Το σημαντικό ζήτημα της διάβρωσης των ακτών με τις συνέπειες που έχει, όχι μόνο στο Περιβάλλον, αλλά και στην Οικονομία αναδείχθηκε στην ημερίδα που διοργάνωσε το ΤΕΕ με θέμα «Διάβρωση ακτών: Αίτια-αντιμετώπιση- Θεσμικό Πλαίσιο». Όπως επισημάνθηκε σχεδόν από όλους τους ομιλητές, η αντιμετώπιση του φαινομένου ήταν, μέχρι σήμερα, αποσπασματική, ενώ απαιτείται ολοκληρωμένη και ενιαία στρατηγική, με έργα, και πόρους για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η διάβρωση των ακτών έχει επιπτώσεις στον τουρισμό, την οικονομία και το περιβάλλον.
Η κα Θεοπίστη Πέρκα, Γενική Γραμματέας Ακίνητης Περιουσίας παραδέχθηκε ότι η νομοθεσία για την υλοποίηση έργων προστασίας των ακτών από το φαινόμενο της διάβρωσης πραγματικά είναι πολυσχιδής και χρονοβόρα και χρειάζεται εκσυγχρονισμό και βελτίωση. Για τον λόγο αυτό, όπως ανακοίνωσε η ίδια, έχει ήδη δρομολογηθεί η αλλαγή του σχετικού θεσμικού πλαισίου και για τον σκοπό αυτό έχει ήδη συσταθεί προπαρασκευαστική επιτροπή, αναθεώρησης και βελτίωσης του βασικού νόμου 2971/2001. Στο πλαίσιο αυτό θα ληφθούν υπόψη και θα αξιοποιηθούν οι προτάσεις και οι απόψεις, που διατυπώνονται στην ημερίδα του ΤΕΕ.
Από την πλευρά της, η κα Ρεβέκκα Μπατμάνογλου, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αναφέρθηκε στο επόμενο βήμα που θα είναι η εκπόνηση Περιφερειακών Σχεδίων από τις 13 Περιφέρειες της χώρας. Η κα Μπατμάνογλου παρουσίασε τις βασικές προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου Προστασίας Κλιματικής Αλλαγής (ΕΣΠΚΑ), που θεσμοθετήθηκε με το νόμο 4414/2016. Η ίδια τόνισε ότι το φαινόμενο της διάβρωσης των ακτών, που διαρκώς εντείνεται τα τελευταία χρόνια σχετίζεται αφενός με ανθρωπογενείς πιέσεις και παρεμβάσεις στο περιβάλλον αφετέρου δε με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, σημειώνοντας ότι στο ΕΣΠΚΑ περιλαμβάνονται 15 τομεακές πολιτικές (τουρισμός, αλιεία, βιομηχανία, βιοποικιλότητα, γεωργία κ.α), οι οποίες στο σύνολο τους άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με την αντιμετώπιση του φαινομένου της διάβρωσης των ακτών.
Η εκπρόσωπος του ΥΠΕΝ παρουσίασε τα βασικά δεδομένα, που θα πρέπει να πληρούν οι μελέτες για έργα και δραστηριότητες, που σχετίζονται με το φαινόμενο της διάβρωσης των ακτών. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων τέτοιων έργων θα πρέπει οπωσδήποτε να διερευνά τις αιτίες και τη χρονική εξέλιξη του φαινομένου να περιγράφει τα κυματικά χαρακτηριστικά της περιοχής, τα βασικά ρεύματα και την υφιστάμενη ακτομηχανική δίαιτα, και οπωσδήποτε θα πρέπει να έχει εκτίμηση των επιπτώσεων, στην ακτομηχανική δίαιτα. Να έχει εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου στο κλίμα, όπως η φύση και το μέγεθος των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Η μελέτη θα πρέπει να έχει τα μέτρα για την μείωση της ευπάθειας του έργου στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής. Επίσης να έχει η μελέτη εκτίμηση των επιπτώσεων των σχετικών με την προσαρμογή.
Την ανάγκη ενός ενιαίου και ολοκληρωμένου εθνικού σχεδιασμού, με τη συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας, της διοίκησης, της αυτοδιοίκησης και των άλλων εμπλεκομένων φορέων, για την ουσιαστική και σε βάθος αντιμετώπιση του προβλήματος της διάβρωσης των ακτών, που συνεχώς εντείνεται, τόνισε ο Πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός. Ο πρόεδρος του ΤΕΕ χαρακτήρισε τη διάβρωση των ακτών «ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια», διότι «επηρεάζει αρνητικά ορισμένα από τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, όπως είναι ο τουρισμός και το φυσικό της περιβάλλον».
Ο κ. Στασινός ανακοίνωσε ότι η πρωτοβουλία που ανέλαβε το ΤΕΕ για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διάβρωσης των ακτών θα συνεχιστεί σε όλη την Ελλάδα. «Το ΤΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια κάνει μία μεγάλη προσπάθεια να αναπτύξει ένα ρόλο τον οποίο τον είχε χάσει τα προηγούμενα χρόνια κάνοντας επιστημονικές εκδηλώσεις οι οποίες είναι κοντά σε καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι πολίτες και οι επιχειρήσεις και οι μηχανικοί» πρόσθεσε.
Στη δική του τοποθέτηση, ο κ. Ν. Χιωτάκης εκπρόσωπος της ΚΕΔΕ έκανε λόγο για την προώθηση μιας προγραμματικής σύμβασης, μεταξύ της κυβέρνησης, των αρμοδίων υπουργείων, των επιστημονικών φορέων, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του ΕΛΚΕΘΕ, της Κεντρικής Ένωσης Ελλάδος, καθώς και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος, ώστε να αξιολογηθούν τα δεδομένα και να προσδιοριστούν λύσεις, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ενεργειών. Λύσεις που θα απαντούν σε όλο το φάσμα του προβλήματος. Θεσμικό, περιβαλλοντολογικό, τεχνικό, χρηματοδοτικό και άλλα ζητήματα. Ο εκπρόσωπος της ΚΕΔΕ ανέφερε ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον στο 28% των ακτών παρατηρείται διάβρωση και η ακτογραμμή υποχωρεί κάθε χρόνο, που σημαίνει πως για κάθε μέτρο παραλίας χάνουμε πάνω από 1 τετραγωνικό μέτρο παράκτιας ζώνης ετησίως. Παρουσίασε, μάλιστα, στοιχεία του καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης Κώστα Συνολάκη, από ερευνητικό πρόγραμμα που υλοποίησε το Πολυτεχνείο Κρήτης σε συνεργασία με το ΕΛΚΕΘΕ σύμφωνα με τα οποία «στα Χανιά μόνο εξαιτίας της διάβρωσης των ακτών, χάνονται 20 στρέμματα παραλίας. Κάθε τετραγωνικό εκμετάλλευσης της παραλίας εισφέρει 10 ευρώ την ημέρα. Υπολογίστηκε λοιπόν ότι με την εμφάνιση του φαινομένου χάνονται 2 εκατομμύρια ευρώ ετησίως».
Ο εκπρόσωπος της ΚΕΔΕ παρουσίασε δέσμη προτάσεων μεταξύ των οποίων τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων, με τα στοιχεία του αιγιαλού και της παραλίας για όλη τη χώρα, δημιουργία εθνικού ακτολογίου, με τακτική επικαιροποίηση των στοιχείων του, με βάση τη διάβρωση, τη δημιουργία, σε κάθε Περιφέρεια, ενός Παρατηρητηρίου για την πρόληψη και τη διαχείριση του κινδύνου διάβρωσης των ακτών, όπως έχει μέχρι τώρα δρομολογήσει η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με πόρους του ΕΣΠΑ και χρηματοδότηση 1,9 εκατομμύρια ευρώ. Την εκπόνηση ενός εθνικού προγράμματος, με περιφερειακή και τοπική διάρθρωση και εξειδίκευση για την προστασία των ακτών από τη διάβρωση, με συγκεκριμένα μέτρα, έργα και πρωτοβουλίες και με ιεραρχημένες τις ανάγκες, όπως αυτές θα προσδιορίζονται από την καταγραφή και τον καθορισμό των ζωνών επικινδυνότητας ανά τη χώρα.
Νομοθετική ρύθμιση για τον καθορισμό της γραμμής αιγιαλού, με σκοπό την επίλυση προβλημάτων στις παράκτιες περιοχές, έχει ήδη ετοιμάσει το υπουργείο Οικονομικών και βρίσκεται στο στάδιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ανακοίνωσε η κα Αθηνά Μαρμαρά, από την Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών. Όπως είπε, το υπουργείο έχει εντοπίσει διάφορα προβλήματα όπως οι αστοχίες στο παραλιακό οδικό δίκτυο και για τις οποίες οι τοπικοί φορείς αδυνατούν να ανταποκριθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα, η λήψη αποσπασματικών μέτρων για την πρόληψη της διάβρωσης των ακτών, η ανεπάρκεια των σχετικών μελετών, η εκτέλεση αυθαιρέτων κατασκευών στην ακτογραμμή κλπ.
Από την πλευρά των επιστημόνων που μίλησαν στην εκδήλωση, ο κ. Ορέστης Μεσοχωρίτης, Πολιτικός Μηχανικός ΑΠΘ, MSc in Maritime Civil Engineering αναφέρθηκε στις δαιδαλώδεις και πολύπλοκες διαδικασίες, μεταξύ των συναρμοδίων υπουργείων, φορέων και εμπλεκόμενων οργανισμών, που προβλέπονται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, του νόμου 2971/2001, ιδιαίτερα από τα άρθρα 12 και 14 του συγκεκριμένου νόμου, που αναφέρονται στην προστασία των ακτών και την ανάπλαση των ακτών αντίστοιχα, προκειμένου να βγει μία άδεια ενδιαφερόμενου, συνήθως δήμου, για έργα προστασίας της ακτής από το φαινόμενο της διάβρωση.
Ο Σεραφείμ Πούλος, καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ Τομέας Γεωγραφίας και Κλιματολογίας, ανέλυσε τις ανθρωπογενείς και φυσικές αιτίες της διάβρωσης των ακτών και στο διαχειριστικό θεσμικό πλαίσιο. Όπως επεσήμανε, η παράκτια διάβρωση πλήττει όλες τις Μεσογειακές χώρες. Στη χώρα μας, το 28,6% της ακτογραμμής βρίσκεται υπό συνθήκες διάβρωσης.
Ο καθηγητής Παράκτιας Μηχανικής και Τεχνικής Προστασίας Ακτών ΑΠΘ, Θεοφάνης Καραμπάς, αναφέρθηκε στα έργα προστασίας ακτών. Όπως είπε, αιτίες της διάβρωσης αποτελούν: Φυσικές διεργασίες, άστοχα παράκτια έργα, κατασκευή φραγμάτων – οικιστική δόμηση, οι ποτάμιες/παραλιακές αμμοληψίες.
Η αναπλ. Καθηγήτρια Σχολής Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος, διευθύντρια Εργαστηρίου Λιμενικών Έργων, Βασιλική Τσουκαλά, αναφέρθηκε στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στο σχεδιασμό των παράκτιων έργων στην πρόβλεψη και αντιμετώπιση. Υπογράμμισε την ανάγκη συνεργασίας επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων, καθώς και επαρκών προβλέψεων των καιρικών μεταβολών ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κυματικό κλίμα μιας περιοχής σε βάθος χρόνου.
Τέλος, ο Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), Βασίλειος Καψιμάλης υπογράμμισε πως για τη διάβρωση των ακτών υπάρχουν φυσικά, αλλά και ανθρωπογενή αίτια. Σε μερικές δε περιπτώσεις, η φύση διορθώνει ως ένα βαθμό τη βλάβη, γι αυτό και τόνισε την ανάγκη να δίνεται ένας εύλογος χρόνος για φυσική αποκατάσταση. Όπως είπε, το φαινόμενο της διάβρωσης μπορεί να χαρακτηριστεί σοβαρό όταν κινδυνεύουν ή απειλούνται: ανθρώπινες ζωές, δραστηριότητες και υποδομές, το τοπικό οικοσύστημα (βιοποικιλότητα) και η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος.
Πηγή: http://news247.gr