Σχόλια για το βιβλίο Dissident Dispatches: An Alt-Right Guide to Christian Theology” του Andrew Fraser, εκδόσεις Arktos 2017, του F. Roger Devlin (Occidental Observer) / ΚΟ

Ο Αυστραλός Andrew Fraser ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του καθηγητής νομικής στο ΠανεπιστήμιοMacquarie του Σίδνεϊ. Τον Ιούλιο του 2005 «δημιούργησε σάλο» με μια επιστολή του σε τοπική εφημερίδα, στην οποία προειδοποιούσε για την εισαγωγή Σουδανών προσφύγων στην Αυστραλία: «Η εμπειρία σε όλο τον κόσμο μας δείχνει ότι ένας μαύρος πληθυσμός που αυξάνει είναι μια σίγουρη συνταγή για την αύξηση της εγκληματικότητας, της βίας και άλλων κοινωνικών προβλημάτων». Η διαμάχη που ξέσπασε γύρω από την επιστολή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Fraser από το πανεπιστήμιο Macquarie.

Το 2011, κυκλοφόρησε το “The WASP Question”, ένα βιβλίο που εξετάζει την αποτυχία των αγγλοσαξόνων σε όλο τον κόσμο – την “αόρατη φυλή” όπως την λέει – να διατηρήσουν μια συνειδητή εθνοτική ταυτότητα και να υπερασπιστούν τα συλλογικά τους συμφέροντα. Γράφει:

«Το καθοριστικό χαρακτηριστικό των WASP είναι ότι είναι πολύ λιγότερο εθνοκεντρικοί από τους άλλους λαούς. Πράγματι, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, οι αγγλοσάξονες προτεστάντες φαίνεται να είναι όλοι τελείως στερημένοι από το αίσθημα αλληλεγγύης που διακρίνει μια ομάδα. Επομένως, είναι ανοικτοί στην εκμετάλλευση από “free riders” (άτομα που δρουν παρασιτικά) από άλλες, πιο εθνοκεντρικές, ομάδες».

Κατά τη διάρκεια της μελέτης της αγγλοσαξονικής καταγωγής, οFraser εκτίμησε το ρόλο που διαδραμάτισε η χριστιανική εκκλησία στο να μετασχηματίσει ένα μάτσο γερμανικών φυλών που συνεχώς τσακώνονταν μεταξύ τους, στο αγγλικό έθνος. Θα ήταν αδύνατο να μαντέψουμε, κοιτώντας το σύγχρονο Χριστιανισμό, ότι η χριστιανική εκκλησία θα μπορούσε ποτέ να υπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό. Η ιδιωτικοποίηση της λατρείας μετά τον «Διαφωτισμό» ήταν τόσο επιτυχημένη, ώστε πολλοί Χριστιανοί φαντάζονται ότι η φύση της πίστης τους είναι απλώς μια ιδιωτική υπόθεση.

Καμία σχέση βέβαια, με αυτό που αποτελεί την αλήθεια. Ο Μεσαιωνικός Χριστιανισμός «ήταν ένας τρόπος ζωής, μια κοινωνία και μια πίστη που ασκείτο δημόσια και ιδιωτικά από όλους τους άνδρες και τις γυναίκες», όπως επισημαίνει ο Fraser. Η Αγία Γραφή δεν «υπηρετούσε απλώς ατομικά τους πιστούς ως μάρτυρες του λόγου και του έργου του Θεού», αλλά και «παρείχε τον ιερό χάρτη» της εκκλησίας. Αλλά αν η χριστιανική εκκλησία είχε τον πρωταρχικό ρόλο στο σχηματισμό του αγγλικού έθνους, η υποχώρηση του χριστιανισμού ως κάτι που ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα, δεν συνέβαλε στην πτώση του περήφανου αγγλοσαξονικού κράτους κατά τις τελευταίες δεκαετίες;

Με τέτοιες ερωτήματα μέσα του, ο Fraser, ήδη σε ηλικία συνταξιοδότησης, πήρε την ασυνήθιστη απόφαση να εγγραφεί ως προπτυχιακός φοιτητής σε μια κοντινή θεολογική σχολή. Η σχολή αποδείχθηκε ότι ήταν μια «εστία πολυπολιτισμικής ιδεολογίας» και κάποια στιγμή αποβλήθηκε για ένα ολόκληρο έτος (!) λόγω παραπόνων περί «μισαλλοδοξίας» που έκαναν οι φοιτητές και οι διδάσκοντες. Αλλά εκείνος επέμεινε, και το 2015 του απονεμήθηκε το Bachelor of Theology.

Το “Dissident Dispatches” είναι το αρχείο των εμπειριών του ως φοιτητής. Το 500 σελίδων βιβλίο περιλαμβάνει κείμενά του για την λήψη του μεταπτυχιακού του (με τα σχόλια του λέκτορά του), απολογισμούς των αψιμαχιών του με την πολιτική ορθότητα και τις προσωπικές του σκέψεις. Είναι δομημένο χρονικά και όχι θεματικά, δίνοντας την αίσθηση ενός ανάμικτου, αλλά συνεπούς, θεολογικού και πολιτικού τρόπου σκέψης. Ακολουθεί απλώς μια περίληψη μερικών από τα κύρια θέματα.

Η επίθεση στη Χριστιανική Εθνότητα

Στους σύγχρονους χριστιανούς αρέσει να εντοπίζουν την «καρδιά του μηνύματος της Αγίας Γραφής» στη δήλωση του Αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες (3:28) ότι «Δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος, ούτε Έλληνας … γιατί όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού». Και το ερμηνεύουν κάπως έτσι: Για ποιο λόγο ο Θεός να στείλει τον Υιό Του στον κόσμο αν όχι για να μας σώσει όλους από το ρατσισμό;

Αλλά όπως επισημαίνει ο Fraser, «Η Αγία Γραφή επαρκώς ορίζει τα έθνη και τους λαούς ως βασικά δομικά στοιχεία στο σύνταγμα της αγίας, καθολικής και αποστολικής εκκλησίας του Χριστού». Από τον «καθορισμό των ορίων των λαών» του Κυρίου που βλέπουμε στο Δευτερονόμιο 32: 8 («…ο Ύψιστος διαμοίρασε τα έθνη…και έστησε τα όρια των λαών») μέχρι το «πορευθέντες» του Χριστού «εις πάντα τα έθνη», στο Ματθαίον 28:19, πουθενά η Αγία Γραφή δεν αντιμετωπίζει την ύπαρξη ξεχωριστών εθνών ως κάτι που είναι αντίθετο με το θέλημα του Θεού. Όλη η Παλαιά Διαθήκη, εξάλλου, απευθύνθηκε σε ένα συγκεκριμένο έθνος.

Αναλογικά, η αποκατάσταση της χριστιανοσύνης για την οποία οFraser ελπίζει, “δεν μπορεί να περιοριστεί στην αναζήτηση μιας απλής προσωπικής σωτηρίας ή σε μια γρήγορη θρησκευτική λύση για καταθλιπτικά και καταπιεσμένα άτομα. Προσφέρει θεραπεία στα έθνη”.

Στους Γαλάτες, ο Παύλος υπενθυμίζει ότι για τον Θεό δεν υπάρχει θέμα εθνικότητας στο ζήτημα της σωτηρίας. Αυτό δεν παρέχει κάποιο «δικαίωμα» για μια αντι-εθνική πολιτική. Εκτός εάν η ρήση του Χριστού «στην ανάσταση, δεν παντρεύονται ούτε παντρεύουν» εγγυάται τη μοιχεία! (Δηλαδή, αφού για τον Θεό ως προς την σωτηρία δεν υπάρχουν έθνη, ας τα… καταργήσουμε από τώρα, άρα και αφού ως προς το πώς θα είμαστε στην Βασιλεία των Ουρανών δεν θα υπάρχει γάμος, ας τον υποτιμήσουμε και ας αθωώσουμε από τώρα την μοιχεία…!).

Ωστόσο, ο σύγχρονος Χριστιανισμός αντιμετωπίζει τον εθνικισμό ως μια κοινωνική αρρώστια και τα εισαγωγικά θεολογικά κείμενα προειδοποιούν τους σπουδαστές να μείνουν μακριά από τα παραδοσιακά συνθήματα όπως «Θεός και Πατρίδα» ή «Θεός, πατρίδα, οικογένεια». Όπως σημειώνει οFraser, «Ακόμη και οι Αγγλικανοί απορρίπτουν την ιδέα ότι η Εκκλησία της Αγγλίας ήταν και πρέπει να είναι και πάλι η Εκκλησία για την Αγγλία και τον αγγλικό λαό”.

Ορισμένες από τις αντι-εθνικές τάσεις σήμερα μπορούν να αποδοθούν στη συνεχιζόμενη επιρροή του Karl Barth (1886 – 1968), του Ελβετού πάστορα που είναι διάσημος για την αντίθεσή του στο κίνημα των “Deutsche Christen” (Γερμανών Χριστιανών) που προσπάθησε να συμβιβάσει τον Χριστιανισμό με τον γερμανικό εθνικισμό. Ο Fraser χαρακτηρίζει τον Barth ως έναν“αριστερό διανοούμενο … με φιλο-σοβιετικές τάσεις” και υπάρχουν πολλά στοιχεία που δικαιολογούν μια τέτοια περιγραφή. Νωρίτερα στην καριέρα του είχε λάβει το παρατσούκλι «ο κόκκινος πάστορας του Safenwil». Το 1948, σε επίσκεψή του στην Ουγγαρία, προέτρεψε τους Ούγγρους χριστιανούς να αναζητήσουν τον «συμβιβασμό» με την κομμουνιστική δικτατορία και παρέμεινε σταθερά σιωπηλός κατά τη διάρκεια της επερχόμενης σοβιετικής εισβολής του 1956. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έγραψε: «Θεωρώ τον αντικομμουνισμό ως ζήτημα αρχής ένα κακό ακόμη μεγαλύτερο από τον ίδιο τον κομμουνισμό».

Ωστόσο, ο Barth επιτέθηκε με δριμύτητα στους Deutsche Christen, περιγράφοντας τη διδασκαλία τους ως “κατάφωρα ανόητη” και“ανεύθυνη ψευτοθεολογία”. Η αντίθεσή του δεν μπορούσε να βασιστεί στη συνενοχή της ομάδας αυτής σε οποιαδήποτε εγκλήματα πολέμου των Ναζί, γιατί συνέταξε την γνωστή“Διακήρυξη του Μπάρμεν” (Barmen Declaration) εναντίον τους ήδη από την Άνοιξη του 1934. Αντίθετα, σύμφωνα με τα λόγια του Fraser, ο Barth:

«… ήταν αποφασισμένος να δείξει ότι η θεολογία πρέπει να αφαιρεθεί από κάθε πολιτισμική ιδιαιτερότητα, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την έννοια του Λόγου και τη διαθήκη που διακηρύσσεται μεταξύ του Θεού και όλων των ανθρώπων. [ΟBarth] διαλύει όλες τις πρωταρχικές βιο-πολιτιστικές διακρίσεις μεταξύ ξένων και γειτόνων, συμπατριωτών και μη, στον κατώτερο κοινό παρονομαστή της «ανθρωπότητας». Στη συνέχεια δηλώνει εντυπωσιακά ότι μια δήθεν θεία εντολή που επιτάσσει την ξενοφιλία να είναι υποχρεωτική για όλους τους χριστιανούς.

Ο Barth δεν θεωρούσε την εθνικότητα ούτε ως κάτι το έμφυτο στην ανθρώπινη φύση ούτε ως μέρος της θείας τάξης του σύμπαντος. ΟBarth θεωρούσε τον εθνικισμό “μια ασθένεια, μια αρρώστια, μια βασική παραμόρφωση του ανθρώπινου πλάσματος”.

Όπως επισημαίνει ο Fraser, πρόκειται για μια σοβαρή εσφαλμένη παρουσίαση της σχέσης μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και των δεσμών αίματος της εθνικής ταυτότητας. Ωστόσο, ο αγώνας του για την ανατροπή της χριστιανικής διδασκαλίας περί των εθνών εξακολουθεί να εξαγιάζεται στα μάτια αμέτρητων χριστιανών εξαιτίας της αντίθεσής του στον Εθνικοσοσιαλισμό. Παρατηρεί οFraser:

«Η οικουμενική του θεολογία μπορεί να έχει σχέση με τη φιλελεύθερη και κομμουνιστική σταυροφορία έναντι ενός αφυπνισμένου και μαχητικού γερμανικού εθνικισμού. Από τότε έχει γίνει μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης της δημογραφικής κρίσης που αντιμετωπίζει κάθε δυτική εθνοτική χώρα. [Η διδασκαλία του] έδωσε σε mainstream και ευαγγελικές προτεσταντικές εκκλησίες το βολικό θεολογικό σκεπτικό στο να δικαιολογήσουν τη συνενοχή τους στα σχέδια της μεγαλοεπιχειρηματικής, πολιτικής, μιντιακής και ακαδημαϊκής ελίτ, που προωθούν τώρα την εθνοδιαλυτική ιδεολογία του πολυπολιτιστισμού.

Εσχατολογία

Το κλειδί για την κατανόηση της «παραμόρφωσης της χριστιανικής εθνότητας» του Barth, σύμφωνα με την άποψη του Fraser, έγκειται στην εσχατολογία του: ένα κομμουνιστικο-ουτοπικό όραμα στο οποίο «όλες οι γήινες διαιρέσεις φυλής, τάξης και φύλου, μεταξύ Εβραίων και Εθνών, σκλάβων και ελεύθερων, θα ξεπεραστούν στην αποκαλυπτική εμφάνιση ενός νέου ουρανού και μιας νέας γης». Αυτή η “νεο-κομμουνιστική θεολογία που τώρα διαδίδεται από τις προτεσταντικές θεολογικές σχολές”, αναφέρει ο Fraser, “αντλεί τη συναισθηματική της δύναμη από την μέχρι σήμερα μη πραγματοποιημένη υπόσχεση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού”.

Η ευαγγελικής προέλευσης σέκτα του «Άλλου»

Σήμερα οι ευαγγελικοί προβάλλουν το ουράνιο όραμά τους για το πολυεθνικό σώμα του Χριστού ως πρότυπο για την γήινη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής και πολυφυλετικής κοινωνίας. Από τα βάθη της έντονα συναισθηματικής καρδιάς τους, οι ευαγγελικοί ανθρωπιστές καλωσορίζουν τον “Άλλο” ως την ενσαρκωμένη εικόνα του Θεού. Μερικοί από αυτούς ισχυρίζονται ρητά ότι οι χριστιανοί πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της πιστότητας (δέσμευσης) προς την φυλή τους και το έθνος τους και της πιστότητας προς τον Θεό (Ένα σόφισμα που συχνά ακούγεται είναι το: «εγώ είμαι πρώτα Χριστιανός και μετά Έλληνας». Άραγε θα μπορούσε, κατ’ αναλογία, να ακουσθεί και το «εγώ είμαι πρώτα χριστιανός και μετά άνδρας»;).

Εν συντομία, οι ευαγγελικοί παρέχουν την κοσμική θεωρία της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης υλιστικής κοινωνίας με ένα επικάλυμμα χριστιανικού ανθρωπισμού.

Ο Καλός Σαμαρείτης

Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, είναι το αγαπημένο κείμενο των σύγχρονων εθνοφοβικών ξενόφιλων χριστιανών, καθώς στον άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο βλέπουν ένα πρωτότυπο όλων των πολύχρωμων αλλοεθνών μέσω των οποίων επιδιώκουν να πλουτίσουν αυτό που θεωρούν χριστιανική αγάπη. Ο Fraser διαφωνεί ότι παραβολή του Καλού Σαμαρείτη δίνει βάση στην συναισθηματική ηθική της “αγάπης” που κατά κόρον κηρύσσουν οι ευαγγελικοί:

Ο Σαμαρείτης δεν κινήθηκε από κάποιο επιφανειακό συναίσθημα ή ρηχό συναίσθημα («συγκινήθηκε»), αλλά από ενσωματωμένα, διαρκή χαρακτηριστικά του χαρακτήρα του, από μια αρσενική αίσθηση της αρετής του πολίτη. Με άλλα λόγια, ήταν ένας αξιόπιστος, υπεύθυνος και έντιμος άνθρωπος, προδιατεθειμένος να ενεργεί με τρόπους που υπηρετούν το κοινό καλό – ακόμη και με σημαντικό προσωπικό κόστος.

Σημειωτέον, ότι οι σύγχρονες αγγλικές μεταφράσεις του Βίβλου πήραν την λέξη «αγάπη» (“love”) και την μετέφρασαν ως“φιλανθρωπία” (‘charity’), λέξη που δεν σημαίνει μια εσωτερική συναισθηματική κατάσταση, αλλά μάλλον μια κοινωνική, πολιτική ή και αστική αρετή απαραίτητη για την οργανωμένη κοινωνική ζωή.

Κλείνω με ένα τελικό απόσπασμα που αποτυπώνει το κεντρικό μήνυμα του Dissident Dispatches για την σύγχρονη Χριστιανοσύνη:

Δεν είναι αμαρτία όταν οι λευκοί Χριστιανοί είναι σε θέση να παρατηρούν ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτών και άλλων φυλετικών ομάδων ή όταν κάνουν διάκριση μεταξύ γειτόνων (πλησίον) και περιστασιακών, ξένων και αλλοδαπών, φίλων και εχθρών. Είναι όμως αμαρτία να ανεβάσουμε την αγάπη για τους ξένους και τους αλλοδαπούς πάνω από την αδελφική αγάπη που επιτάσσει ο Θεός για τους πλησίον.

ΚΟΣχετικά με την έννοια του «πλησίον» (δηλ. του πιο κοντινού σε μας): Υπάρχει η συγγένεια η πνευματική και η συγγένεια η σαρκική. Πνευματικά συγγενείς είμαστε με τους αδελφούς μας εν Χριστώ (εάν ζούμε εκκλησιαστική / ενοριακή ζωή) και σαρκικά με όλους τους Έλληνες.
Ο Απόστολος Παύλος έλεγε «αδελφούς» του τους χριστιανούς (και «οικείους της πίστεως»), αλλά έλεγε «αδελφούς» του και «κατά σάρκα συγγενείς του» τους Ιουδαίους. Δεν νοείται χριστιανός να κλείνει τα σπλάχνα του για τον αδελφό του και τον άμεσα «πλησίον» του και να τα ανοίγει για οποιονδήποτε άλλο.
Κακά τα ψέματα αυτό συμβαίνει στις χριστιανικές κοινότητες παγκοσμίως σήμερα. Στο άτυπο πρωτάθλημα «χριστιανικής φιλευσπλαχνίας» κερδίζει όποιος προσφέρει περισσότερα στον “Άλλον” (ξένο) και σχεδόν όλες οι χριστιανικές διακονίες επικεντρώνονται στους «μετανάστες» και τους «πρόσφυγες».
Η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη μονίμως παρερμηνεύεται. Δεν έγινε ο Ιουδαίος πλησίον στον «ξένο» (Σαμαρείτη), αλλά το αντίθετο!
Ο Κύριος ήθελε να ξεμπροστιάσει τον πονηρό νομικό (φαρισαίο) που δικαίωνε τον εαυτό του (ότι ήταν καλός) και αδιαφορούσε για τον πλησίον του παραβαίνοντας την εντολή «θέλεις αγαπήσει τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ο αιρετικός «ξένος» Σαμαρείτης όμως, την εκπλήρωσε.  

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣπηγή

ΠΗΓΗ