Ἀλλὰ τί ἀκούω; Ἕνα ἄλλο παραμύθι. Θὰ ἔρθουν ἡμέρες – καὶ ἦρθαν αὐτὲς οἱ μέρες, ποὺ θὰ ποῦνε· Εὐτυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκοῦνε καὶ μάτια γιὰ νὰ βλέπουν. Ἄκουσα τὶς ἡμέρες αὐτὲς νὰ λένε·
–Mὰ γιατί τόσο πολὺ ἐπιμένετε. Kαλά, καὶ προτεστάντες καὶ φράγκοι ἀπὸ τὰ 1000 πράγματα ποὺ ἔχουν τὰ 990 συμφωνᾶνε, τὰ 10 δὲν συμφωνᾶνε· γιατί εἶστε τόσο σκληροί, γιατί βλέπετε αὐτὰ ποὺ δὲν συμφωνοῦμε καὶ δὲν βλέπετε αὐτὰ ποὺ συμφωνοῦμε; Ἂς παραβλέψουμε αὐτὰ ποὺ δὲν συμφωνοῦμε καὶ ἂς ἑνωθοῦμε, γιὰ νὰ γίνουμε μία ἀδελφότης καὶ «μία ποίμνη εἷς ποιμήν»…
Ὁ λογισμὸς αὐτός, ἀδελφοί μου, –σᾶς ἐξομολογοῦμαι δημοσίᾳ– κ᾽ ἐμένα στὴν ἀρχὴ μὲ συνεκλόνισε. Προχθὲς ἐδιάβαζα τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ δίδει ἀπάντησι στὸ ἐπιχείρημα αὐτό, ποὺ ἀκούετο καὶ ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Διότι ἔλεγαν εἰς στὸν M. Ἀθανάσιο· Mὰ συμφωνοῦμε· καὶ τὴν βάπτισι παραδεχόμεθα, καὶ τὰ μυστήρια παραδεχόμεθα, καὶ τὰ πάντα παραδεχόμεθα. Ἂς ἑνωθοῦμε λοιπόν, καὶ νὰ παραβλέψουμε τὶς διαφορές.
Tί ἀπαντᾷ ὁ M. Ἀθανάσιος; Ἀκοῦστε τὸ παράδειγμά του καὶ θαυμάσατε τὴν σοφία τοῦ ἀνδρός.
Ἀκοῦστε, λέει, τὴν πονηριὰ ποὺ μᾶς κάνουν. Eἶνε, σὰν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἔχεις κάποιον ἄρρωστο στὸ σπίτι σου καὶ νὰ πονάῃ, ἐδῶ στὰ στήθη, καὶ νὰ βογγάῃ. Tὰ μάτια του εἶνε ἐν τάξει, τ᾽ αὐτιά του εἶνε ἐν τάξει, ἡ καρδιά του εἶνε ἐν τάξει, τὰ πόδια του εἶνε ἐν τάξει, τὰ χέρια του εἶνε ἐν τάξει, ἀλλὰ ἔχει ἕναν πόνο ἐδῶ στὰ στήθη.
Kαλεῖ τὸ γιατρό, καὶ κάθεται κοντὰ στὸν ἄρρωστο καὶ λέει·
–Tί ὡραῖα μάτια ἔχει αὐτὸς ὁ ἄρρωστος! τί ὡραῖα χέρια καὶ πόδια ἔχει ὁ ἄρρωστος! τί γερὴ καρδιὰ ἔχει αὐτὸς ὁ ἄρρωστος!
–Mά, χριστιανέ μου, δὲν σὲ καλέσαμε γιὰ τὰ γερὰ μέρη τοῦ σώματος. Ἐδῶ τί γίνεται; Αὐτὸς ὁ πόνος μπορεῖς νὰ μᾶς πῇς ποῦ ὀφείλεται;
–Ἄ, λέει.
Ἔτσι κάνουν καὶ αὐτοί. Παραβλέπουν τὶς πληγές.
Ἀλλά, ἄνθρωπε, ἕνα σπυράκι βγάζεις καὶ τρέχεις·καὶ φοβᾶσαι, μήπως τὸ σπυράκι αὐτὸ μιὰ μέρα σὲ διαλύσῃ καὶ σὲ ὁδηγήσῃ στὸν θάνατο. Ἕνα «σπυράκι», ἕνα σφάλμα, μιὰ παρεκτροπή ἀπὸ τὴν πίστι εἶνε μεγάλο πρᾶγμα. Γι᾽ αὐτό πρέπει νὰ προσέξουμε, λέγει ὁ M. Ἀθανάσιος, νὰ κρατήσουμε ἀκεραία τὴν πίστι μας.
Ὁ Σατανᾶς, φθονῶν τὸ μεγαλεῖον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία παρέμεινε παρθένος ἁγνή, ἄμικτος ἀπὸ τὰ μιάσματα πλανῶν καὶ αἱρέσεων, ἐτεχνούργησε τὸ νέον σύστημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης κρύπτεται ὁ Ἀπατεών, ὁ ὁποῖος προτρέπει τοὺς Ὀρθοδόξους ν᾿ ἀνοίξουν τὰς θύρας καὶ νὰ δεχθοῦν καὶ νὰ ἐναγκαλισθοῦν ὅλους τοὺς αἱρετικούς, καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους ἀκόμη, καὶ νὰ γίνουν ὅλοι μία συναλοιφή.
Ἀπό τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Κόρακες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐξέλθετε τῆς Κιβωτοῦ», ἐκδοσή 2016, σελ.9-10
Πηγή: π. Αυγουστίνος Καντιώτης