ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε σύμφωνα με τον τέταρτο τρόπο θεωρήσεως του Αγίου Μαξίμου στην προοπτική της “Μυσταγωγίας” του, ότι η Εκκλησία είναι και εικόνα του ανθρώπου! Υπ’ αυτήν την σκοπιά, αν λέγαμε, ότι το θεσμικό μέρος της Εκκλησίας συνιστά την ανθρώπινη φύση εξεικονιζόμενο με το σώμα του ανθρώπου, το οποίο όμως με την πτώση κατέστη τρεπτό και γι’ αυτό παθητό. Και συχνά πάσχει επειδή δεν λειτουργούν σωστά οργανικά συστήματα, όργανα, ιστοί ή ακόμη οι βασικές και λειτουργικές μονάδες τα κύτταρά του εξαιτίας βλάβης που επάγει την απόπτωση αλλά και τον θάνατο. Ή επειδή τείνει στην φθορά αμύνεται μπροστά στον θάνατο προσπαθώντας να κρατήσει τις λειτουργίες του στα πλαίσια της φυσικής νομοτέλειας που έθεσε ο Δημιουργός. Ο χαρισματικός όμως χαρακτήρας της Εκκλησίας εξεικονίζεται με την ευγενή ψυχή λόγω “καταγωγής” της που έχει νου, λόγο και πνεύμα επειδή έχει την αναφορά της στον Θεό Πατέρα που είναι και ονομάζεται Νούς, δια του Υιού του που ονομάζεται και είναι Λόγος στον Οποίο η προσαγωγή μας γίνεται εν Αγίω Πνεύματι, διότι“πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν”(Ιω. 4,24).
Γράφει ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος· «Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, μολονότι στὸ κατώτερο μέρος της ἔχει γνωρίσματα μὲ τὴν ψυχὴ τῶν ζώων στὸ ἀνώτερο μέρος της εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀσύγκριτη». Ἡ ἰδιαιτερότητά της βρίσκεται στὴ δύναμι ποὺ φύσηξε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὅταν τὸν ἔπλασε. Τὸ ἀπόρρητο καὶ ζωαρχικὸ ἐκεῖνο πνεῦμα ποὺ μᾶς ἐνεφύσησε ὁ Θεὸς «ὡς δύναμη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, γνωρίζει τὸν Θεό, ἐπιζητεῖ τὸν Θεὸ καὶ βρίσκει ἀνάπαυση μόνο κοντὰ στὸν Θεό». Βέβαια πνεῦμα ὀνομάζει ὁ ὅσιος Θεοφάνης τὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς, αὐτὸ ποὺ τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ζῶα, σύμφωνα ὅμως μὲ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες ἡ ψυχὴ ἔχει καὶ πνεῦμα μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια.
Γιατὶ τὴ βλέπουμε νὰ ἔχει λογικὴ καὶ νοερὴ ζωή, ἡ ὁποῖα εἶνα φανερὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ σώματος καὶ ὅσων ἐνεργοῦνται διὰ τοὺ σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν διαλύεται τὸ σῶμα, δὲ διαλύεται μαζὶ κι αὐτή. Κι ὄχι μόνο δὲ διαλύεται μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ παραμένει ἀθάνατη».
Όπως λοιπόν υπάρχει διαφορά στο βιολογικό μας σώμα από την ψυχή έτσι υπάρχει διαφορά στην πνευματική φύση της Εκκλησίας και στο ανθρώπινο θεσμικό της μέρος που είναι τρεπτό και γι’ αυτό παθητό, υπόκειται στα πάθη, αμύνεται προς τον πνευματικό θάνατο με το να κρατά την ομολογία της εξ αποκαλύψεως πίστης δια της οποίας έχουμε την αναφορά μας στον Θεό και Πατέρα και δια της οποίας σωζόμεθα·“Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰτοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν”(Ρωμ. 5, 1-2).
Ο Μέγας της Καισαρείας διδάσκαλος και ιεράρχης Βασίλειος επισημαίνει: «Από πού είμεθα εμείς Χριστιανοί; Από την πίστιν, θα έλεγεν ο καθένας. Με ποιόν δε τρόπον σωζόμεθα; Ασφαλώς με το να αναγεννηθώμεν δια της Χάριτος του Βαπτίσματος. Διότι με ποιόν άλλον τρόπον θα εσωζόμεθα; Κατόπιν λοιπόν, αφού έχομεν ιδή να επιβεβαιώνεται αυτή η σωτηρία «δια Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος», θα εγκαταλείψωμεν τον τύπον τα διδασκαλίας τον οποίον παρελάβομεν; Θα ήτο άξιον πολλών στεναγμών, αν συνέβαινε να απομακρυνθούμεν από την σωτηρίαν μας περισσότερον τώρα, παρά όταν επιστεύσαμεν, αν αυτά που τότε παρεδέχθημεν, τα αρνούμεθα τώρα. «Είναι ίση η ζημία με το να αποθάνη κανείς χωρίς να βαπτισθή, και με το να δεχθή κάτι που απουσιάζει από την παράδοσιν». Και την ομολογίαν την οποίαν καταθέσαμεν κατά την πρώτην είσοδόν μας εις την Εκκλησίαν, όταν αφού εγλυτώσαμεν από τα είδωλα ήλθαμεν εις τον ζώντα Θεόν, αν δεν την κρατά κανείς εις κάθε καιρόν και δεν την προσέχη εις όλην του την ζωήν ως ασφαλές φυλακτόν, αποξενώνει τον εαυτόν του από τας επαγγελίας του Θεού, και αντιτίθεται προς τη ιδίαν την υπογραφήν του, την οποίαν έθεσε όταν κατά το βάπτισμα ομολογούσε την πίστιν.
Διότι αν το βάπτισμα είναι η αρχή της ζωής μου, και πρώτη μεταξύ των ημερών είναι η ημέρα εκείνη της αναγεννήσεως, είναι φανερόν ότι και η πλέον τιμημένη έκφρασις απ’ όλας είναι εκείνη που εξεφωνήθη, όταν εδεχόμουν την Χάριν της υιοθεσίας. Αυτήν (την σωτήρια ομολογία) λοιπόν που με ωδήγησεν εις το φώς, την Παράδοσιν που μου εχάρισε την γνώσιν του Θεού, με την οποίαν έγινα παιδί του Θεού εγώ ο εξ αιτίας της αμαρτίας εχθρός, αυτήν λοιπόν θα την προδώσω και θα παρασυρθώ από τας αστηρίκτους υποθέσεις των;
Αλλά και δια τον εαυτόν μου εύχομαι με αυτήν την ομολογίαν να υπάγω προς τον Κύριον και αυτούς τους προτρέπω να διατηρήσουν την πίστιν αλώβητον μέχρι της ημέρας της επιφανείας του Χριστού, και να φυλάξουν το Πνεύμα αχώριστον από του Πατρός και του Υιού. Θα διατηρήσουν έτσι την κατά το βάπτισμα διδασκαλίαν και όταν ομολογούν την πίστιν τους και όταν αναπέμπουν δοξολογίαν» (Μ. Βασιλείου περί Αγίου Πνεύματος).
Η διατύπωση αυτή του Μεγάλου Βασιλείου στο πρωτότυπο· «την επί του βαπτίσματος διδασκαλίαν εν τε τη ομολογία της πίστεως διατηρούντας, και εν τη της δόξης αποπληρώσει» που σημαίνει ταυτότητα πίστεως στην ομολογία για το βάπτισμακαι εφ’ όρου ζωής στην πολιτεία μας καθώς καιστην Αγία Αναφορά, την οποία προσφέρει κλήρος και λαός ως Σώμα Χριστού που είναι η κατ’ εξοχήν δοξολογία της Εκκλησίας, -αυτή η διατύπωση του ιερού Πατρός, επισημαίνω εν προκειμένω, αν θέλουμε να εκφράζουμε την Παράδοση και να είμαστε επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι- δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο τα μυστήρια των ετεροδόξων.
Πρώτον: Λοιπόν αυτό! Δεν μας επιτρέπεται να ενεργούμε διαφοροτρόπως ως προς την αποδοχή των μυστηρίων στους όποιους αιρετικούς, αφού σ’ αυτά εκφράζεται η ίδια κακόδοξη πίστη τους που συνιστά αίρεση ή σωρεία αιρέσεων όπως στον Οικουμενισμό.
Δεύτερον: Αν μια ομολογία δεν έχει Χάρι επειδή δεν ενεργεί σ’ αυτήν ο Παράκλητος που τελεσιουργεί τα μυστήρια τότε και μυστήρια δεν έχει και συνεπώς δεν ομιλούμε για άκυρα μυστήρια αλλά για ανυπόστατα μυστήρια.
Τρίτον: Αν Εκκλησία και Ευχαριστία ταυτίζονται -και όντως έτσι είναι- τότε μία ομολογία δεν είναι Εκκλησία αν δεν έχει Θεία Ευχαριστία και το αντίστροφο αν δεν έχει Θεία Ευχαριστία τότε δεν αποτελεί την Εκκλησία.
Αν όμως δεν μας επιτρέπεται να κρατούμε διαφορετική στάση στα μυστήριά των ετεροδόξων, αυτό που προβάλλεται ως επιχείρημα εναντίον της αποτείχισης ό,τι δεν έχουμε ακόμη κοινό ποτήριο για να υπάρχει μυστηριακή διακοινωνία σαφώς δεν ισχύει. Είναι αστήρικτο θεολογικά και αποτελεί επικίνδυνη παγίδα, στην οποία ήδη έπεσαν από αφέλεια πολλοί πνευματικοί Πατέρες μέσα και έξω από το Άγιον όρος λόγω άγνοιας αλλά και διότι όχι μόνο δεν θέλουν να κατανοήσουν αλλά και επειδή δεν έχουν, ούτε καν, την προαίρεση να ακούσουν. Γι’ αυτό και θα δώσουν λόγο στον Θεό!
Κλείνοντας την σημαντική αυτή παρένθεση, διότι υπ’ αυτή την θεώρηση, τελικά, θα κριθεί αν θα αγωνισθούμε σοβαρά, άρα και η έκβαση του αγώνα, και αργότερα αν οι καταστάσεις επιδεινωθούν, ας μην μεμψιμοιρούν και ρίχνουν τις ευθύνες αλλού, επανερχόμαστε λέγοντας:
Εφ’ όσον λοιπόν οι ετερόδοξες χριστιανικές ομάδες που συνιστούν τελικά αιρέσεις δεν ομολογούν τον Κανόνα της Αληθείας, την Παρακαταθήκη της πίστεως, όπως την διέσωσε διαχρονικά και μας την ενεχείρισε η Ιερά Παράδοσις υπάρχει περίπτωση στα πλαίσια της βαπτισματικής «θεολογίας» να δεχθούμε το αντίστροφο του αποστολικού λόγου «μία πίστις, εν βάπτισμα»(Εφ.4,5), δηλαδή, εν Βάπτισμα, μία πίστις; Σαφώς Όχι!
Η προσβολή στο σώμα του Χριστού της αίρεσης του Οικουμενισμού, ενώ μέχρι πρό τίνος δρούσε διαχυτικά και λειτουργούσε ανεπαίσθητα -διαπερνούσε, δηλαδή, τόσο μόνο απ’ όπου έβρικε την δυνατότητα – στο μέτρο που της πρόσφεραν ανοίγματα όσοι επίσκοποι δεν φύλασσαν καλώς το ποίμνιο, οι οποίοι, βέβαια, με το χαλαρό τους πνεύμα δεν συνιστούσαν αποφρακτικές ζώνες για τις «νεοπατερικές» κακοδοξίες που διακινούσαν πρόσωπα φορτισμένα με το φράγκικο πνεύμα αλλά κατέστησαν συν τω χρόνω το ποίμνιο ευάλωτο αφού το έκαναν να χάσει το ορθόδοξο πνευματικό του αισθητήριο, τώρα με την σύνοδο στο Κολυμβάρι τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή, προς πνευματικό θάνατο. Διότι επέδρασε ως τοξικό χημικό ερέθισμα στον οργανισμό της Εκκλησίας. Με αυτήν όχι μόνο άνοιξαν ακαριαία οι δίαυλοι και να γίνει αιφνίδια εισροή πλήθους εξωεκκλησιασικών στην πραγματικότητα οικουμενιστικών στοιχείων στο εσωτερικό μυστικό Σώμα της αλλά και επειδή ενώ πάντοτε αντιδρούσε τώρα δεν μπορεί να αντιδράσει για τους παραπάνω λόγους.
Αλλοίμονο, δεν μπορεί πλέον να αντιδράσει κανείς, όχι μόνο επειδή οι ποιμένες της έχουν πνευματικά συρρικνωθεί και έχουν χαλαρώσει τελείως οι συνάψεις μεταξύ τους ώστε να αντισταθούν από κοινού στην εισβολή του τοξικού οικουμενιστικού πνεύματος που παρεισέφρυσε αλλά και συσσωματώθηκαν οι ταλαίπωροι ως καρκινικό μόρφωμα που χρειάζεται αφαίρεση με κόψιμο και καυστική ακτινοβολία για να μην γίνει στην συνέχεια μετάσταση!
Καταιγίδα με αποτέλεσμα να κινδυνεύει ο οργανισμός από εσωτερική ρήξη των πνευματικών του κυττάρων. Αν και το κακό δεν είναι τωρινό εισάγοντας η Ιεραρχία παλαιότερα περισσότερους αγίους ανθρώπους από όσους πονηρούς στους κόλπους της μπορούσε να προβάλλει αντίσταση και έτσι κρατούσε την ισορροπία στο εσωτερικό της, τώρα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα αν δεν συνετισθούμε.