Ο Θεόδωρος Λουλούδης γράφει…
Χθες οι εργαζόμενοι του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ), ανακοίνωσαν ότι οδηγούνται σε «ασφυξία». Εάν αυτή επέλθει, οι αναγνώστες χάνουν την πρόσβαση στη σπουδαιότερη επιχείρηση παραγωγής ειδησεογραφικού περιεχομένου μεταπολεμικά, οι εργαζόμενοι χάνουν την εργασία τους και ο κλάδος της δημοσιογραφίας χάνει ένα μέρος του κοινού του, αφού δεν θα «μετακινηθεί» σε άλλη εφημερίδα αλλά θα πάψει να διαβάζει εφημερίδα.

 

Ο ΔΟΛ κατέχει σπουδαία τεχνογνωσία, εξαιρετική ποιότητα προσωπικού, σπάνιο αρχείο, εξαιρετικούς εξωτερικούς συνεργάτες αρθογράφους και πολύ καλή ομάδα δημοσιογράφων. Επιπλέον, πέτυχε την υψηλότερη δυνατή παρεμβατικότητα στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα. Τα ζητούμενα δηλαδή, για κάθε δημοσιογραφικό οργανισμό. Ολα αυτά πρέπει να πιστωθούν στο προσωπικό και στους εκδότες της.

 

Ο ΔΟΛ ενώ τα έχει όλα αυτά, δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του. Οχι λόγω της αντιπαράθεσης με την Κυβέρνηση, όπως λένε κάποια στελέχη του. Ούτε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, διότι οι σημαντικότερες ελληνικές επιχειρήσεις επιβιώσαν. Ούτε λόγω της ενίσχυσης του διαδικτύου, διότι αυτό αποτελεί εργαλείο και όχι αντίπαλο μιας επιχειρήσης παραγωγής ειδησεογραφικού περιεχομένου.

 

Τι έφταιξε; Την κύρια ευθύνη φέρει ο τελευταίος εκδότης της χωρίς αμφιβολία. Διότι όταν εμφανίστηκε η κρίση δεν προέβει στις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να μείωσει το κόστος λειτουργίας του ΔΟΛ ούτε τον οργάνωσε, ώστε να έχει τα έσοδα που του αναλογούν στις παρούσες συνθήκες. Η ορθή λειτουργία του εμπορικού και οικονομικού τμήματος του ΔΟΛ (την ηγεσία του οποίου ο εκδότης επέλεξε) θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την παρούσα κατάσταση. Δυστυχώς, ο εκδότης επέλεξε να επιβιώσει διά της πολιτικής συναλλαγής και νομοτελειακά απέτυχε. Αδιέξοδη πολιτική συναλλαγή που οδηγεί στην καταστροφή αποτελεί και η επιμονή όσων συνεχίζουν να ζητούν από το κράτος ενισχύσεις, νομοθετικές ρυθμίσεις, δάνεια, επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, υποχρεωτικές δημοσιεύσεις του δημοσίου, υποχρεωτικούς φόρους επί των διαφημίσεων κ.λπ. Ομοίως είναι καταστροφικό ο μέσος δημοσιογράφος να διαθέτει χαμηλά προσόντα και επαγγελματικές δεξιότητες. Γενικά οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων ενημέρωσης πρέπει να πάψουν να επιδιώκουν να παραμείνουν «συστήματα δημοσίων σχέσεων». Να κατανοήσουν ότι η αποδοχή των προνομίων που το πολιτικό σύστημα «προσέφερε» την εποχή των παχέων αγελάδων έφερε τα ΜΜΕ στη σημερινή δεινή θέση. Αυτό που μας οφείλει το κράτος είναι η προστασία των πνευματικών μας δικαιωμάτων από την κλοπή που λαμβάνει χώρα κύρια στο διαδίκτυο, η ποιοτική εκπαίδευση των δημοσιογράφων, η σωστή κατανομή των διαφημίσεων του δημοσίου και της ΕΕ, μέτρα για την ενίσχυση της ανάγνωσης στη νέα γενιά, έγκαιρη πληρωμή των υποχρεώσεων του και άλλα ανάλογα.

 

Η ενημέρωση είναι ένα αγαθό που οι πολίτες πάντα θα θέλουν. Κατά συνέπεια πάντα θα υπάρχουν επιχειρήσεις που θα παράγουν αυτό το αγαθό. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί είναι να παράγουν τόσο ποιοτικό περιεχόμενο που ο αναγνώστης να δέχεται να το πληρώσει, όπως κάθε αγαθό. Διαφορετικά δεν έχουν λόγο να υπάρχουν. Τα περιφερειακά μέσα ενημέρωσης συμβάλλουν όσο κανένας άλλος στη βασικότερη οδό για την ανασυγκρότηση της χώρας, δηλαδή στην περιφερειακή ανάπτυξη. Αποτελούν το βασικό εργαλείο για την ενημέρωση και πληροφόρηση των τοπικών κοινωνιών, για την προβολή και τη διεκδίκηση της επίλυσης των τοπικών προβλημάτων, για την υποστήριξη των προγραμμάτων ανάπτυξης της Περιφέρειας, για την άμβλυνση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και την καλλιέργεια της «περιφερειακής συνείδησης» στους πολίτες. Εάν τα περιφερειακά μέσα αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, έχουν λαμπρό μέλλον.
Πηγή:http://www.pelop.gr