δ., όχι επειδή δεν θα ήθελε έναν Τραγάκη στο κόμμα, αλλά επειδή ο απερχόμενος πατέρας Τραγάκης προκατέλαβε τις όποιες αποφάσεις του προέδρου και των αρμόδιων κομματικών οργάνων.
Βέβαια, στη λαμπρή κοινοβουλευτική του καριέρα ο έμπειρος αντιπρόεδρος της Βουλής, Γιάννης Τραγάκης, είχε τακτοποιήσει στη Βουλή σχεδόν όλο του το σόι: την κόρη του, τον γαμπρό του, τη νύφη του, την αδελφή του γαμπρού του.
Η υπόθεση δεν είναι μεμονωμένη. Εκφράζει τον αμοραλισμό του ελληνικού πολιτικού τρόπου. Ενσαρκώνει ελληνοπολιτικό ανθρωπότυπο: διαδικασία προσωπικής αναρρίχησης, πολιτικής αυτοσυντήρησης, δημιουργία δικτύων και μηχανισμών μέσα από χρησιμοθηρικές σταυροειδείς και αμοιβαίες διακομματικές ευγένειες του τύπου «μία σου και μία μου» που, τέλος, συναθροίζονται στην εκμαυλιστική και πελατειακή λειτουργία του κράτους, στην αναποτελεσματικότητα και την αύξηση του δημόσιου κόστους. Ολα αυτά, οι ενδιαφερόμενοι τα υπερασπίζονται ως φυσικά ξέτελα ή σαν ηθικά ουδέτερες διαδικασίες προσωπικής ολοκλήρωσης. Φραστικά, τα καταδικάζουν κιόλας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έκδηλες ιδιοτέλειες και αυτο-εξυπηρετήσεις που νομιμοποιούν τη λεηλασία των κοινών. Το ερώτημα δεν είναι γιατί χρεοκοπήσαμε, αλλά γιατί αργήσαμε τόσο να χρεοκοπήσουμε.
Επί του προκειμένου, κριτήριο για την ενασχόληση με υποθέσεις του δημόσιου βίου δεν είναι η προσωπική διαδρομή, τα προσόντα και οι γνώσεις, αλλά η συγγένεια και το τζάκι – δηλαδή, οι στατιστικές πιθανότητες να ασχοληθούν με την πολιτική ο υιός ή ή κόρη του πολιτικού.
Τις πιθανότητες αυτές, τις εκτοξεύει σταθερά η κομματοκρατική λογική αλλά και η κοινωνική αποδοχή.
Οι εκλεκτοί συγγενείς (παιδιά, ανίψια, νύφες, γαμπροί, κουμπάροι και λοιποί τζαμπατζήδες) μετατρέπονται σε αβγατίστρες του οικογενειακού εισοδήματος, σε αυτοθαυμαζόμενους πλην πειθήνιους εντολοδόχους των πολιτικών προϊσταμένων τους, αποσπώνται από την υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος και την παραγωγή συλλογικής προκοπής και, ανενδοίαστα, αφιερώνονται αποκλειστικά, ως χρήσιμες αποσώστρες ειδικών αποστολών και έργων, στην εξυπηρέτηση των εκάστοτε πολιτικών αφεντικών.
Διαγενεακή κινητικότητα στην ελληνική κοινωνία, μηδέν.
«Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθεί ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν».
Αυτά το 1893 από τον Παπαδιαμάντη στο «Βαρδιάνος στα σπόρκα».
Ο Παπαδιαμάντης είχε στήσει την ιστορία της δύστυχης γρια-Σκεύως της Σαβουρόκοφας που μεταμφιέστηκε σε μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης, ώστε να γραφτεί στα βιβλία του υγειονομείου, προκειμένου να γίνει βαρδιάνος και να σώσει τον υιό της.
Τα σπόρκα ήταν τα επιχόλερα πλοία που έπρεπε να περάσουν τη διαδικασία της καραντίνας στα λοιμοκαθαρτήρια, όπως και οι επιβάτες τους.
Και «έκαστον πλοίον τιθέμενον υπό κάθαρσιν ήτο υπόχρεων να προσλάβει ένα βαρδιάνον, ήτοι ένα φύλακα στρατολογούμενον υπὸ της υγειονομικής αρχής… Εάν το πλοίον ήτο μεγαλύτερον, έπαιρνε και δύο τοιούτους βαρδιάνους, οίτινες, χάριν μικρού μισθού, εδέχοντο να “σπορκαρισθούν”, ήτοι να τεθώσιν υπό κάθαρσιν, όπως επιβλέπωσι την ακριβή τήρησιν της καθάρσεως των πλοίων».
Εδώ βεβαίως, δεν μιλάμε για χολεριασμένο μπρίκι, αλλά για τον χολεριασμένο Τιτανικό. Μιλάμε για χώρα βαρδιάνων, αναγκαίων, εμπίστων, στελεχών, μετακλητών∙ για χώρα στην οποία η αριστεία και η ικανότητα λιώνουν μπρος στο πρωτείον του ημετερισμού, του νεποτισμού και της οικογενειοκρατίας, με ολίγη νομοτυπία.
Μιλάμε για στρατό στελεχών που δεν παράγουν δεξιές ή κεντρώες ή αριστερές σκέψεις, αλλά δεξιές, κεντρώες ή αριστερές πόζες.
Κι όταν δεν λένε ανοησίες, όταν δεν είναι άσχετοι ως προς το θέμα για το οποίο μιλάνε, έχουν ένα σταθερό προσόν: τη στενή, συγγενική σχέση με το εκάστοτε σύστημα εξουσίας.
Αβγατίστρες, αποσώστρες και χρήσιμοι βαρδιάνοι στο σπόρκο Ελλάς.