Άρθρο του Γ.Γ. Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Λευτέρη Κρέτσου, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
Όταν χρησιμοποιούμε μια δωρεάν υπηρεσία, για παράδειγμα ένα web mail, συνδεόμαστε σε μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης για να αναρτήσουμε κείμενα και φωτογραφίες, σπάνια αναρωτιόμαστε γιατί η υπηρεσία αυτή είναι δωρεάν. Αν το επιχειρήσει κάποιος σε πρώτη ανάγνωση, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να είναι δωρεάν γιατί οι μεγάλες εταιρείες βγάζουν κέρδη από το χρηματιστήριο και από τη διαφήμιση. Άρα ο χρήστης δεν χρειάζεται να πληρώνει. Και ως ένα βαθμό είναι αλήθεια. Η χρηματιστηριακή αξία για παράδειγμα των 4 τεχνολογικών τιτάνων της Amazon, Apple, Facebook, Google αντιστοιχεί στα επίπεδα του ΑΕΠ της Ινδίας των 1,3 δισεκατομμυρίων κατοίκων, δηλαδή πάνω από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Ξεχνάμε όμως το γεγονός, ότι το περιεχόμενο το προσφέρει ο ίδιος ο χρήστης, με τις αναρτήσεις του, με τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Χωρίς αυτό το περιεχόμενο, οι πλατφόρμες είναι άδεια πουκάμισα. Γιατί και στο χρηματιστήριο και στους διαφημιστές πουλάνε στην πραγματικότητα τον ίδιο τον χρήστη. Μέχρι ένα σημείο, το σύστημα αυτό λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί για όλους, οι εταιρείες έχουν κέρδη και ο χρήστης δωρεάν ή φθηνές υπηρεσίες.
Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, έχουν προκύψει σημαντικά προβλήματα που η πολιτεία και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν αρχίσει να εξετάζουν ενδελεχώς σε μια προσπάθεια περιορισμού της κυριαρχίας των πολυεθνικών μεγαθηρίων στον τομέα των τεχνολογιών διαχείρισης της πληροφορίας, των δεδομένων και της επικοινωνίας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η πρόσφατη απόφαση έξωσης (μη ανανέωση της άδειας λειτουργίας) της Uber Technologies από το Λονδίνο, καθώς και το πρόσφατο πρόστιμο 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού στην Alphabet, μητρική εταιρεία της Google. Το πρόστιμο βασίστηκε στην εκτίμηση ότι η εταιρεία μπορεί να κατευθύνει τους χρήστες του διαδικτύου στην δική της υπηρεσία αγορών, το Google Shopping, εκμεταλλευόμενη την κυριαρχία της στην online αναζήτηση. Αντίστοιχα παραδείγματα που εκδηλώνουν την ανησυχία και το ενδιαφέρον των εθνικών κυβερνήσεων για τις εξελίξεις αποτελούν:
– ο νέος νόμος για την ενίχυση της προστασίας δεδομένων στη ψηφιακή εποχή στη Βρετανία,
– η πρόταση του Γερμανού Υπουργού Δικαιοσύνης Χέικο Μαας για τη ρύθμιση της χρήσης των αλγόριθμων,
– η πρόσφατη αναγνώριση στην Ε.Ε. του συμφέροντος της πολιτιστικής εξαίρεσης, όπου η Ελλάδα επαιξε κομβικό ρόλο (απόφαση στα πλαίσια της αναθεώρησης της Οδηγίας για τα Οπτικοακουστικά Μέσα),
– η πρόθεση φορολόγησης των οπτικοακουστικών υπηρεσιών στη χώρα, όπου διανέμονται και όχι εκεί όπου έχουν την έδρα τους για τις επιγραμμικές πλατφόρμες VOD και SVOD, όπως η Netflix και η Amazon),
– η έκδοση στη Γαλλία δυο διαταγμάτων σύμφωνα με τα οποία το YouTube, το Amazon Video, Netflix ή το Twitch θα πρέπει από το 2018 να πληρώνουν ένα διαφημιστικό φόρο στη Γαλλία για τη χρηματοδότηση της οπτικοακουστικής παραγωγής,
– η πρόσφατη θεσμοθέτηση της SESTA (the Stop Enabling Sex Traffickers Act) στις ΗΠΑ με στόχο τον περιορισμό διαφημιστικών αναρτήσεων στο διαδίκτυο που προάγουν τη σεξουαλική εκμετάλλευση,
– το σχέδιο της ευρωπαϊκής οδηγίας για την καθιέρωση «Κοινής Φορολογικής Βάσης για τις Εταιρίες» (ACCIS).
Προσπαθώντας να κατηγοριοποιήσουμε τα ζητήματα που προκύπτουν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες όπου η ρύθμιση είναι απαραίτητη στο πεδίο της ψηφιακής και οπτικοακουστικής πολιτικής. Κατηγορίες που σχετίζονται με τη λειτουργία των λεγόμενων GAFA (από τα αρχικά των εταιρειών Google, Apple, Facebook, Amazon, αλλά φυσικά δεν πρόκειται μόνο για αυτές): τα πνευματικά δικαιώματα, τη φορολόγηση τους και τη σημασία τους στην καταπολέμηση της διασποράς των fake news.
Η πρώτη κατηγορία αφορά την τη χρήση δημοσιογραφικού υλικού από τους λεγόμενους «news aggregators», πλατφόρμες δηλαδή όπου δημοσιεύονται συγκεντρωτικά ειδήσεις από διαφορετικά ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης. Με βάση το ισχύον Ευρωπαϊκό (αλλά και Εθνικό) Δίκαιο, οι aggregators δεν υποχρεούνται σε καταβολή τιμήματος για πνευματικά δικαιώματα για το υλικό που σωρεύουν στην ιστοσελίδα τους.
Πολύ σύντομα η κατάσταση αυτή ενδέχεται να αλλάξει – η σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία είναι υπό αναθεώρηση, ενώ και οι σύλλογοι των Γερμανών εκδοτών έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας να υιοθετηθεί ένα μοντέλο αποζημίωσης τόσο των ίδιων, όσο και των αρθρογράφων, για το υλικό τους που αξιοποιείται από τους aggregators των μεγάλων παικτών του χώρου, όπως για παράδειγμα είναι η Google και η Microsoft.
Σε ό,τι αφορά το ευρύτερο νομικό πλαίσιο, τα θέματα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου και τα δικαιώματα των δημιουργών των κειμένων που ενσωματώνονται σε αυτά, αναφέρονται στην πνευματική ιδιοκτησία που αποτελεί τον δεύτερο πόλο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας μαζί με την βιομηχανική. Με την πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης.
Το δικαίωμα αποκτάται μόνο με τη δημιουργία, χωρίς να χρειάζεται υποβολή του έργου σε κάποιο μητρώο ή έκδοση κάποιου πιστοποιητικού. Αυτή είναι και η διαφορά απόκτησης της πνευματικής ιδιοκτησίας από την βιομηχανική ιδιοκτησία, δηλαδή οι διατυπώσεις (σήματα, πατέντες, διπλώματα ευρεσιτεχνίας κλπ).
Όσον αφορά δε, στα θέματα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας έχει θεσπιστεί ένα σύνολο κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών που με την συνδρομή του αρ. 28 του Συντάγματος έχουν εφαρμογή στο Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα και κατευθύνουν τον Έλληνα νομοθέτη ως προς τις επιλογές του για τη ρύθμιση της πνευματικής ιδιοκτησίας στη χώρα μας. Ειδικότερα, συνθήκες όπως εκείνες της Βέρνης, της Ρώμης και της TRIPS (διεθνής συνθήκη προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας εν γένει, με ιδιαίτερη έμφαση στη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) προστατεύουν πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών και εξασφαλίζουν την με ίδιους κανόνες αντιμετώπιση ανάλογων ζητημάτων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η θέση της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας είναι πως αναγκαία συνθήκη για την ποιοτική αναβάθμιση του ενημερωτικού προϊόντος, στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια, είναι η διασφάλιση ότι οι δημοσιογράφοι και εκδότες που παράγουν και δημοσιεύουν ειδήσεις και αναλύσεις θα αμείβονται δίκαια για το λειτούργημα που ασκούν. Δεν θεωρούμε ότι η ενδεχόμενη καταβολή ενός λογικού τιμήματος στους δημιουργούς, από μέρους των news aggregators, ενδέχεται να πλήξει την ελευθερία του λόγου, ή να περιορίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών σε ποιοτικές ειδήσεις. Το εντελώς αντίθετο.
Εκτιμούμε πως το κλείσιμο νομικών «παραθύρων» που επιτρέπουν στον έναν φορέα να θησαυρίζει αξιοποιώντας το υλικό που παράγει άλλος, θα συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός υγιούς ενημερωτικού οικοσυστήματος – γεγονός που είναι προς το συμφέρον όλων, τόσο των πολιτών, όσο και των επιχειρήσεων – μικρών και μεγάλων – που δραστηριοποιούνται στο χώρο των ΜΜΕ. H πληρωμή των εφημερίδων και πρακτορείων ειδήσεων για την δημοσίευση αποσπασμάτων των άρθρων τους στο διαδίκτυο είναι ένα λογικό αίτημα που συμβάλλει στην κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας και του πλουραλισμού στο χώρο της ενημέρωσης.
Η δεύτερη κατηγορία είναι η φορολόγηση των κερδών των κολοσσών του διαδικτύου στο ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτήν την στιγμή οι γίγαντες του Διαδικτύου κάνουν χρήση των «μηχανισμών φορολογικής βελτιστοποίησης». Τα διαφυγόντα φορολογικά έσοδα για τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι τεράστια, αφού αυτές οι εταιρείες επιλέγουν έδρες και εκδίδουν τιμολόγια σε χώρες με χαμηλότερη φορολόγηση.
Πρόσφατα ο Πιερ Μοσκοβισί τόνισε στην «Le Monde» ότι η απώλεια κέρδους για τις φορολογικές αρχές στην ‘Ενωση είναι μεγαλύτερη των 5 δισεκατομμυρίων ετησίως. Σύμφωνα με μία έκθεση του σοσιαλιστή ευρωβουλευτή Πωλ Τανγκ, η Ε.Ε. στο διάστημα 2013 με 2015 έχασε 5,4 δις ευρώ από φόρους στη Google και το Facebook. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι ίσως συντηρητικές αν αναλογιστούμε για παράδειγμα ότι η Amazon αποτελεί πλέον τον μεγαλύτερο retailer παγκοσμίως ξεπερνώντας ακόμη και τη Wal-Mart, καθώς και ότι όλες αυτές οι εταιρίες μπαίνουν δυναμικά σε πολλές νέες αγορές και κυριαρχούν στο cloud computing και στην αγορά δεδομένων με την καθιέρωση disruptive συσκευών και λογισμικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2008 η Amazon έχει καταβάλλει μόλις 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε φόρους στις ΗΠΑ, όταν η Wal-Mart για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πλήρωσε φόρους της τάξεως των 64 δισεκατομμυρίων.
Στην Ευρώπη και ειδικά στη Γαλλία πληθαίνουν οι φωνές υπέρ της θεσμοθέτησης νέων φόρων στο YouTube ή στο Netflix και το Snapchat με στόχο την αποκάλυψη του πραγματικού κύκλου εργασιών τους. Υπάρχουν βέβαια και αντίθετες απόψεις για τα ωφελήματα ενός τέτοιου εγχειρήματος. Για εκείνους στη Γαλλία που είναι αντίθετοι με τον φόρο You Tube, ο φόρος αυτός διατρέχει τον κίνδυνο «να επηρεάσει και να τιμωρήσει» τους γάλλους παίχτες στον τομέα του vidéo, όπως είναι το DailyMotion. Σύμφωνα με τον τέως υφυπουργό Προϋπολογισμού της χώρας, Κριστιάν Εκέρ, ο φόρος 2% στο YouTube θα απέδιδε μόνο ένα εκατομμύριο ευρώ στα δημόσια έσοδα, ποσό όχι ιδιαίτερα σημαντικό για μια χώρα που φέτος έχει δεσμεύσει 3,9 δισεκατομμύρια ευρώ για τη δημόσιους φορείς ραδιοτηλεόρασης και ενημέρωσης.
Υπενθυμίζεται ότι η γαλλική κυβέρνηση υπέστη πρόσφατη ήττα, όταν το διοικητικό δικαστήριο του Παρισιού αποφάσισε ότι η Google δεν θα φορολογηθεί στη Γαλλία για την περίοδο 2005-10 και ότι δεν μπορεί να της επιβληθεί φόρος ύψους 1,115 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η απόφαση αυτή ήταν ιστορικής σημασίας γιατι αποκάλυψε τα περιθώρια επιτυχίας που έχουν τα μεμονωμένα κράτη-μέλη της Ένωσης, όσο μεγάλα και αν είναι αυτά, να αντιμετωπίσουν υποθέσεις δικαστικής αντιδικίας με πολυεθνικούς κολοσσούς στο χώρο της πληροφορικής και επικοινωνιών.
Η κατάσταση όμως αλλάζει όταν τα κράτη-μέλη της ΕΕ συντονίζουν τις δράσεις τους και μπαίνουν στην μάχη με περισσότερους συμμάχους και ενιαία προσέγγιση. Η χθεσινή πρόταση Μακρόν για τη φορολόγηση των GAFA στη Σύνοδο του Ταλίν δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, αλλά είναι αποτέλεσμα της κινητικότητας, των διαμαρτυριών και των πολιτικών διεργασιών που στοχεύουν σε ένα νέο μοντέλο ρύθμισης της διαχείρισης των δεδομένων, της πληροφορίας και της κυβερνοασφάλειας στην Ευρώπη.
Για παράδειγμα σε πρόσφατη (8/9/2017) κοινή δήλωση τους προς την Εσθονική Προεδρία οι Υπουργοί Οικονομικών της Γαλλίας, Γερμανίας, Ισπανίας και Ιταλίας έθεσαν το ζήτημα των μεγαθηρίων του διαδικτύου σε νέα βάση: «Δεν δεχόμαστε πια αυτές οι εταιρίες να δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη και να πληρώνουν τόσα λίγα σε φορολογία». Η πρόταση της Γαλλίας κερδίζει συνεχώς έδαφος και έχει ήδη γίνει ευπρόσδεκτη από την Κομισιόν και απολαμβάνει της στήριξης άλλων 9 τουλάχιστον κρατών-μελών. Η εναρμόνιση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, του πώς ορίζεται το φορολογητέο κέρδος σε κάθε ένα από τα 28 κράτη-μέλη, ανεξαρτήτως του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η κάθε εταιρεία, βρίσκεται πλέον στην ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη.
Για την εναρμόνιση αυτή θα χρειαστεί η εφαρμογή ενός νέου κριτηρίου που θα επιτρέπει να ορίσουμε τι συνιστά «μόνιμη εγκατάσταση», δεδομένης της άυλης φύσης των δραστηριοτήτων τους. Θα χρειαστεί να αποτιμάται η «ψηφιακή παρουσία» μιας εταιρείας σε μια χώρα. Ελάχιστη σημασία έχει η τιμολόγηση των διαφημιστικών συμβολαίων διαφημιζόμενων που εκδίδονται σε άλλη χώρα, όπως για παράδειγμα είναι η περίπτωση της Google, της οποίας η εμπορική έδρα είναι στην Ιρλανδία: Αυτές οι εταιρείες θα φορολογούνται στη βάση συλλογής και εκμετάλλευσης των δεδομένων των χρηστών τους σε κάθε χώρα όπου γίνεται χρήση των υπηρεσιών τους.
Πρακτικά υπάρχουν τα παραδοσιακά κριτήρια που επιτρέπουν να αξιολογήσουμε τη δραστηριότητα μιας εταιρείας σε μια χώρα: το ενεργητικό, τα κτήρια και τα εργοστάσια, το προσωπικό και οι πωλήσεις, δηλαδή ο κύκλος εργασιών. Το τέταρτο, το «ψηφιακό κριτήριο» θα μετρά τον όγκο των συλλεγόμενων προσωπικών δεδομένων, που αποτελεί και το μόνο στοιχείο που δεν μπορεί να απομακρυνθεί. Για παράδειγμα, μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτυώσης θα πληρώνει σε κάθε χώρα φορολογία με βάση των αριθμό των κατοίκων που έχουν εγγραφεί σε αυτό.
Υπάρχουν βέβαια τεχνικά εμπόδια στην υλοποίηση αυτής της πρότασης, ειδικά αν είναι εύκολο για τις στοχευόμενες εταιρείες να χρησιμοποιήσουν την ίδια τους την τεχνολογία για να ξεπεράσουν τις όποιες «μετρήσεις».
Σε κάθε περίπτωση, είτε επιβληθεί φόρος στο τζίρο που εξασφαλίζουν οι GAFA σε κάθε μέλος της Ένωσης, είτε τελικά προκύψει μια αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος επί των κερδών των GAFA σε επίπεδο Ένωσης δεν είναι σίγουρο ότι πρόκειται για μια πρόταση που θα μπορούσε να υλοποιηθεί εύκολα. Και αυτό γιατί, όποια προσέγγιση προκριθεί θα πρέπει να συμφωνηθεί και από τους 27. Η ομοφωνία από τα κράτη-μέλη είναι και αναγκαία και ικανή συνθήκη για να προχωρήσει κάτι στην ΕΕ σε ζητήματα φορολογίας, όπως έδειξε η εμπειρία με τη Netflix, που η ευρωπαϊκή της έδρα βρίσκεται στην Ολλανδία. Επιπλέον αν δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση θα οδηγηθούμε στη δημιουργία ενός νέου είδους «ψηφιακού χάσματος» ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς εταίρους αυτήν την φορά, στο κομμάτι της φορολόγησης.
Η φορολόγηση των GAFA, πιθανόν, όμως, να αποτελέσει κι ένα γενναίο βήμα προς ένα τομέα που έχει μείνει μετέωρος μετά την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, την Φορολογική Ένωση. Τα πράγματα βέβαια γίνονται πιο επιτακτικά και ίσως περισσότερα περίπλοκα, όταν στις ΗΠΑ υπάρχουν επίσημες προτάσεις για ένα νέο παγκόσμιο race to the bottom με στόχο η φορολογία των επιχειρήσεων να μειωθεί στο 15% και όταν χώρες, όπως η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία ακολουθούν πρακτικές που ευνοούν τις GAFA παρά το γεγονός ότι οι θέσεις τους έχουν μαλακώσει μετά το σκάνδαλο LuxLeaks του 2015.
Η τρίτη κατηγορία είναι η ευθύνη των μεγάλων εταιρειών στην διάδοση της προπαγάνδας, των ψεύτικων ειδήσεων, της παραπληροφόρησης. Όπως και να το ονομάσει κανείς, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Μέχρι πρόσφατα, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αρνούνταν κάθε ευθύνη αλλά τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων ανάγκασαν μια εταιρεία του μεγέθους του Facebook να παραδεχθεί ότι υπάρχει πρόβλημα: ανακάλυψε μια «επιχείρηση», πιθανόν με βάση τη Ρωσία, στο πλαίσιο της οποίας δαπανήθηκαν 100.000 δολάρια για χιλιάδες διαφημίσεις που απευθύνονταν προς το κοινό στις ΗΠΑ και προωθούσαν διχαστικά κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα για μια περίοδο δύο ετών, έως τον Μάιο. Τα στοιχεία παραδόθηκαν στο αμερικανικό Κογκρέσο και στον ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Μύλερ που ερευνά την ανάμιξη «ξένων κέντρων» στις αμερικανικές εκλογές.
Στο μεγάλο ερώτημα, εάν το Facebook συμμετείχε ως πλατφόρμα σε εκστρατείες παραπληροφόρησης και διάδοσης ψευδών ειδήσεων, η ίδια η εταιρεία, μόλις απάντησε: ναι. Και δεν είναι μόνο το Facebook βεβαίως. Υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί παίχτες, όπως η Microsoft, Amazon, Verizon (AOL/ Yahoo), Twitter, Snapchat. Η Facebook και η Google όμως κατέχουν στις ΗΠΑ το 63,1% της διαφημιστικής αγοράς στο διαδίκτυο και σύμφωνα με εκτιμήσεις το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς τους θα ανέλθει στο 75% το 2019. Ο κόσμος του διαδικτύου θα είναι ένας όχι τόσο ωραίος κόσμος που θα επηρεάσει τον πραγματικό κόσμο αν η Facebook και η Google και οι άλλες μεγάλες εταιρίες πληροφορικής επιτρέψουν σε όποιον έχει χρήματα να δηλητηριάζει τη δημόσια ζωή με ρατσιστικά διαφημιστικά μηνύματα και ιδέες.
Το επιχείρημα περί ευρωπαϊκού προστατευτισμού όταν τίθενται αυτές οι ανησυχίες είναι έωλο. Στην μάχη κατά του μίσους και του ρατσισμού δεν υπάρχει δεύτερος ή τρίτος δρόμος. Αν οι GAFA έχουν την υπεροχή να ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τον τρόπο επικοινωνίας των πολιτών και διαθέτουν τη δύναμη να κινητοποιούν τη συλλογική δράση και να ορίζουν το πώς ψηφίζουν οι πολίτες, όπως ίσως έδειξε η εμπειρία με το Brexit, τότε υπάρχει μεγάλη ανάγκη ρύθμισης, μεγαλύτερης διαφάνειας και προστασίας όλων αλλά κυρίως των παιδιών.
Είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό ότι οι regulators δείχνουν προσφάτως ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σε αυτό το ζήτημα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η νέα Επίτροπος Ψηφιακών θεμάτων, Μαρίγια Γκάμπριελ αποφάσισε να οργανώσει μια επιτροπή ειδικών για τα θέματα της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Τους επόμενους δύο ή τρεις μήνες θα προετοιμάσει, επίσης, ένα κείμενο μια δημόσια διαβούλευση ώστε να προχωρήσει σε σύνταξη πρότασης οδηγίας. Ήδη από το 2015, το Συμβούλιο είχε ζητήσει από την Ύπατη Εκπρόσωπο, Φεντέρικα Μογκερίνι να ετοιμάσει ένα πλάνο στρατηγικής επικοινωνιακής δράσης για να αντιμετωπίσει καμπάνιες παραπληροφόρησης. Σε αυτό το πεδίο βέβαια οι GAFA έχουν να επιδείξουν πολλαπλές δράσης καταπολέμησης της διασποράς ψευδών ειδήσεων και της ρητορικής του μίσους. Πρέπει όμως να γίνουν περισσότερα και να υπάρξει μεγαλύτερη συνεργασία με τους αρμόδιους εθνικούς και υπερεθνικούς φορείς ρύθμισης.
Η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ανοίξει. Υπάρχουν και άλλα, μείζονος σημασίας θέματα, τα οποία συνδέονται με τη λειτουργία των GAFA σε ευρωπαϊκό κυρίως επίπεδο, και τα οποία φαίνεται ότι θα κυριαρχήσουν στην ατζέντα των επόμενων Συνόδων Κορυφής και στις προγραμματισμένες συναντήσεις των G20. Η χώρα μας παρακολουθεί τις εξελίξεις και θα προσέλθει στο διάλογο με θέσεις και προτάσεις που φιλοδοξούμε να έχουν πρώτα συζητηθεί σε εθνικό επίπεδο. Το βήμα είναι πλέον ανοικτό.
Πηγή:http://www.koutipandoras.gr/