Η κυλιόμενη χρεοκοπία που βιώνουμε, σε συνδυασμό με την αδυναμία συνεννόησης των κομμάτων, δεν μας επιτρέπουν καμία θετική προοπτική για το μέλλον – ενώ δεν είναι λογικό να περιμένουμε «τον από μηχανής θεό» ή να ελπίζουμε στην αλλαγή πολιτικής εκ μέρους της Γερμανίας.
Άποψη
Επαναλαμβάνοντας ελαφρά διαμορφωμένη μία προηγούμενη αναφορά μας, το θέμα της Ελλάδας σήμερα δεν είναι ασφαλώς το καταλληλότερο σύστημα, όπως ο φιλελευθερισμός ή ο σοσιαλισμός, για το μέγεθος και για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Πολιτών της – ούτε η καταπολέμηση των ελαττωμάτων της, η οποία είναι ασφαλώς εφικτή από μία κυβέρνηση που έχει πραγματικά την πρόθεση να το επιτύχει. Έχουμε δε αναφερθεί στο «τρίπτυχο της ελληνικής λύσης» (πλεονασματικός προϋπολογισμός, πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλό εξωτερικό χρέος) το οποίο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην πολιτική της εξουσία – ενώ η χώρα μας διαθέτει τον απαιτούμενο «πλούτο» για να τα καταφέρει, υλικό και ανθρώπινο.
Το θέμα είναι η σημερινή κατάσταση της οικονομίας μας, μετά από τα οκτώ χρόνια της ύφεσης και των καταστροφών που μας προκάλεσαν τα μνημόνια – χωρίς να έχουν επιλύσει κανένα απολύτως πρόβλημα της χώρας μας, με τα δύο βασικά ελαττώματα μας (αναποτελεσματικός κρατικός μηχανισμός, διαφθορά), να έχουν μάλλον μεγεθυνθεί αντί να καταπολεμηθούν. Ταυτόχρονα έχει αυξηθεί η φοροδιαφυγή λόγω των υπερβολικών φόρων, αφενός μεν εις βάρος των δημοσίων εσόδων, αφετέρου εντείνοντας τις εισοδηματικές ανισότητες – αφού «επωφελούνται» μόνο ορισμένοι, αυτοί δηλαδή που έχουν τη δυνατότητα και δεν διστάζουν να φοροδιαφεύγουν, εις βάρος των υπολοίπων. Έτσι μειώνεται συνεχώς η ζήτηση (κατανάλωση), οπότε το ΑΕΠ, τα έσοδα του δημοσίου κοκ. – με αποτέλεσμα να συνεχίζεται το καθοδικό σπιράλ του θανάτου, το οποίο δυστυχώς δεν έχει τέλος.
Στα πλαίσια αυτά, η μοναδική δυνατότητα επανεκκίνησης της οικονομίας μας δεν είναι άλλη από τις δημόσιες επενδύσεις(μέθοδος Keynes), σε συνδυασμό με μία αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική – όπως, για παράδειγμα, η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις μικρές επιχειρήσεις (=κάτω των 50 ατόμων και 10 εκ. € τζίρου) σε ανταγωνιστικά επίπεδα με την περιοχή μας (10-15%), καθώς επίσης για τις εξαγωγικές, έτσι ώστε να εκμεταλλευθούμε τη ζήτηση άλλων χωρών.
Εν τούτοις, η Ελλάδα αφενός μεν δεν έχει τη δυνατότητα να διενεργήσει δημόσιες επενδύσεις λόγω του χρέους της, αφετέρου της έχει αφαιρεθεί εκτός από τη νομισματική της ανεξαρτησία, εν μέρει και η δημοσιονομική – αφού είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει τις εντολές της Τρόικα. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη συνέντευξη του κ. Σόιμπλε, οι πιστωτές αναίρεσαν επίσημα την υπόσχεση τους από το 2012, σχετικά με την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους – ευχόμενοι να καταφέρουμε να χρηματοδοτηθούμε το 2018, μετά το τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης από τις αγορές με βιώσιμα επιτόκια, παρά το ότι γνωρίζουν πως είναι αδύνατο με 180% δημόσιο χρέος, καθώς επίσης με κόκκινο ιδιωτικό σχεδόν στο 150% του ΑΕΠ. Μία αμυδρή δυνατότητα αποτελούν τα δίδυμα πλεονάσματα (προϋπολογισμός, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), ενώ είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο επιμένουν οι πιστωτές – κάτι που όμως είναι δύσκολο χωρίς επενδύσεις, κυρίως εκ μέρους του δημοσίου, με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό κοκ.
Εκτός και εντός της Ευρωζώνης
Περαιτέρω, η Ελλάδα δεν έχει τη λύση της εξόδου από την Ευρωζώνη, κυρίως λόγω του υψηλού χρέους της σε ευρώ – το οποίο δεν είναι μόνο σε συνάλλαγμα, αλλά σχεδόν στο σύνολο του εξωτερικό (όταν της Ιταλίας είναι κατά 50% εσωτερικό και της Ιαπωνίας κατά 90%).
Γνωρίζουμε δε πως μία χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει αυτόνομα, να δανείζεται δηλαδή με βιώσιμα επιτόκια από τις αγορές, με εξωτερικό χρέος άνω του 50% του ΑΕΠ της (ήτοι περί τα 85 δις € για την Ελλάδα) – αφού τότε δεν την εμπιστεύεται κανείς ούτε για να τη δανείσει, ούτε για να επενδύσει (με εξαίρεση τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, όπως η εξαγορά των δημοσίων επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, των δανείων από τα funds σε μηδαμινές τιμές κοκ.).
Σύμφωνα τώρα με τα όσα γνωρίζουμε, η Ελλάδα δεν μπορεί να προβεί νόμιμα σε αθέτηση της πληρωμής των χρεών της, ούτε στη μετατροπή τους σε δραχμές μετά το PSI, έτσι ώστε να τα εξυπηρετήσει πληθωριστικά – αφού έχει υπογράψει εκτός από το PSI δρακόντειες δανειακές συμβάσεις, υποθηκεύοντας το 2015 τα πάντα, ενώ έχει επί πλέον αφελληνισθεί το τραπεζικό της σύστημα. Ως εκ τούτου, από οικονομικής πλευράς (δεν γνωρίζουμε επακριβώς τη νομική πλευρά του θέματος) είναι δεμένη χειροπόδαρα, καταδικασμένη να μετατραπεί σε μία εξαθλιωμένη αποικία χρέους στο διηνεκές – χωρίς καμία απολύτως προοπτική για το μέλλον των Πολιτών της.
Είναι πάντως ανόητο να αναφέρεται κανείς σε μία ανάπτυξη που θα προέλθει από ξένες επενδύσεις (άρθρο) – αφού κανένας δεν επενδύσει σε μία αναξιόπιστη χώρα που διαρκώς μειώνεται η ζήτηση ακόμη και στα προϊόντα διατροφής, που είναι υπερχρεωμένος τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός της τομέας, με πολιτική αστάθεια, με χρεοκοπημένο το τραπεζικό της σύστημα, με την ανεργία στο 28%, με έναν τεράστιο δείκτη εξάρτησης, με ένα κατεστραμμένο ασφαλιστικό σύστημα κοκ.
Σε κάθε περίπτωση, για να επιβιώσει εκτός της Ευρωζώνης η Ελλάδα, θα έπρεπε να διαγράψει τουλάχιστον 240 δις € από το χρέος της (325-85), καθώς επίσης να εκδώσει πληθωριστικά χρήματα – έτσι ώστε να προβεί σε δημόσιες επενδύσεις, να διασώσει τις τράπεζες και να στηρίξει τις επιχειρήσεις. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν θέσεις εργασίας για το 1,4 εκ. των ανέργων – χωρίς την απασχόληση των οποίων δεν μπορεί να τονωθεί η εσωτερική ζήτηση, να διενεργηθούν επενδύσεις από τους ιδιώτες και να αυξηθεί το ΑΕΠ. Εκείνες οι κυβερνήσεις πάντως που δεν είναι σε θέση να προσφέρουν θέσεις εργασίας στους Πολίτες της χώρας τους, θεωρούνται de facto εντελώς ανίκανες – οπότε πρέπει να αποχωρούν άμεσα.
Σε κάθε περίπτωση είναι ανόητο να επικαλείται κανείς τη μείωση της ανεργίας, όταν ταυτόχρονα υποχωρεί το ΑΕΠ – αφού ουσιαστικά πρόκειται για την αντικατάσταση εργαζομένων πλήρους απασχόλησης με μισθό, για παράδειγμα, 600 €, από δύο άλλους μερικής απασχόλησης των 300 €. Μόνο κάτω από αυτήν την προϋπόθεση μπορεί να περιορίζεται η ανεργία, μαζί με το ΑΕΠ – γεγονός που διαπιστώνεται από την τεράστια πτώση της παραγωγικότητας μας (=ΑΕΠ προς σύνολο εργαζομένων).
Εντός της Ευρωζώνης τώρα, η Ελλάδα θα τα κατάφερνε σήμερα με χρέος στο 110-120% του ΑΕΠ της (περί τα 200 δις €, άρα με διαγραφή 125 δις €), εάν είχε τη στήριξη της ΕΚΤ όπως η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία ή η Ισπανία – κάτι που όμως δεν συμβαίνει, αφού το χρέος της είναι στο 180% του ΑΕΠ, ενώ έχει απομονωθεί από τους υπολοίπους, εγκαταλειμμένη κυριολεκτικά στην οδυνηρή μοίρα της.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, με κριτήριο τα παραπάνω, γνωρίζουμε μεν τι ακριβώς θα χρειαζόταν η Ελλάδα για να τα καταφέρει, αλλά δεν έχουμε καμία υπεύθυνη λύση να προτείνουμε, κάτω από τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα – ειδικά μετά την τελευταία ευκαιρία που είχαμε στη διάθεση μας στις αρχές του 2015, επιλέγοντας τη ρήξη για να ξεφύγουμε από τον αργό θάνατο (ανάλυση), αναλαμβάνοντας όλα τα (άγνωστα) ρίσκα.
Η μοναδική πηγή τεκμηριωμένης αισιοδοξίας πάντως είναι ο τουρισμός, για εκείνο το χρονικό διάστημα που οι γειτονικές χώρες (Τουρκία, Αίγυπτος κλπ.) θα συνεχίσουν να έχουν προβλήματα – κάτι που θα διαρκέσει αρκετά χρόνια ακόμη, αφού η ανασφάλεια είναι ένα συναίσθημα που, εφόσον εδραιωθεί στους ανθρώπους, δεν αλλάζει εύκολα, ενώ η Ελλάδα θεωρείται αρκετά ασφαλής.
Φυσικά η κυλιόμενη χρεοκοπία που βιώνουμε, σε συνδυασμό με την αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών κομμάτων, δεν μας επιτρέπουν καμία άλλη προοπτική για το μέλλον, ενώ δεν είναι λογικό να περιμένουμε «τον από μηχανής θεό» ή να ελπίζουμε στην αλλαγή πολιτικής εκ μέρους της Γερμανίας – όπως πιθανότατα η αξιωματική αντιπολίτευση, αφού δεν βλέπουμε καμία άλλη λογική στις εξαγγελίες της, υποθέτοντας πως δεν ψεύδεται όπως η κυβέρνηση.
Στα πλαίσια αυτά, το μόνο που μπορεί να ευχηθεί κανείς σε όλους εμάς τους Έλληνες, ειδικά σε αυτούς που δεν θέλουν ούτε να σκέφτονται μία επαναστατική λύση με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται, είναι καλή δύναμη και «καλό κουράγιο» – έχοντας την εντύπωση πως θα χάσουμε ότι έχουμε και δεν έχουμε, έως ότου εξεγερθούμε στο τέλος, όταν δεν θα μας έχει μείνει πια τίποτα άλλο.
Είναι καλύτερα πάντως να απέχει κανείς πλέον από το δημόσιο διάλογο, ειδικά όταν δεν έχει κάτι ρεαλιστικά θετικό να προτείνει, αφού το πολιτισμικό επίπεδο της πατρίδας μας έχει ακολουθήσει «κατά πόδας» την πολιτική, οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία της – γεγονός που δεν πρέπει βέβαια να κατακρίνουμε, αφού είναι εντελώς φυσιολογικό κάτω από τα σημερινά δεδομένα.