ΟΜΑΔΑ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ, ΤΑΞΙΝΟΜΕΙ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ «ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ»
Οι θησαυροί της Χάλκης έρχονται στο φως
Η ιστορία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ενός χώρου μοναδικού σε κύρος και εμβέλεια, «ζωντανεύει» μέσα από το αρχείο της.
Εδώ και δύο χρόνια ομάδα ερευνητών του Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) για πρώτη φορά καταγράφει, ταξινομεί και ψηφιοποιεί τους «θησαυρούς». Το υλικό, που θεωρείται υψηλής ιστορικής αξίας, αποκαλύπτει πληροφορίες για την ανθρώπινη πλευρά των μαθητών, των καθηγητών, την καθημερινότητά τους, αλλά και το μοντέλο λειτουργίας της Σχολής, από την ίδρυσή της το 1844 μέχρι και το κλείσιμό της το 1971, όταν η τότε τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε με νόμο τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Οι ερευνητές θα παρουσιάσουν το έργο, που βρίσκεται στο τέλος του, στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στις 6 Φεβρουαρίου, ημέρα εορτής του Αγίου Φωτίου, προστάτη της Σχολής.
Το υλικό, περίπου 40.000 εγγράφων, βρισκόταν προστατευμένο όλα αυτά τα χρόνια σε ειδικό δωμάτιο αλλά και στις ψηλοτάβανες αποθήκες του ισογείου της Μονής. «Ηταν πολύ καλά φυλαγμένο. Ολοι οι προκάτοχοί μου το πρόσεχαν σαν κόρη οφθαλμού» λέει στο «Εθνος» ο μητροπολίτης Προύσης και ηγούμενος της Μονής Αγίας Τριάδος, Ελπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης. Ο ίδιος μιλά με ενθουσιασμό για την ψηφιοποίηση του αρχείου. «Θέλαμε να αναδείξουμε τους “θησαυρούς” του για να τους προσφέρουμε στο ευρύτερο ερευνητικό κοινό», εξηγεί.
Η επεξεργασία του αρχείου ανατέθηκε σε ομάδα, με επικεφαλής τον προϊστάμενο του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του ΜΙΕΤ, Αγαμέμνονα Τσελίκα. «Ξεκινήσαμε το καλοκαίρι του 2014. Πραγματοποιήσαμε πέντε αποστολές στην Κωνσταντινούπολη, που κράτησαν από μία εβδομάδα έως 10 ημέρες. Ρόλο “συνδέσμου” ανάμεσα στις δύο πλευρές είχαν ο Γιάννης Κασσίδης, συνεργάτης της Βιβλιοθήκης της Βουλής, και η παλαιογράφος Λένα Κορομηλά» λέει.
Και φωτογραφίες
«Ενα αρχείο Σχολής περιλαμβάνει μεταξύ άλλων κανονισμούς, προγράμματα διδασκαλίας, πρακτικά του συλλόγου καθηγητών και της διεύθυνσης, βιβλία για τη διαχείριση του κτιρίου, μαθητολόγια, βαθμολόγια. Με το πέρασμα του χρόνου η διοίκηση δημιουργούσε φακέλους ατομικών στοιχείων των μαθητών, ενώ από το 1920 και μετά βρίσκουμε και φωτογραφίες τους. Επιπλέον υπάρχει η αλληλογραφία της Σχολής με αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου» εξηγεί ο κ. Τσελίκας.
Αν και είναι πρόωρο να εξαχθούν συμπεράσματα, καθώς το υλικό χρειάζεται επεξεργασία, το αρχείο δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη Σχολή. «Βασικός προορισμός όσων επέλεγαν να φοιτήσουν ήταν να γίνουν ιερείς, που εξελίσσονταν και έφθαναν πολύ ψηλά στην ιεραρχία. Οσοι επέλεγαν να μην ιερωθούν, έπρεπε να καταβάλλουν δίδακτρα και είχαν λαμπρό μέλλον, συνήθως ως καθηγητές Θεολογίας» προσθέτει. Κάθε μαθητής που ήθελε να εισαχθεί στη Σχολή συνέτασσε βιογραφικό και έκθεση, που περιέγραφε γιατί αποφάσισε να φοιτήσει σε αυτή. «Η αίτησή του έπρεπε να συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή του οικείου μητροπολίτη, που διαβεβαίωνε ότι είχε έφεση στην ιεροσύνη και ότι αναλαμβάνει τα δίδακτρα» σημειώνει ο μητροπολίτης Προύσης. Οι μαθητές προέρχονταν από όλες τις περιοχές της Ελλάδας αλλά και από χώρες με ορθόδοξο στοιχείο. Η εκπαίδευση των μαθητών ήταν πολύ υψηλού επιπέδου, καθώς διδάσκονταν θεολογικά, φιλολογικά μαθήματα, ενώ λάμβαναν και γενική εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Στο τέλος των σπουδών έπρεπε να γράψουν «γυμνάσια», κάτι σαν διπλωματικές εργασίες. «Εχουν διασωθεί. Αν δει κανείς τη θεματική αλλά και τον τρόπο σύνταξης των εκθέσεων είναι πολύ αξιόλογα. Οι μαθητές λάμβαναν πλατιά Παιδεία σε κάθε επίπεδο. Αποκτούσαν σοβαρή μόρφωση» αναφέρει ο κ. Τσελίκας.
Ωστόσο η εκπαίδευση ήταν πολύ αυστηρή, οι μαθητές ζούσαν σαν μοναχοί, μετέχοντας σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. «Δεν μάθαιναν μόνο θεολογία. Διδάσκονταν ψαλτική, μάθαιναν να βγάζουν κηρύγματα. Η εκπαίδευσή τους έπρεπε να είναι άρτια, καθώς επρόκειτο για τους μελλοντικούς ιεράρχες» λέει ο ηγούμενος της Μονής.
Βεβαίως, στα αρχεία συναντά κανείς πληροφορίες για την καθημερινότητα των παιδιών. «Κάποια στιγμή είχε γίνει μια μικρή ανταρσία, γιατί οι μαθητές έτρωγαν μόνο ρεβίθια» λέει ο ερευνητής Γιώργος Φυρογένης.
Οι ερευνητές εντυπωσιάστηκαν με το υλικό, όπως μας εξηγεί η Χριστίνα Κόσσυβα. «Πολλές φορές ένιωσα συγκίνηση, γιατί οι φοιτητές ήταν άτομα με μεράκι που προόδευσαν και μεγαλούργησαν» σχολιάζει.
«Πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών»
Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, οι απόφοιτοι της Σχολής, είτε γίνονταν ιερείς είτε όχι, κάθε άλλο παρά συντηρητικοί ήταν. «Επρόκειτο για ανθρώπους προοδευτικούς, με ανοιχτό μυαλό» τονίζει ο μητροπολίτης Προύσης, εξηγώντας ότι «μάθαιναν να υπηρετούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, πηγαίνοντας σε κοινότητες και ενορίες σε όλο τον κόσμο».
Παρά την αυστηρή εκπαίδευση, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τη Σχολή, την οποία τροφοδοτούσαν με τις εμπειρίες που αποκτούσαν.
«Μιλάμε για έναν απίστευτο πλούτο γνώσεων. Ηξεραν ζητήματα που ακόμη και σήμερα παραμένουν επίκαιρα. Γνώριζαν πώς να συνυπάρχουν με το Ισλάμ. Ηξεραν τι έπρεπε να προσέξουν, τι ενοχλεί, τι είναι σεβαστό και τι όχι», σημειώνει ο μητροπολίτης.
Για την ευρύτητα πνεύματος των αποφοίτων μιλά και ο κ. Τσελίκας. «Είχαν ανοιχτό μυαλό. Πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών και στη συνεργασία με τις άλλες Εκκλησίες. Είναι μία γνώση που θεωρώ ότι λείπει σήμερα από τις αντίστοιχες σχολές», εξηγεί.
Κατερίνα Τζουμερκιώτη
Φωτογραφίες Θάλεια Γαλανοπούλου
Πηγή: http://www.ethnos.gr