Η νέα περιβαλλοντολογική ατζέντα που ακολουθούν τα ευρωπαϊκά κράτη, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια.
Χιλιάδες θέσεις εργασίας και ενίσχυση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 4,9 δις ευρώ ετησίως θα μπορούσε να δημιουργήσει η ανανέωση των αλιευτικών αποθεμάτων της Ευρώπης, σύμφωνα με νέα μελέτη την ίδια στιγμή που οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές προειδοποιούν ότι οι κυβερνήσεις δεν διαθέτουν την πολιτική βούληση να εφαρμόσουν τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τη βιώσιμη αλιεία.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε από τη ΜΚΟ Oceana για τη διατήρηση των οικοσυστημάτων αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι η αξία της αλιείας θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2,4 δις ευρώ ετησίως (+ 56%) και να δημιουργήσει 92.000 περισσότερες θέσεις εργασίας στον τομέα της αλιείας, της βιομηχανίας τροφίμων και του λιανικού εμπορίου.
Το 2013, τα κράτη μέλη της ΕΕ εισήγαγαν την Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία δεσμεύτηκε να σταματήσει την υπεραλίευση όλων των αποθεμάτων μέχρι το 2020.
Ωστόσο, η επικρατούσα προσέγγιση στη διαχείριση της ευρωπαϊκής αλιείας υπήρξε ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας της. Ο ανεφοδιασμός των αποθεμάτων ιχθύων θα απαιτούσε μείωση των συνολικών αλιευμάτων βραχυπρόθεσμα, γεγονός που είναι δυσάρεστο για τους πολιτικούς υπό το φόβο να μην χάσουν τις ψήφους τους.
Το Συμβούλιο Αλιείας (η συνεδρίαση των υπουργών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνοι για την εθνική αλιευτική πολιτική) αποφασίζει ετησίως αλιευτικές ποσοστώσεις για κάθε είδος, ενώ συχνά επικρίνεται για την έλλειψη διαφάνειας.
Ο επικεφαλής της Pew Charitable για τον τερματισμό της υπεραλίευσης στη Βορειοδυτική Ευρώπη, Andrew Clayton, δήλωσε στη EURACTIV: «Η ΕΕ μπορεί ακόμα να επιτύχει το στόχο μέχρι το 2020. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η πρόοδος ήταν μέχρι στιγμής πολύ αργή, Παρόλα αυτά, επαφίεται στους υπουργούς αλιείας να θέσουν βιώσιμα αλιευτικά όρια».
Εξάντληση των αποθεμάτων ιχθύων
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος προειδοποίησε ότι περίπου το 60% όλων των εμπορικών ειδών ψαριών δεν βρίσκεται σε «καλή περιβαλλοντική κατάσταση», γεγονός που σημαίνει ότι αλιεύονται πολύ γρήγορα και σε πολύ μεγάλες ποσότητες. Συνεπώς, είναι αδύνατο να αναπαραχθούν.
«Η χρήση εμπορικών αποθεμάτων ιχθύων και οστρακοειδών στην Ευρώπη παραμένει σε μεγάλο βαθμό μη βιώσιμη», γράφει ο ΕΟΠ, με σημαντικές περιφερειακές διακυμάνσεις. Ο Βορειοανατολικός Ατλαντικός Ωκεανός και η Βαλτική Θάλασσα διαχειρίζονται την κατάσταση περισσότερο αποτελεσματικά σε σχέση με τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο.
Μελέτη του Joint Research Centre της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταδεικνύει ότι περισσότερο από το 90% των αποθεμάτων ιχθύων στη Μεσόγειο βρίσκεται υπό καθεστώς υπερεκμετάλλευσης, με πολλά είδη στα πρόθυρα εξάντλησης.
Οικονομικές απώλειες
Η υπεραλίευση οδήγησε σε μείωση των θέσεων εργασίας και των εσόδων στον αλιευτικό τομέα. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι 70 δις ευρώ χάνονται ετησίως εξαιτίας της κακής διαχείρισης της αλιείας και αποδίδουν στην Ευρώπη περίπου το 15% αυτού του ποσού (10 δις ευρώ).
Σύμφωνα με την Oceana, στην ΕΕ αλιεύονται σε ετήσια βάση 3,5 εκατομμύρια τόνοι, ενώ με ανανεωμένα και καλά διαχειριζόμενα αλιευτικά αποθέματα, το ποσό αυτό θα μπορούσε να ανέλθει σε 5,5 εκατομμύρια (+ 57% αύξηση).
Λόγω του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος, σύμφωνα με το οποίο κάθε εργασία στον τομέα της αλιείας παράγει κατά μέσο όρο τρεις επιπλέον θέσεις εργασίας στην αλυσίδα εφοδιασμού, 24.000 νέες θέσεις εργασίας στην αλιεία θα δημιουργήσουν 58.000 περισσότερες στην ευρύτερη οικονομία.
Το μέλλον της αλιείας
Το Συμβούλιο Αλιείας θα συνεδριάσει στις 9 Οκτωβρίου, για να συμφωνήσει για τις ποσοστώσεις για τη Βαλτική Θάλασσα και στις 11 και 12 Δεκεμβρίου για τις αντίστοιχες στη Βόρεια και τη Μαύρη Θάλασσα.
Επί του παρόντος, δεν υπάρχει σύστημα ποσοστώσεων για τη Μεσόγειο. Το Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, η Επιτροπή πρότεινε ένα σχέδιο για τα μικρά αποθέματα ιχθύων στην Αδριατική θάλασσα και ταυτόχρονα επεξεργάζεται προτάσεις σχετικά με τα αλιευτικά αποθέματα τόνου και άλλων ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση στη Δυτική Μεσόγειο.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι να πείσουμε τους αρμόδιους για τη λήψη αποφάσεων – εν προκειμένω τους υπουργούς αλιείας στο Συμβούλιο – να ξεπεράσουν την απροθυμία τους όσον αφορά την εφαρμογή της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής», κατέληξε ο κ. Clayton.