Είναι κοινός τόπος ότι τα τελευταία χρόνια, δια της διολισθήσεως, η ΕΕ έχει αποκτήσει αφεντικό (Γερμανία), ιεραρχία και μεταμοντέρνες αποικίες, όπως η Ελλάδα.

Η οικονομική κρίση διευκόλυνε και επιτάχυνε αυτή την εξέλιξη, αλλά ταυτοχρόνως έβγαλε στην επιφάνεια τις αντιφάσεις και όξυνε τις αντιθέσεις.

Στο υπόστρωμα της μείωσης των εισοδημάτων και της περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων, ήλθαν να προστεθούν οι κοινωνικές παρενέργειες από το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα και την ισλαμική τρομοκρατία.

Το αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί μία μεγαλύτερη ή μικρότερη εκλογική εξέγερση των μικρομεσαίων στρωμάτων στην Ευρώπη.

Τα κόμματα του ευρύτερου (νεο)φιλελεύθερου χώρου χάνουν έδαφος, το οποίο κερδίζει η κάθε είδους αντισυστημική ψήφος, αλλά και κόμματα που ενώ είναι συστημικά με κάποιον τρόπο διαχωρίζονται από τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις.

Στον ευρωπαϊκό Νότο, η αντισυστημική ψήφος τροφοδότησε περισσότερο αριστερά κόμματα, καθώς και ιδιότυπα κόμματα, όπως το κίνημα του Γκρίλο στην Ιταλία.

Στον ευρωπαϊκό Βορρά, όμως, τροφοδότησε κατά κανόνα εθνικιστικά-ξενοφοβικά κόμματα.

Η εκλογή Τραμπ και το κύμα στην Ευρώπη Η εκλογική αυτή εξέγερση επιβεβαιώθηκε και ευνοήθηκε και από την εκλογή του Τραμπ.

Δεν είχε, ωστόσο, την έκταση για να εκλεγεί ο ακροδεξιός υποψήφιος Πρόεδρος Δημοκρατίας στην Αυστρία, για να κερδίσει το κόμμα του Βίλντερς την πρώτη θέση στην Ολλανδία και πολύ περισσότερο για να βρεθεί στην εξουσία η Λεπέν.

Παρόλα αυτά όλοι αυτοί κέρδισαν έδαφος σε σχέση με το παρελθόν. Η τάση επιβεβαιώθηκε και στις γερμανικές εκλογές.

Η ξενοφοβική και αντιευρωπαϊκή “Εναλλακτική για τη Γερμανία” εισήλθε θριαμβευτικά στη Βουλή.

Το ίδιο συνέβη και με τους νεοφιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες, οι οποίοι, ωστόσο, κέρδισαν επειδή ύψωσαν τη σημαία του οικονομικού εθνικισμού.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το πρόβλημα είναι μπροστά και όχι πίσω.

Η διόγκωση του αντισυστημικού ρεύματος έχει τρεις συνέπειες:

Πρώτον, συρρικνώνει τη “φιλελεύθερη συναίνεση”, η οποία μεταπολεμικά κυριαρχούσε στη Γηραιά Ήπειρο.

Δεύτερον, αναπτύσσεται όχι ο παραδοσιακός ευρωσκεπτικισμός, αλλά ένα είδος ευρωάρνησης.
Η τάση αυτή σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη κεφαλαιοποιείται πολιτικά κυρίως από τα ακροδεξιά-εθνικιστικά κόμματα, τα οποία περισσότερο ή λιγότερο έντονα θέτουν ζήτημα αποχώρησης τουλάχιστον από την Ευρωζώνη.

Τρίτον, η μετάλλαξη της ΕΕ των εθνών σε “γερμανική Ευρώπη” έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση των εθνικών αντιθέσεων και τη διάβρωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Αυτά με τη σειρά τους προκαλούν την ανάπτυξη όχι μόνο της ευρωάρνησης, αλλά ταυτοχρόνως και αντιγερμανικού κλίματος.
Η “γερμανική Ευρώπη” και οι αντιδράσεις
Ήταν αναπόφευκτο.
Τα στοιχεία αποδεικνύουν πως ο μεγάλος κερδισμένος από την καθιέρωση του ευρώ είναι η Γερμανία.
Είναι η αναμφισβήτητη οικονομική υπερδύναμη στη Γηραιά Ήπειρο.
Το Βερολίνο συμπεριφέρεται όλα αυτά τα χρόνια με έκδηλο οικονομικό εθνικισμό.

Αναλόγως, μάλιστα, με το τι κάθε φορά την συμφέρει, άλλοτε κρύβεται πίσω από την ΕΕ και άλλοτε δρα μονομερώς ή με επιλεκτικές συμμαχίες.

Το Brexit ήταν το πρώτο καίριο πλήγμα στην αλαζονική μακαριότητα του ευρωιερατείου.

Η εκλογή του Τραμπ ήταν το δεύτερο όχι μόνο επειδή επιβεβαίωσε το ρεύμα, αλλά και επειδή απειλεί να ανατρέψει το παραδοσιακό πλαίσιο των ευρωαμερικανικών σχέσεων, όπως φάνηκε καθαρά και στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.

Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Στρέφεται, μάλιστα, ευθέως εναντίον της Γερμανίας, κατηγορώντας την -όχι αδίκως- ότι εκμεταλλεύεται τους εταίρους της και χρησιμοποιεί το ευρώ για να συσσωρεύει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα.

Το τρίτο πλήγμα ήταν η επικράτηση του “όχι” στο ιταλικό δημοψήφισμα που κατέστησε εύθραυστη την πολιτική σταθερότητα στη γειτονική χώρα.

Αντιμέτωπη με το κλίμα ευρωάρνησης, με τις αντιθέσεις των κρατών-μελών, με την αμερικανική πίεση και με την άνοδο της αντισυστημικής ψήφου, η ΕΕ-Ευρωζώνη έχει περιέλθει σε κρίση. Είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού τα εσωτερικά ρήγματα.

Η ομάδα του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία) δίνει σε σημαντικό βαθμό τον τόνο στην Ανατολική Ευρώπη.

Οι λαοί αυτοί έχουν λιγότερα από 30 χρόνια που απέκτησαν την πραγματική ανεξαρτησία τους και είναι κατά κανόνα απρόθυμοι να παραδώσουν εθνική κυριαρχία στο ευρωιερατείο.

Αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος εκδήλωσε μία δειλή τάση αυτονόμησης από τη γερμανική ηγεμονία.