ὅταν τὸ πρωί στὸν ὄρθρον ἐχρειάστηκε νὰ μνημονεύσωμεν τὰ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα μοῦ δίνει ὁ κόσμος στὰ διάφορα χωριά, ποῦ πηγαίνω ἢ σ᾿αὐτούς ποὺ ἔρχονται νὰ ἐξομολογηθούν ἢ μᾶς παίρνουν τηλέφωνο καὶ ἀπὸ μακρινές χῶρες ἀκόμα καὶ μᾶς στέλνουν ἐνήμεροι προσευχηθῆτε γιὰ τὸν τάδε ἔχει ἀσθένεια, ὁ ἄλλος χωρίζει, ὁ ἄλλος ἔχει προβλήματα ψυχιατρικά ἢ μνημόνευσε τοὺς κεκοιμημένους μας, ἔχασα τὸ παιδὶ μου, ἔχασα τόν ἄνδρα μου, τὸν σύζυγό μου, τὸν ἄνθρωπόν μου. Ἄρα ἀντιλαμβάνεσθε, μαζεύονται ὀνόματα πολλὰ – πάρα πολλὰ.
Ὁ Ἐπίσκοπος τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας δὲν ἔχει χρόνο νὰ μνημονεύσει ὀνόματα πολλά, ὁ παπᾶς ἔχει χρόνο μέσα στο ἱερό καὶ μάλιστα πολύ νωρίς ὁ παπᾶς, πρίν ἔρθετε ἐσεῖς εἰς την Λειτουργία, πολλαῖς φορές πρίν ἔρθουν οἱ ψάλτες κάνει πρόθεση ἐκεῖ ἀριστερά, τὴν γωνιά τὴν μικρή, καὶ μνημονεύει ὀνόματα πολλά. Ἐκεί τελεῖται ἔνα μεγάλο μυστήριο.
Γι᾿αὐτό καὶ ἐγώ, ὅταν εἴδα τά πολλά ὀνόματα ἔκανα ἔνα μικρό τσαντάκι, τά ἔβαλα μέσα καὶ ἀνάθεσα στόν ὁδηγό μου καὶ τοῦ λέω, «Σάββα* ἀφοῦ ἔχεις χρόνο μέσα στο ἱερόν μὲ τόν κάθε παπᾶ, που πηγαίνουμε στα χωριά, μνημόνευε τὰ ὀνόματα». Σήμερα εἶχε καὶ ὁ Σάββας εὐθύνες, πάνῳ κάτω, τά ὀνόματα μας ἔμειναν λίγο πίσῳ, ὁπόταν μοῦ λέει τήν ὥρα τῆς δοξολογίας, τά ὀνόματα;
Τοῦ λέω τώρα τά ὀνόματα μέχρι τό χερουβικόν μπορούμε νὰ μνημονεύωμεν. Καὶ τοῦ λέω κάλεσε κανέναν ἀπ᾿ἔξω. Ἐκάλεσε τόν Ἰάκωβο*. Καί ἐθυμήθηκα, ἐκείνην τήν ὥρα, ὅταν εἴδα τὸν Ἰάκωβο νὰ μνημονεύει ὀνόματα, ἕνα φοβερόν περιστατικόν, που ἐσυνεύῃ πρίν δεκαεννέα χρόνια. Ἦταν μόλις ἔγινα Μητροπολίτης, ἔτσι μῆνα ἔγινα Μητροπολίτης᾿ 13 τοῦ Σεπτέμβρη.
Καὶ μοῦ λέει, ξέρεις, θέλω νὰ πείσῃς τήν μάνα μου, νὰ με ἀφήσῃ νὰ πάω στην Λάρνακα νὰ δουλεύω σερβητόρα. Αὐτή φοβᾶται, ὅτι θα ξεστρατίσω, ἀλλά ἔχω τόν νοῦ μου, ἔχω τις αρχές μου, ἔχω τόν Θεό μου. Θέλω, μου λέει, νὰ βοηθήσω τήν οἰκογένειά μου, ἐργαζόμενη. Τῆς λέω, ἐντάξει, ἀφοῦ μοῦ ὑπόσχεσαι, ὅτι θά προσέχεις τόν νοῦ σου, θά τήν πείσω τήν μάνα σου. Τήν ἔπεισα. Ἐπῆγε στην Λάρνακα ἡ μικρή – μικρή δεκαέξη χρονών, τώρα ἔχει παιδιά. Καὶ μοῦ ἔλεγε συνεχῶς αὐτή καὶ ἄλλοι Θεοδωρῆτες, εἶχαν χάσει τότε ἕνα νέο παιδί σέ αὐτοκινητιστικό δυστύχημα, θυμᾶμαι καὶ τὸ ὄνομά του, Μάριος. Καὶ μοῦ ἔλεγαν ὅλοι, γιατί ὁ Θεός τόν ἐπῆρε, τά γνωστά παράπονα ποὺ ἔχουμε, ὅταν φύγει κάποιος νέος, λες καὶ ὁ Θεός δεν εἶναι πατέρας, καὶ δὲν γνωρίζει τό συμφέρον τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κεκοιμημένου καὶ τῶν ζωντανῶν, ποὺ μένουν πίσω. Ὁ Χριστός εἶναι πατέρας μας καὶ ὁ Χριστός μάλιστα ἔχει πατέρα τόν Θεό πατέρα καὶ στήν Λειτουργία, καὶ εἶναι τό δεύτερον που θέλω νὰ πῶ, πρός τὸ τέλος λίγο πρίν ἀκουστεί τὸ Πάτερ ἡμῶν, ἐπροσέξετε τί λέει ὁ παπᾶς;
«Καὶ καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα, μετὰ παῤῥησίας ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλῆσθε σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα, καί λέγειν». Καὶ ἀρχίζει ὁ ἀναγνώστης καὶ λέει τό Πάτερ ἡμῶν. Ἄρα ὁ Πατέρας τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τήν στιγμή που ἀναστήθηκε καὶ ἀνελήφθη ὁ Χριστός καὶ κάθησεν ἐκ δεξιῶν του πατρός καὶ τόν στέλνει σέ κάθε Θεία Λειτουργίαν καὶ τόν κοινωνούμε, γίνεται ὁ Πατέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ δικός μας πατέρας, καὶ πάλιν αὐτό ὀφείλεται στην Παναγία, διότι, ὅταν ἐνώθηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μαζίν της, ποιόν συνέλαβε στην κοιλιά της; Τὸ δεύτερο πρόσωπο της Ἁγίας Τριάδος, τόν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ὁ πατέρας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό, ὁ Θεός Πατήρ, ἔγινεν πατέρας τῆς Θεοτόκου. Καὶ ὁταν κοινωνοῦμε τὸν Υἱὸν τοῦ, γίνεται καὶ δικός μας πατέρας, ὁ Θεός Πατήρ. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, «ὁ ἑωρακάς με, ἑώρακε καὶ τόν Πατέρα», ὅποιος εἶδε ἐμένα, βλέπει καὶ τόν Πατέρα.
Σταμάτησαν καὶ τούς λέει, μα νομίζετε πως εἶστε πέντε νὰ σας φοβηθώ; Ἀλλά λέει, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσην ὅτι τους ἢξερα καὶ δεν ἦταν Δασκαλιῶτες, ἦταν ἀπό τὰ μέρη μᾶς, λέει. Καὶ τούς εἶδα καλά καλά λέει, καὶ εἶδα ὅτι εἶχαν φῶς, ἔβγαζαν ἀπό πάνω στα ἄσπρα τοῦς ρούχα καὶ ἀπό τὸ πρόσωπόν τους φῶς. Καὶ ὁ ἕνας ξέρεις ποιός ἦταν, μοῦ λέει, ἦταν ὁ ξάδελφός μοῦ ὁ νεκρός ὁ Μάριος. Ὁ ἄλλος, μοῦ λέει, ἦταν ὁ γιός τοῦ Μουχτάρη τοῦ Ἀκακίου, ποὺ τότε σκοτώθηκε σε δυστήχημα, καὶ οἱ ἄλλοι τρεις, μοῦ λέει, ἀπό τὰ μέρη μας καὶ αὐτοί κεκοιμημένοι καὶ τοὺς εἴπα, μα έν πεθάνατε σείς; Καὶ τῆς εἶπεν ὁ ξάδελφός της ὁ Μάριος.
Καμιά ψυχή δεν πεθαίνει, μόνο το σῶμα. Καμιά ψυχή δεν πεθαίνει, ἀλλά θέλουμε βοήθεια’’. Τί βοήθεια θέλετε ἀπό μας; Οἱ γονεῖς μας πηγαίνουν πάνω στούς τάφους καὶ κλαῖνε, νομίζουν ὅτι εἴμαστε μέσα στόν τάφο. Ἐμεῖς ἐν μέσα στους τάφους πού εἴμαστε, ἐν μόνο τὸ νεκρό μας σώμα μέσα στόν τάφο, ἡ ψυχή μας ξέρεις ποῦ εἶναι; Ἡ ψυχή μας εἶναι ἐκεί που γίνεται Θεία Λειτουργία. Ἡ ψυχή μας εἶναι ἐκεῖ, που ἔστω ἕνας εἴτε παπᾶς εἴτε λαϊκός μνημονεύει. Γι᾿αὐτόν ἐθυμήθηκα σήμερα, αὐτά που σᾶς είπα. Καὶ συμπλήρωσα αὐτό μην τὸ ξεχάσω, ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολή νὰ σοῦ ἐμφανιστοῦμε σέ σένα, γιά νὰ πα νὰ τα πεῖς αὐτά τοῦ Δεσπότη καὶ αὐτός νὰ τα πεῖ στούς δικούς μας καὶ εἰς τόν κόσμον ὅλον, ὅτι ἐμεῖς δεν θέλουμε κλάματα στους τάφους οὔτε ἀκριβούς τάφους οὔτε λουλούδια πολλά. Θέλουμε ἐλεημοσύνες στούς φτωχούς νὰ δίδετε, πολλές Λειτουργίες νὰ κάμνετε καὶ οἱ παπάδες νὰ κάνουν σαρανταλείτουργα. Γι᾿αὐτόν ἀπό τότε εἶπα ὅλων τῶν παπάδων μου, νὰ κάνετε σαρανταλείτουργο.
Με κοροϊδεύει ἔνας Δεσπότης, ὅταν στην Μητρόπολη Μόρφου τὴν μικρή τὴν ταπεινήν, γίνονται τόσα πολλά σαρανταλείτουργα. Καὶ λέει, στήν Μητρόπολη Μόρφου, ἄν καλοπερνοῦν οἱ ζωντανοί, οἱ πεθαμένοι καλοπερνοῦν, λέει, γιατί ἔχουν φῶς, γιατί ἔχουν Λειτουργίες πολλές, γιατί μνημονεύονται, ἀλλά αὐτόν εἶναι ἐντολή τοῦ Χριστού, πού ἦρθε σέ μας μέσα ἀπό αὐτήν τήν κοπέλα.
Καὶ τῆς εἶπεν τό ἐξῆς. Νὰ πεῖς στούς γονιούς μας νὰ πηγαίνουν στις Λειτουργίες καὶ νὰ μας μνημονεύουν, ὄχι πολλές φορές πάνω στούς τάφους, πολλές φορές στην Λειτουργία καί μερικές φορές στούς τάφους. Αὐτοὶ κάνουν τὰ ἀνάποδα τώρα, τούς λέει. Καὶ ἀπό τότε τὸ εἶπα αὐτό παντοῦ, σε ὅλην τήν Κύπρο. Τὸ ὑπενθυμίζω καὶ σὲ σᾶς καὶ εὐχαριστῶ, ποὺ ἔγιναν ἀφορμὴ οἱ ἄνθρωποί σας νὰ θυμηθῶ αὐτὸν σήμερα. Καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι ἔχουμεν Θεόν Πατέρα, τόν Πατέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξαιτίας τῆς Παναγίας καὶ ὁ Θεὸς ὀρφανά κάνει, κακορίζικα δὲν κάνει.
Τῆς εἶπαν οἱ γιατροί, μά ποὺ ξέρεις ἐσύ, ὅτι πέθαναν, ἀφού ἐσύ ἦσουν σὲ εἴκοσι μέρες σὲ κῶμα; Αὐτοί ἐσκοτώθηκαν σὲ δυστύχημα, της λέει, μετά ἀπό τὸ δικό σας πρίν δέκα μέρες, ἐσύ ποὺ τὸ εἶδες αὐτό τὸ πράγμα; Λέει, τοὺς εἴδα. Ποὺ τοὺς εἶδες; Ὁπόταν ὑποχρεώθηκε νὰ διηγηθεῖ, μια μεταθανάτιον ἐμπειρία της, ποὺ εἶχε.
Εἶδα δίπλα μου ὅτι ἦταν δυό ἄγγελοι αὐτοί. Καὶ μὲ ἀνέβαζαν, λέει, ἀλλά δὲν ἀνέβαινα μόνο ἐγώ, ἀλλά ἀνέβαιναν πάρα πολλοί ἄνθρωποι. Ἔβλεπα, λέει, μαύρους, ἔβλεπα λευκούς, κινέζους, φυλές διάφορες, νὰ ἀνεβαίνουν, λέει, σὰν ἔνα ἀνσασέρ, σὰν ἔνα διάδρομο, μάλλον λεωφόρον, ποὺ ἀνέβαινε κόσμος πολύς, ἄλλοι συνοδευόμενοι, λέει, ἀπὸ ἀγγέλους, ἄλλοι μόνοι τους, ἄλλοι χαρούμενοι, ἄλλοι σκυθρωποί ἀλλά ἀνέβαιναν. Καὶ ἐνῶ στην ἀρχήν, λέει, εἶχα θλίψην, ποὺ ἀποχωριζόταν ἡ ψυχή μου ἀπό τὸ σῶμα, μετά εἶχα χαράν βλέποντας ἐκείνο τὸ φῶς, τὸ ὁποῖον εἴλκυε τοὺς πάντες. Καὶ μετά, λέει, ἄρχισα νὰ βλέπω καὶ ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κατάλαβα, ὅτι ζούσαν ἐκεί σὲ κάτι οὑράνια οἰκόπεδα, ἔτσι τὰ χαρακτήρισε. Ναὶ, καὶ ἀνάμεσα σὲ ἀπ᾿αὐτούς, λέει, ἐπρόβαλεν ὁ παππούς μου.
Τῆς λέει, κόρη μου γιατί ἦλθες ἐδῶ; Δὲν ἦρθε ἡ ὥρα σου. Τοῦ λέει, μά ἔγινε παππού δυστύχημα καὶ μαζί μὲ την φίλη μου ἀνεβαίνουμε πάνω. Τῆς λέει, ὄχι, νὰ περιμένετε ἐδώ, Ἅγιοι ἄγγελοι νὰ σταματήσετε, σᾶς παρακαλώ, θὰ πάω στὸν Ἅγιον Αὐξέντιο.
Μοῦ ἔκανεν ἐντύπωση, πόσον δικαίωμα εἶχε ὁ παππούς ἀπέναντι στους ἀγγέλους. Ἐπήγεν καὶ μετά ἀπό λίγο ἔρχεται καὶ τῆς, λέει, παρεκάλεσα τὸν Ἅγιον Αὐξέντιο, καὶ εἶπεν τῆς λέει, καὶ ἔδυξε τὸ φῶς, νὰ ἐπιστρέψεις πίσω, γιὰ νὰ ζήσῃς νὰ ὀλοκληρώσῃς τήν μετάνοιάν σου. Ἐσύ καλά καλά ἀκόμα δὲν ἄρχισες τήν μετάνοιάν σου. Καὶ ἀμέσως οἱ άγγελοι, λέει, ἔκαναν ὄπισθεν καὶ ἐστράφησαν καὶ ἀρχίσαμε νὰ κατεβαίνω. Ἀλλά, λέει, ὁ παππούς ἦταν πιό ψηλά, καὶ τοῦ εἶπα, ’’παππού, συγγνώμη, τὶ εἶναι αὐτό τὸ φῶς’’; Ξέρετε, αὐτό ἦταν τὸ πιο συγκινητικό γιὰ μένα. Τῆς λέει, κόρη μου αὐτό εἶν᾿τὸ φῶς, εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ μητέρα τοῦ φωτός. Γι᾿αὐτό καὶ λέμε στὸν ὄρθρο «Την Θεοτόκον καὶ Μητέρα τοῦ φωτός, ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν».
Καὶ ἀρχίζει «την τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ», οἱ ψάλτες. Καὶ ἄρχισε, λέει, ἡ κατάβασίς μου. Καὶ ἐνώ ἐκατέβαινα, λέει, ἔβλεπα κόσμον, ποὺ ἀνέβαινε, τους νεκρούς δηλαδή, οἱ ὀποίοι ἀνέβαιναν οἱ ψυχές τους. Καὶ ἀνάμεσα σε αὐτούς, ποὺ ἀνέβαιναν, ἐνώ ἐγώ κατέβαινα, ἦταν, λέει, οἱ δύο φίλοι μου τοῦ κλάμπ. Καὶ τῆς λέει, κατεβαίνεις; (ὁ ἕνας). Τους λέει, μὰ πεθάνατε καὶ ἐσείς; Ναι, λέει, σὲ ἔνα δυστύχημα, ποὺ εἴχαμε πρίν δέκα μέρες στους Ἁγιούς τῆς Τριμιθιάς καὶ πὲς στους γονείς μας, ὅτι μᾶς εἶδες, θὰ χαροῦν καὶ νὰ εὔχονται γιὰ μᾶς.
Ἡ ὁμιλία δημοσιεύτηκε στό YouTube στις 3 Νοε 2013
Τόσην ἀγάπην ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, «ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκε, διὰ νὰ μὴ χαθῆ κανείς, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3.16). Διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ δώσουν κάποιο ἀνταπόδωμα πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν τόσην πολλὴν ἀγάπην, ποὺ ἔχει εἰς ἡμᾶς. Ἄλλοι ἔδωσαν τὸ αἷμα των, ὅπως οἱ ἔνδοξοι Μάρτυρες, ἄλλοι δὲ ἐδαπάνησαν καὶ ἐξήραναν τὸ κορμί τους εἰς νηστείαν καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, ὅπως οἱ Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι. Ἄλλοι ἔδωσαν τὴν περιουσίαν τους ἐλεημοσύνην, ψάλλοντες μετὰ τοῦ θείου Δαυΐδ (Ψαλμός 115). «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;»