Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες εἶχαν ἕναν κοινὸ στόχο: Νὰ διαστρέψουν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ νὰ καταργήσουν τὴν Ἱ. Παράδοση:
«Πίστις δέ ἐστι τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι, ἐκ τοῦ τὴν ἀποστολικὴν παράδοσιν ἐδαφισθεῖσαν ἀφανισθῆναι» (Μ. Βασίλειος, Περὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, 10, 25, 9).
Γιὰ νὰ πετύχουν μάλιστα τὸν σκοπό τους δὲν διστάζουν νὰ ἐξαπατήσουν τὸ ποίμνιο, ἐπικαλούμενοι κι αὐτοὶ τὴν Ἱ. Παράδοση, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα διαστρέφοντάς την.
Τὸ ἐγχείρημα αὐτὸ εἶναι φυσικὰ ἐπιτυχές, μόνο ὅταν οἱ Ποιμένες δὲν ἀγρυπνοῦν καὶ δὲν κατηχοῦν ὀρθόδοξα τοὺς πιστοὺς καί, ὡς ἐκ τούτου, ὅταν τὸ ποίμνιο ἀγνοεῖ, τί εἶναι Ἱ. Παράδοση.
Ἡ Ἱ. Παράδοση δὲν ἐκσυγχρονίζεται, δὲν συμβιβάζεται, δὲν προσαρμόζεται, δὲν ὑποτάσσεται, ἀλλὰ παραμένει ὡς ἡ ἔκφραση τοῦ Λόγου, ζωντανὴ εἰς τὸν αἰῶνα (Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως).Ἐὰν ἀφαιρέσουμε ἢ θίξουμε ὁποιοδήποτε στοιχεῖο ἢ γράμμα, ἔστω καὶ «ἰῶτα ἓν» ἀπὸ τὴν οὐσία, καταστρέφουμε καὶ ἀναιροῦμε, κατὰ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸ ὅλο.
Κι ἂν ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἱστορικοῦ καὶ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι ὁδηγεῖ σὲ κάποια ἀναγκαστικὴ ἢ ἀναγκαία ἀλλαγή, αὐτὸ θὰ ἔχει σχέση μὲ κάποια ἐξωτερικὰ στοιχεῖα καὶ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας κι ὄχι μὲ τὴν οὐσία τῆς παραδόσεως, τὸ δόγμα καὶ τὴν πίστη π.χ. στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ Ἐπίσκοποι παντρεύονταν, οἱ ἱερεῖς εἶχαν κοντὰ μαλλιὰ καὶ παπαλήθρα κλπ.
Εἶναι μία ζωντανὴ ἐμπειρία, ἡ ὁποία διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια μας τὴν ζωή. Μᾶς ἐπιτρέπει νὰ προχωροῦμε στὴν ζωή μας μὲ σίγουρες βάσεις, ἀσφαλῆ δρόμο καὶ ἐφικτὸ προσδιορισμό. Μᾶς δίνει τὴν διαχρονικὴ ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία ὡς μέσο ἀποφυγῆς ἢ καὶ ἀντιμετώπισης σφαλμάτων, ὡς μέσο αὐτογνωσίας, ἔμπνευσης καὶ ὁλοκλήρωσης.
Εἶναι ἡ ἁλυσίδα ποὺ ἀναδεικνύει τὸν ζωντανὸ Λόγο, ποὺ συνδέει, κρατάει ἑνωμένη καὶ στηρίζει τὴν Ἐκκλησία διὰ μέσου τῶν αἰώνων·«Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν» (βλ. Συνοδικό). Ὅποιος κατέχει, διατηρεῖ καὶ βιώνει τὴν Ἱ. Παράδοση, δὲν ἐπιζητᾶ κάτι ἄλλο «Παράδοσις ἐστί, μηδὲν πλέον ζήτει» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Β’ Θεσσ. Λόγ. στ’). Τὰ κατέχει ὅλα.
Ἡ παράδοση δὲν ἀπειλεῖται κυρίως ἀπὸ κάτι τὸ ξενόφερτο, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν προβάλλουν καὶ ἀπὸ τὸ πῶς τὴν προβάλλουν, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπικαλοῦνται ἐπιφανειακῶς, ἀλλὰ στὴν πράξη τὴν ἀρνοῦνται. Οἱ αἱρετικοὶ προσπάθησαν νὰ ἀφαιρέσουν, νὰ προσαρμόσουν, νὰ ἀναιρέσουν, νὰ ἐκσυγχρονίσουν, νὰ μεταλλάξουν καὶ ἀποκόπησαν ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔμειναν ἐκτὸς Αὐτῆς καὶ αὐτομάτως χωρὶς Ἱ. Παράδοση, ἀφοῦ αὐτὰ ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκανε, αὐτοὶ τὰ ἀπόρριψαν. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀπόρριψης τους εἶναι εἶναι ἡ δημιουργία ὄχι ἑνὸς θεανθρωπίνου, ἀλλὰ ἑνὸς ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ, μὲ ἔλλειψη Παραδόσεως, μὲ ἔλλειψη ἀλήθειας, μὲ ἔλλειψη ἀληθινῆς ζωῆς.
Αὐτὸ προσπαθοῦν νὰ πράξουν καὶ σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές, ἡ αἵρεση τῶν αἱρέσεων, ἡ παναίρεση τῶν ἐσχάτων χρόνων. Ἡ Ἱ. Παράδοση τοὺς ἐλέγχει, τοὺς ἀποκαλύπτει, τοὺς ἀναδεικνύει ὡς αἱρετικούς. Ἔτσι προσπαθοῦν μὲ κάθε μέσο νὰ ἀλλοτριώσουν, νὰ διασπάσουν τὸν συνδετικό, διαχρονικὸ χαρακτῆρα τῆς Ἱ. Παραδόσεως καὶ ἔτσι, ὑπονομεύοντας τὰ προστατευτικά της πλαίσια, νὰ στηρίξουν τὴν αἱρετική τους ψευτοδιδασκαλία μὲ ὅλα τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματά της. Γι’ αὐτό τους τὸν σκοπὸ μεταχειρίζονται πολλὰ μέσα:
Παρουσιάζονται ἐπιφανειακὰ ὑποστηρικτὲς τῆς Παράδοσης, π.χ. τηρώντας αὐστηρὰ τὸ λειτουργικό της τυπικό, καταργώντας ὅμως τοὺς Κανόνες καὶ τὴν διαχρονικότητα ποὺ τὴν διέπουν.
Χρησιμοποιοῦν τὴν γλώσσα τῆς Ἱ. Παράδοσης, ἀφαιρώντας της ὅμως τὴν ἁπλότητα καὶ σαφήνεια τοῦ λόγου ποὺ τὴν διακατέχει καὶ χρησιμοποιώντας τεχνολογικὰ σοφίσματα καὶ σχολαστικὲς μεθόδους, ποὺ προκαλοῦν σύγχυση καὶ ἀποπροσανατολισμό.
Ὑμνοῦν ἐπιφανειακὰ τοὺς Ἀποστόλους, τὶς Συνόδους καὶ τοὺς Πατέρες ποὺ διασαφήνισαν τὰ δόγματα καὶ τὸν ἱερὸ χαρακτῆρα τῆς Ἱ. Παράδοσης, ἀμφισβητώντας τους ὅμως στὴν πραγματικότητα καὶ παρουσίαζοντας τὴν δική τους δοκισησοφία ὡς πραγματικὴ «αὐθεντία».
Ὑπερασπίζουν ἐπιφανειακὰ τὴν Ἱ. Παράδοση ἔχοντας κοινωνία καὶ δεσμοὺς ἀγάπης μὲ αὐτοὺς ποὺ τὴν κατήργησαν καὶ αὐτοανακηρύχθηκαν ἐχθροί της.
Μιλοῦν γιὰ τὴν Ἱ. Παράδοση καινοτομώντας, ὡς τεράστο ὀξύμωρον, ἀσύστολα καὶ ἀπροκάλυπτα, κατηγορώντας τοὺς ἀγωνιζομένους ὑπέρ της, ὡς φανατικοὺς παραδοσιολάτρες, χαρακτηρίζοντας παράλληλα τοὺς προοδόπληκτους ἀρνητές της, ὡς ἐκφραστές της.
Κηρύττουν στοὺς Ἱ. Ναοὺς τὴν σημασία τῆς Ἱ. Παράδοσης ἀποκηρύττοντάς την παράλληλα στὰ διεθνὴ συνέδρια ὡς τροχοπέδη, ὡς δεσμὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀπελευθερωθοῦμε στὸν σύγχρονο κόσμο ποὺ ζοῦμε.
Ἰσχυρίζονται, ὅτι ὑπερασπίζονται τὴν Ἱ. Παράδοση, παραδίδοντας την ὡς θυσία στὸν βωμὸ τῆς ἀντίχριστης καὶ ἀντιπατερικῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων.
Οἱ καιροὶ ποὺ ζοῦμε εἶναι καιροὶ σύγχυσης, προδοσίας καὶ ἀποστασίας καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ἐχθροὶ τῆς Πίστεως, οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἱ. Παράδοσης πρέπει νὰ κατονομάζονται καὶ νὰ ἀναδεικνύονται. Οἱ Οἰκουμενιστὲς πολεμώντας τὴν Ἱ. Παράδοση, πολεμοῦν τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Σὲ αὐτὴν τὴν προσπάθεια ποὺ κάνουν οἱ Οἰκουμενιστὲς βρῆκαν συμμάχους καὶ τοὺς ὑποτιθέμενους «ἀντιοικουμενιστές», οἱ ὁποῖοι μιλοῦν καὶ καταδεικνύουν μὲν τὴν καταπάτηση καὶ ἀναίρεση τῆς Ἱ. Παράδοσης, δὲν κάνουν ὅμως τίποτα γιὰ νὰ τὴν σταματήσουν γιὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων καὶ γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ἐπίγεια δόξα τους καὶ τὰ ὀφέλη ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει.
Ἀκολουθοῦν μάλιστα κι αὐτοὶ τὴν ἴδια μέθοδο διαστρέβλωσης τῆς Ἱ. Παράδοσης, παραχαράσσοντας τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων γιὰ τὸν ὀρθόδοξο, ἁγιοπατερικὸ τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν δειλία τους, τὴν ἐμπορεία τους, τὴν συγκάλυψη καὶ συνεργεία ποὺ διαπράττουν. Αὐτοὺς τοὺς ἀσυνεπεῖς «ἀντιοικουμενιστές» ρωτάει ὁ Παῦλος: «λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;» (Πρὸς Ρωμ. 2, 3).