Ο George Orwell (κανονικό όνομα: Eric Arthur Blair, 1903 – 1950), έμεινε γνωστός για δύο μυθιστορήματα που έγραψε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επικριτικά για τον ολοκληρωτισμό εν γένει, και ειδικότερα για τον σταλινισμό: το«Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» ή «1984» (NineteenEighty-Four) και το «Η Φάρμα των Ζώων» (Animal Farm). Σε αυτόν τον όντως διορατικό συγγραφέα οφείλονται πολλοί νεολογισμοί (κυρίως από το «1984»), όπως Μεγάλος Αδελφός, αστυνομία σκέψης, έγκλημα σκέψης, newspeak, doublethink κ.α.

Ο Orwell ήταν άθεος, διεθνιστής και γενικά αριστερών / σοσιαλιστικών πεποιθήσεων, αν και αγαπούσε την παράδοση και μιλούσε με θέρμη για τις «αγγλικές αξίες», ενώ σήμερα θα χαρακτηριζόταν «ομοφοβικός», από κάποια σχόλιά του. Ο Orwell ήταν υποστηρικτής μιας ενωμένης ομοσπονδιακής σοσιαλιστικής Ευρώπης, μια θέση που περιγράφεται στο δοκίμιο του 1947 “Towards European Unity”.
Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υιοθέτησε την πολιτική θέση του «επαναστατικού πατριωτισμού», γράφοντας το 1940 σε αριστερό έντυπο «Είμαστε σε μια παράξενη ιστορική περίοδο στην οποία ένας επαναστάτης πρέπει να είναι πατριώτης και ένας πατριώτης πρέπει να είναι επαναστάτης». Κατά καιρούς είχε εκφράσει τροτσκιστικές, και φιλο – αναρχικές θέσεις (θεωρούσε τους αναρχικούς υπερασπιστές της «ελευθερίας του ατόμου από κάθε καταπίεση»). Βρέθηκε στον Ισπανικό Εμφύλιο, αλλά δεν κατατάχθηκε στην υπό σοβιετικό έλεγχο Διεθνή Ταξιαρχία, αλλά στην πολιτοφυλακή της αναρχομαρξιστικής αντισταλινικής οργάνωσης POUM.

Τον Οκτώβριο του 1945 δημοσίευσε το “Notes on Nationalism” («Για τον εθνικισμό και άλλα δοκίμια», στην ελληνική έκδοση) στο περιοδικό “Polemic”. Ο Orwell υποστηρίζει μια άποψη που είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένη, ότι ο «εθνικισμός» δεν είναι το ίδιο με τον «πατριωτισμό», με τον πρώτο να αποκηρύσσεται, και τονδεύτερο να είναι αποδεκτός. «Ο πατριωτισμός», κατά τον Orwell, «είναι αμυντικός στην φύση του. Ο εθνικισμός, από την άλλη πλευρά, είναι συνδεδεμένος με την επιθυμία για εξουσία». Ο Orwell θεωρεί ότι ο εθνικισμός «αγνοεί την κοινή λογική» και «αγνοεί τα γεγονότα». Ο εθνικισμός ορίζεται ως η ευθυγράμμιση με μια πολιτική οντότητα (κράτος), αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει «μια θρησκεία, μια φυλή, μια ιδεολογία ή οποιαδήποτε άλλη αφηρημένη ιδέα». Παραδείγματα τέτοιων μορφών «εθνικισμού» που δόθηκαν από τον Orwell, είναι ο κομμουνισμός (!), ο πολιτικός καθολικισμός, ο σιωνισμός, ο αντισημιτισμός, ο τροτσκισμός και ο πασιφισμός.

O Orwell αποδεικνύεται ότι είναι αυτός που αγνοεί τα γεγονότα και έχει πλήρη άγνοια του τι σημαίνει εθνικισμός. Παραδείγματος χάριν προέρχεται από μία χώρα (Μ. Βρετανία), που ιστορικά συνδέθηκε με «επιθυμία για εξουσία» (αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός) και διεξήγαγε «επιθετικούς» πολέμους, χωρίς να είναι «εθνικιστική». Πιο έντονα ακόμα το βλέπουμε αυτό στις ΗΠΑ.
Γενικότερα, ως προς τις έννοιες «πατριωτισμός» και «εθνικισμός» επικρατεί σύγχυση, σκόπιμη κατά την γνώμη μου, προκειμένου να καλλιεργηθεί μια αρνητική εικόνα για τον εθνικισμό (τον συνδέουν με τον «ιμπεριαλισμό», τον «μιλιταρισμό», τον «φασισμό» και τον «ρατσισμό»), έτσι ώστε η αγάπη του ανθρώπου για το έθνος του να περιοριστεί σε ένα απλό συναίσθημα (που κι αυτό σταδιακά, πρέπει να εκλείψει) το οποίο θα μεταποιηθεί ώστε να προκύψει ένας νεοταξικός ψευτο –«πατριωτισμός» (υποδουλωνόμαστε στο ΔΝΤ για να «σωθεί» η πατρίδα, δεν φεύγουμε από την ΕΕ γιατί θα «χαθεί» η πατρίδα, δεχόμαστε αναρίθμητα πλήθη λαθρομεταναστών γιατί είμαστε φιλόξενοι «ως Έλληνες» κλπ).
Την ίδια ώρα ο εθνικισμός δαιμονοποιείται προκειμένου να μην υπάρξει εθνική αφύπνιση και (κυρίως) δράση, καθώς ο εθνικισμός είναι συνδεδεμένος με την δράση.
Ο πατριωτισμός είναι κάτι το έμφυτο στον κάθε (φυσιολογικό) άνθρωπο («ο πατριωτισμός είναι έμφυτος, και εγώ είμαι εθνικιστής» έλεγε ο Κωστής Παλαμάς!) και αυτός μπορεί να εξαντλείται σε μία γενική θετική άποψη για την ιστορία του έθνους και στην συγκίνηση μπροστά στην σημαία ή σε κάποιο μνημείο ή ακόμα και σε κάποιες φυσικές ομορφιές του τόπου μας.
Ο εθνικιστής δεν μένει στο αίσθημα ή στην γνώση, επιθυμεί να δράσει, να αγωνισθεί για το καλό της πατρίδας και του έθνους, βάζοντας το συμφέρον του έθνους πάνω από κάθε άλλο ατομικό ή συλλογικό συμφέρον.
Όπως σωστά έχει ειπωθεί, ο εθνικισμός αποτελεί την ενεργητική κατάφαση της ιδέας του έθνους. Ο Ίων Δραγούμης έλεγε «οι ενεργητικοί άνθρωποι δεν μπορεί παρά να είναι εθνικισταί. Είτε το γνωρίζουν είτε όχι». Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, στην κλασική μελέτη του «ο Εθνικισμός» διέκρινε τον εθνικισμό σε πέντε κατηγορίες: 1) τον πολιτικό εθνικισμό, 2) τον πνευματικό εθνικισμό, 3) τον  οικονομικό εθνικισμό, 4) τον κοινωνικό εθνικισμό και 5) τον θρησκευτικό εθνικισμό.
Μέσα στον πολιτικό εθνικισμό τοποθετούσε τον αμυντικό εθνικισμό (τις προσπάθειες δηλ. των εθνών προς διατήρηση της ανεξαρτησίας τους), καθώς επίσης και τον επαναστατικό εθνικισμό, τον απελευθερωτικό εθνικισμό, τον ενωτικό εθνικισμό και τον αποχωριστικό εθνικισμό. Συνεπώς, μόνο ένας αδαής συνδέει τόσο βιαστικά και επιπόλαια, τον εθνικισμό με κάτι «κακό» ώστε μετά να μπορεί να τον αποδοκιμάσει.

Δεν είναι φυσικά δυνατόν να εξαντλήσουμε εδώ αυτό το θέμα. Προς το παρόν ας δούμε την κριτική στις “Σημειώσεις” του Orwell. Είναι από το Faith and Heritage:

Η επιχειρηματολογία του Orwell χαρακτηρίζεται από εσωτερικές αντιφάσεις, ασυνέπειες και ψευδείς παραλληλισμούς. Ο τρόπος σκέψης του είναι διαμορφωμένος από τις ατομικιστικές, ελευθεριακές, διαφωτιστικές και βασικά αντιχριστιανικές του θέσεις. Τα επιχειρήματά του εναντίον του εθνικισμού αποτυγχάνουν επειδή είναι ανίκανος να καταλάβει τι είναι πραγματικά ο εθνικισμός. Ως αυτοανακηρυγμένος υπερασπιστής του διεθνισμού, ο Orwell χρησιμοποιεί ειρωνικά τις ρητορείες και τα επιχειρήματα που είναι κατάλληλα μόνο κατά του κομμουνισμού και όχι κατά του αντιθέτου του, που είναι ο εθνικισμός.

Η βασική στρατηγική του “Notes on Nationalism” είναι να εξισώσει και να κάνει παραλληλισμούς μεταξύ εθνικισμού και κομμουνισμού ώστε να τους παρουσιάσει ως δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Αυτό το επιχείρημά του αποτυγχάνει ολοκληρωτικά.

Ο Orwell υποστηρίζει ότι ο εθνικισμός ταξινομεί εσφαλμένα τα ανθρώπινα όντα ως έντομα σε διαφορετικά “μπλοκ” (είδη). Σημειώνει ότι οι άνθρωποι είναι απλά άτομα και ότι οι εθνικοί χαρακτήρες είναι ανύπαρκτοι. Ένας τέτοιος ισχυρισμός αντιτίθεται τόσο στην ιστορία και την επιστήμη, όσο και στην Αγία Γραφή.

Ο Orwell λέει ότι με το να ταξινομούμε τους ανθρώπους οδηγούμαστε να βάζουμε την ταμπέλα «καλός» ή «κακός» σε εκατομμύρια άτομα. Αυτό βέβαια είναι μια υπόθεση που ευνοεί τον«εξισωτισμό» (egalitarianism) δηλ. μια ψευτο-«ισότητα» και, εκτός αυτού, είναι μια πλάνη.

Ο Orwell, αφού ισχυρίζεται ότι τους εθνικιστές δεν τους νοιάζει «τίποτα άλλο εκτός από την ανωτερότητα της δικής του μονάδας ισχύος», στη συνέχεια, προχωρεί σε αυτό που έχει γίνει ένα συνηθισμένο cuck επιχείρημα (των δεξιο-φιλελεύθερων που φοβούνται μήπως τους πουν «εθνικιστές» ή και «φασίστες») ότι υπάρχει αντίθεση του «πατριωτισμού», τον οποίο χαρακτηρίζει αμυντικό, με τον εθνικισμό, ο οποίος «είναι κυριευμένος από την επιθυμία για εξουσία» και «σκέφτεται αποκλειστικά ή πρωτίστως με όρους ανταγωνιστικού κύρους».
Ο Orwell, ο οποίος υποστηρίζει τον διεθνισμό, δεν βλέπει πώς η θεωρία του πατριωτισμού που αποτελεί μια αφοσίωση στο έδαφος μόνο (πατρίδα), είναι πολύ πιο ιμπεριαλιστική από τον εθνικισμό, τον οποίο κακώς κατηγορεί ότι θέλει “να κυριαρχήσει στον κόσμο”. Ο εθνικισμός είναι η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση!
Επίσης, κανένας πολιτιστικός μαρξιστής δεν κατάφερε ποτέ να μου εξηγήσει γιατί η πίστη στο έδαφος είναι ηθικά αποδεκτή, ενώ η πίστη στο έθνος (ως σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά, κυρίως την κοινή καταγωγή ή Φυλή και την συνείδηση) δεν είναι.

Μιλώντας για μαρξισμό, ο Orwell έρχεται στο κεντρικό επιχείρημά του όταν κατηγοριοποιεί τον «κομμουνισμό, τον πολιτικό καθολικισμό, τον σιωνισμό, τον αντισημιτισμό, τον τροτσκισμό και τον πασιφισμό» ως μορφές εθνικισμού που «δεν… σημαίνουν πίστη σε μια κυβέρνηση ή μια χώρα», αντικείμενα αφοσίωσης τα οποία οOrwell περιέργως φαίνεται να εγκρίνει.
Υποστηρίζει ότι «ο Εβραϊσμός, το Ισλάμ, η Χριστιανοσύνη, το Προλεταριάτο, η Λευκή φυλή είναι όλα αντικείμενα παθιασμένου εθνικιστικού αισθήματος, αλλά η ύπαρξή τους μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά και δεν υπάρχει ορισμός κανενός από αυτούς που να είναι καθολικά αποδεκτός».

Ο Orwell διακρίνει τον εθνικισμό από την πίστη σε μια κυβέρνηση ή σε μια χώρα, όμως η πρώτη είναι αναμφισβήτητα το κύριο αντικείμενο της πίστης στον κομμουνισμό. Επίσης, αργότερα κατηγορεί τον εθνικισμό ότι δεν αποδοκιμάζει ποτέ τις φρικαλεότητες που διαπράττονται από την πλευρά του, αλλά αντίθετα αυτό είναι ακριβώς αυτό που προτείνει ο πολιτικός κρατισμός, ο οποίος σαφώς βρίσκεται σε αντίθεση με τον εθνικισμό μετά τη Γαλλική Επανάσταση.

Ο Orwell μπερδεύει τρομερά τον μαρξισμό και τον εθνικισμό, όχι μόνο εξαιτίας των δικών του απόψεων περί εθνότητας, αλλά και των απόψεών του για την ιστορία. Κατηγορεί τον εθνικισμό ότι βλέπει την ιστορία ως την “ατελείωτη άνοδο και παρακμή των μεγάλων μονάδων ισχύος”. Αυτή είναι μια μαρξιστική άποψη της ιστορίας.

Ο Orwell στη συνέχεια υποστηρίζει τη συσχέτιση του «πολιτικού καθολικισμού» του G.K. Chesterton με τον κομμουνισμό. Το σφάλμα του Chesterton, σύμφωνα με τον Orwell, ήταν ότι είδε την ανωτερότητα του χριστιανισμού όχι μόνο ως διανοητική ή πνευματική, αλλά και ως κάτι «που έπρεπε να μεταφραστεί σε εθνικό κύρος». Έτσι, ο Τσέστερτον υποτίθεται ότι έχασε την αίσθηση ηθικής, αφού για τους εθνικιστές οι πράξεις υποτίθεται ότι δεν κρίνονται με βάση τον ηθικό χαρακτήρα τους αλλά με βάση το ποιος τις κάνει.
Ωστόσο, ενώ επικρίνει την εμπλοκή του Τσέστερτον στην πολιτική, ο ίδιος ο Όργουελ υποστηρίζει ότι είναι ηθικό καθήκον η ενασχόληση με την πολιτική. Έτσι, ο Orwell είναι στην πραγματικότητα ένοχος για το ίδιο πράγμα που κατηγορεί τον Τσέστερτον.
Επιπλέον, το επιχείρημά του εναντίον του «ηθικού σχετικισμού» του εθνικισμού, στον βαθμό που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κανένα έγκλημα που οι εθνικιστές θα αποκήρυτταν είναι παραπλανητικό. Ενώ μπορεί να υπάρχει μια αυστηρά υλιστική και εξελικτική μορφή εθνικισμού που δεν τηρεί καμία αντικειμενική ηθική, ο ιστορικός χριστιανικός εθνικισμός έχει χρησιμοποιήσει τη θεία ηθική τάξη για να κρίνει τα εθνικά χαρακτηριστικά και την έχει χρησιμοποιήσει ως βασικό επιχείρημα κατά του εξισωτισμού που παρουσιάζεται ως «ισότητα».
Η παραδοσιοκρατία που υπερασπίζεται τον εθνοτικό εθνικισμό από την εποχή του Διαφωτισμού έχει επίσης ως βασική αρχή την πίστη της σε μια υπερβατική ηθική τάξη, ενώ οι φιλελεύθεροι/liberal διεθνιστές σχετικοποιούν την μια ηθική αρχή μετά την άλλη.

Ο Orwell προσδιορίζει δέκα μορφές εθνικισμού που κατατάσσει σε τρεις ομάδες: τον θετικό εθνικισμό, τον μεταφερμένο εθνικισμό και τον αρνητικό εθνικισμό.

Κάτω από τον θετικό εθνικισμό παραθέτει τον βρετανικό ιμπεριαλισμό (“neo-toryism”), ο οποίος είναι προφανώς αντιθετικός προς τον εθνοτικό εθνικισμό, τον κελτικό εθνικισμό και τον σιωνισμό. Η ειρωνεία αυτού του καταλόγου είναι το εθνοκεντρικό πρότυπο που βρίσκεται σε αυτόν. Ο Orwell (ίσως υποσυνείδητα) συνειδητοποιεί ότι απευθύνεται σε ένα αγγλοσαξονικό ακροατήριο και επομένως δεν αναφέρει άλλον “θετικό” εθνικισμό εκτός από τον βρετανικό και τον ιρλανδικό.
Έτσι ασυνείδητα υποδεικνύει την αδυναμία των δικών των διεθνιστικών και  παγκοσμιοποιητικών θέσεων. Ωστόσο, στονOrwell πιστώνεται η απόρριψη του σιωνισμού. Αν και παραδέχεται ότι παρουσιάζει “ασυνήθιστα χαρακτηριστικά ενός εθνικού κινήματος”, δεν βλέπει ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν είναι μια μορφή εθνικισμού ή φυλετισμού, αλλά ιμπεριαλισμού.

Κάτω από τον μεταφερμένο εθνικισμό αναφέρει τον πολιτικό καθολικισμό (που συζητήθηκε ήδη), την αίσθηση του χρώματος, την αίσθηση της τάξης και τον πασιφισμό. Όσον αφορά την αίσθηση του χρώματος (του δέρματος) που, για αυτόν, έχουν οι λευκοί που θεωρούν ανώτερες τις έγχρωμες φυλές, κατά ειρωνικό τρόπο, ο ίδιος ο Orwell αρνείται την ύπαρξη φυλής στην αρχή του δοκιμίου του, αλλά τώρα την δέχεται ως νόμιμη κατηγορία. Σωστά συνδέει αυτή την αίσθηση με τον μαζοχισμό, προφανώς υπονοώντας ότι πρόκειται για μορφή oikophobia (θα λέγαμε φυλετικής εαυτοφοβίας) – κάτι που όμως είναι αντίθετο προς τον εθνικισμό.
Κάτω από την αίσθηση της τάξης, ο Orwell καταλαβαίνει την πίστη στην υπεροχή του προλεταριάτου. Ενώ οι εθνικιστές μπορούν επίσης να έχουν αυτό το “αίσθημα της τάξης”. Ο πασιφιστικός εθνικισμός αναγνωρίζεται ως ένα πέπλο για την αγάπη της απολυταρχίας, με την επιβολή της εξουδετέρωσης κάθε αντίστασης ενάντια στην τυραννία. Αλλά οι εθνικιστές έχουν ιστορικά αποδειχθεί ότι είναι οι φυσικοί εχθροί της τυραννίας.

Κάτω από τον αρνητικό εθνικισμό, ο Orwell παραθέτει την αγγλοφοβία, τον αντισημιτισμό και τον τροτσκισμό. Ειδικά επειδή εντοπίζει την αγγλοφοβία ως ένα συναίσθημα που διατηρείται κυρίως από τη βρετανική intelligentsia, αυτό είναι και πάλι μια μορφή oikophobia που ο Orwell που ονομάζεται εσφαλμένα ως εθνικισμό. Ο Orwell θεωρεί ότι ο αντισημιτισμός είναι μια νεκρή ιδεολογία λόγω της ήττας των Ναζί. Ο τροτσκισμός είναι κυριολεκτικά ο μεγαλύτερος εχθρός του εθνικισμού στην ιστορία.

Υποστηρίζει ότι αυτά τα κακά που κατηγορεί ότι κάνουν και πιστεύουν οι εθνικιστές, ενώ δεν ισχύουν για όλους τους εθνικιστές, είναι “αρκετά συνηθισμένα”. Εδώ δείχνει και πάλι την έλλειψη συνοχής του, διότι κάνει ακριβώς αυτό που καταδίκασε τους εθνικιστές ότι κάνουν: βάζει στερεότυπα σε μια ομάδα ανθρώπων.

Ολοκληρώνοντας το δοκίμιό του, ο Orwell μιλάει πάλι για την αποκαλούμενη παραμόρφωση της πραγματικότητας από τον εθνικισμό, καθώς ισχυρίζεται ότι αυτός βασίζεται σε «φόβο, μίσος, ζήλια και λατρεία εξουσίας». Μιλάει για την λατρεία της εξουσίας επειδή δεν είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ του μαρξισμού και του αντιθέτου του, του εθνικισμού, κάτι που αποτελεί την μεγαλύτερη αδυναμία του δοκιμίου του. Η ζήλια είναι η κυρίαρχη αμαρτία πίσω από τον εξισωτισμό (ισοπεδωτική «ισότητα», κατά το αφήγημα της αριστεράς, δείτε το πρόσφατο παράδειγμα με την κλήρωση για το ποιος μαθητής θα σηκώσει την σημαία), οπότε σίγουρα δεν μπορεί να συνδεθεί με τον εθνικισμό, ο οποίος έχει ως βασική αρχή την αγάπη για αυτό που είναι δικό μου, (η φυλή  μου, η ιστορία μου, πολιτισμός μου κλπ) σε αντίθεση με το φθόνο για αυτό που ανήκει στον άλλο. Επιπλέον, ο φόβος και το μίσος από μόνα τους (ξεκομμένα) δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «κακά» μέσα σε ένα χριστιανικό αγιογραφικό ηθικό πλαίσιο. 

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / πηγές: εδώ κι εδώ

ΠΗΓΗ