Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΝΑ ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ ΤΟΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Η ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΤτΕ ;;;
Κατά την Έκθεση 17/2017, τα μνημόνια εξασφάλισαν τη βραχυπρόθεσμη μόνο σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τη ραγδαία επιδείνωση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, με αποτέλεσμα, η διάσωση τους, να προκαλέσει μέχρι σήμερα ζημία 36,4 Δις στα φορολογούμενα στην Ελλάδα φυσικά και νομικά πρόσωπα!!! 

  • Ποιας “μεγαλύτερης” τράπεζας την αποτυχία στα stress tests του 2010 συγκάλυψε η ΤτΕ του Γιώργου Προβόπουλου ;;; 
  • Ποιας “μεγαλύτερης” τράπεζας την ανεπάρκεια διακυβέρνησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων και πρακτικών δανεισμού, συγκάλυψε το 2016 η ΤτΕ του Γιάννη Στουρνάρα ;;;

Διαβάστε τι γράφει η Έκθεση 17/2017 για τα κατορθώματα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και των κυβερνήσεων που συγκάλυψαν την χρεοκοπία του, πριν και μετά τα μνημόνια :

Μία επταετία, τρία προγράμματα και εκταμιευθείσα συνδρομή άνω των 265 δισεκατομμυρίων ευρώ (άνω του 150 % του ελληνικού ΑΕΠ) αντανακλούν τις πρωτοφανείς διαστάσεις της από κοινού στήριξης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και το ΔΝΤ. Τα στοιχεία αυτά και μόνο καταδεικνύουν ότι τα προγράμματα δεν ήταν ικανά να διορθώσουν τις βαθιές οικονομικές ανισορροπίες, ούτε να επιτρέψουν στην Ελλάδα να διαχειριστεί τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της χωρίς εξωτερική στήριξη.
ΣΕΛ. 71 


Μολονότι οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία κατά τη διάρκεια του πρώτου προγράμματος, το ίδιο το πρόγραμμα δεν προέβλεπε όρους για τη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών. Ωστόσο, προβλήματα διακυβέρνησης (π.χ. δανεισμός συνδεδεμένων μερών με όρους ευνοϊκότερους από εκείνους της αγοράς) υπήρχαν πολύ πριν από την κρίση, καθώς η εταιρική διακυβέρνηση των ελληνικών τραπεζών κατά μέσο όρο υστερούσε εξαρχής σημαντικά έναντι εκείνης των ευρωπαϊκών. Το δεύτερο πρόγραμμα προέβλεπε ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές («συστημικές») τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιούνταν κυρίως με κεφάλαια του προγράμματος μέσω του ΤΧΣ, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται επαρκής έλεγχος του ιδιωτικού τους μάνατζμεντ. Σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, οι ιδιοκτησιακές μεταβολές, που οδήγησαν το 2013 στη σχεδόν πλήρη εθνικοποίηση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες αλλαγές στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διοίκηση παρέμεινε στους ιστορικούς μετόχους και το ΤΧΣ δεν είχε δικαίωμα να την αξιολογήσει από άποψη πείρας, φήμης και ανεξαρτησίας. Όρος σχετικά με την αξιολόγηση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών περιελήφθη μόλις στο τρίτο πρόγραμμα, με το ΤΧΣ να πρέπει να αξιολογήσει όλα τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών.

Για τον σκοπό αυτό, και προκειμένου να αντιμετωπιστούν δυνητικές πολιτικές ή επιχειρηματικές παρεμβάσεις, το τρίτο πρόγραμμα περιέλαβε αυστηρότερα κριτήρια επιλογής όσον αφορά τα προσόντα και την πείρα των μελών των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών. Ωστόσο, βάσει των σχετικών κριτηρίων, οι υποψήφιοι περιορίζονταν σε εκείνους που είχαν τραπεζική και χρηματοοικονομική πείρα. Η απαίτηση αυτή δεν εναρμονιζόταν πλήρως με τις διεθνείς πρακτικές και τις απαιτήσεις της ΕΕ / του ΕΕΜ, οι οποίες προάγουν, κατ’ αρχήν, τη διαφοροποιημένη σύνθεση και τη συλλογική γνώση των διοικητικών συμβουλίων. Εξάλλου, οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν επικεντρώθηκαν επαρκώς στη διακυβέρνηση και την εγχώρια εποπτεία των λιγότερο σημαντικών τραπεζών. Σχεδόν έξι χρόνια μετά τη θέσπιση του πρώτου προγράμματος, επιτόπιος έλεγχος που διενεργήθηκε από την ΤτΕ και τον ΕΕΜ τον Μάρτιο του 2016 ανέδειξε στη μεγαλύτερη εξ αυτών τράπεζα σοβαρές εσωτερικές αδυναμίες όσον αφορά τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση των κινδύνων και τις πρακτικές δανεισμού.
ΣΕΛ. 63 

Όταν το 2012 η πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας προεξοφλήθηκε πλήρως και προέκυψε η κεφαλαιακή ανεπάρκεια των τραπεζών, δεν αξιολογήθηκε ο τρόπος με τον οποίο τα δημοσιονομικά μέτρα θα επηρέαζαν περαιτέρω τη φερεγγυότητα των οφειλετών των τραπεζών και, κατ’ επέκταση, την αγοραία αξία των δανείων τους. Παραδείγματος χάριν, δεν αναλύθηκε ο βαθμός στον οποίο οι υψηλότεροι περιοδικοί φόροι επί της ακίνητης περιουσίας θα έπλητταν τις τιμές των ακινήτων και τα στεγαστικά δάνεια.
ΣΕΛ. 33 

Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων, οι δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν σημαντικά, με υποβάθμιση σε καθεστώς αθέτησης (default) το 2015. Παρά την ολοκλήρωση της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης η οποία ενίσχυσε την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, το 2016 η πιστοληπτική αξιολόγηση όλων των τραπεζών παρέμενε στη μη επενδυτική βαθμίδα. Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, κατά την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης το 2008, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών αντιστοιχούσαν συνολικά στο 5,5 % του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων (7 % το 2009). Λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής ύφεσης, της επακόλουθης αύξησης της ανεργίας και της μη αντιμετώπισης των αθετήσεων υποχρεώσεων από στρατηγικούς κακοπληρωτές, τα ΜΕΔ αυξήθηκαν ραγδαία κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προγραμμάτων. Το 2016, βάσει ενός ευρύτερου ορισμού, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ήταν τα υψηλότερα στην ΕΕ (45,9 %) και εννέα φορές υψηλότερα από τον μέσο όρο της (5,1 %).
ΣΕΛ. 79-80 

Μολονότι τα προγράμματα θέσπισαν όρους για τη βελτίωση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση, οι μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα προέβλεπαν μόνο τη σύσταση του Institute for Growth (Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο). Επιπλέον, το ποσό που χορηγήθηκε για τον σκοπό αυτό (περίπου 200 εκατομμύρια ευρώ) ήταν χαμηλό σε σχέση με τις χρηματοδοτικές ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι περιορισμοί στη διαθεσιμότητα πιστώσεων υπονόμευσαν τις προσπάθειες αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι εγχώριες ΜΜΕ αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
ΣΕΛ. 58 

Όρος του δεύτερου προγράμματος προέβλεπε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έπρεπε να αξιολογήσει ποιες από τις 15 εγχώριες τράπεζες ήταν βιώσιμες και, επομένως, επιλέξιμες για ανακεφαλαιοποίηση με τη χρήση κεφαλαίων του προγράμματος. Οι υπόλοιπες επρόκειτο να εξυγιανθούν, εκτός εάν υπήρχε δυνατότητα άντλησης ιδιωτικών κεφαλαίων. Το πρόγραμμα δεν απαιτούσε από την ΤτΕ να διασφαλίσει ότι η διαδικασία θα ήταν αρκούντως διαφανής. Παραδείγματος χάριν, οι τράπεζες δεν είχαν πρόσβαση στην αξιολόγηση που τις αφορούσε, ούτε στους υποκείμενους υπολογισμούς.
ΣΕΛ. 60 

Στο πλαίσιο των δύο πρώτων προγραμμάτων δόθηκε έμφαση στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την παροχή ρευστότητας, αλλά δεν ακολούθησαν αποτελεσματικά μέτρα για τη διαχείριση των ΜΕΔ (π.χ. το πρώτο πρόγραμμα προέβλεπε μόνο δέσμευση για την αξιολόγηση της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας). Στο δεύτερο πρόγραμμα το πρόβλημα των ΜΕΔ επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί κυρίως μέσω της εσωτερικής διαχείρισής τους από τις τράπεζες, η οποία, αν και αναγκαία, αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική. Τα προβλήματα περιελάμβαναν την αναβολή έως τα τέλη του 2015 της εφαρμογής του κώδικα δεοντολογίας για τη διαχείριση των ΜΕΔ, τη μη ενεργό διαχείριση του δανειακού χαρτοφυλακίου (οι τράπεζες επικεντρώθηκαν κυρίως σε βραχυπρόθεσμες λύσεις, μεταθέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα στο μέλλον) και την κακή διατραπεζική συνεργασία στις περιπτώσεις κοινών πιστούχων. Διαπιστώθηκε επίσης αδράνεια σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τράπεζες είχαν καταγγείλει συμβάσεις δανείων χωρίς να προβούν στις προβλεπόμενες νομικές ενέργειες.
ΣΕΛ. 62 

Ως προς την αφερεγγυότητα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων στην Ελλάδα, οι όροι του πρώτου και του δεύτερου προγράμματος παρέμειναν γενικοί, και οι διάφορες νομοθετικές τροποποιήσεις που θεσπίστηκαν δεόντως για τον χειρισμό προβληματικών στοιχείων ενεργητικού ήταν, ως επί το πλείστον, περιορισμένης εμβέλειας και αναποτελεσματικές. Πολλές από αυτές ήταν αποσπασματικές και περιελάμβαναν ποικιλία πολιτικών προτεραιοτήτων που συνεπάγονταν συχνά αντικρουόμενους στόχους πολιτικής. Ενίοτε, αποφασίζονταν ακόμη και χωρίς κατάλληλη διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους ούτε ανάλυση επιπτώσεων. Η πολυπλοκότητα του πλαισίου αφερεγγυότητας παρέτεινε μάλλον επ’ αόριστον το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντί να συμβάλει στην αντιμετώπισή του με βάση ένα συνεκτικό, κεντρικό στρατηγικό πλαίσιο με σαφείς πολιτικές προτεραιότητες. Ο σχεδιασμός του πλαισίου δεν έλαβε επίσης υπόψη την περιορισμένη ικανότητα της δικαιοσύνης να χειριστεί αποτελεσματικά μεγάλο αριθμό υποθέσεων.
ΣΕΛ. 62 

Σε συνέχεια των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενήργησε η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS) τον Ιούλιο του 2010, η τράπεζα που απέτυχε στη δοκιμασία εφαρμόζει προσωρινά μέτρα αναδιάρθρωσης υπό την αυξημένη εποπτεία της ΤτΕ. Η κυβέρνηση παρέχει την πλήρη στήριξή της στη συγκεκριμένη τράπεζα και διασφαλίζει ότι αυτή συμμορφώνεται με την απαίτηση της εφαρμογής σχεδίου αναδιάρθρωσης βάσει των κανόνων της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης της προθεσμίας της 1.10.2010 για την υποβολή του. Ο όρος αξιολογήθηκε ως «μερικώς υλοποιηθείς / σε εξέλιξη» στη 2η αξιολόγηση. Δεν του δόθηκε συνέχεια στην 3η αξιολόγηση του 1ου ΜΣ, παρότι αυτός είχε χαρακτηριστεί απλώς ως «μερικώς υλοποιηθείς» και η αξιολόγηση βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη.

Η ΤτΕ θα υποχρεώσει όλες τις τράπεζες των οποίων η κεφαλαιακή βάση υστερεί ως προς τις κανονιστικές απαιτήσεις να λάβουν κατάλληλα μέτρα μέσω εισφορών κεφαλαίου ή αναδιάρθρωσης. Εάν αυτό περιλαμβάνει τη συμμετοχή άλλων τοπικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η ΤτΕ θα υποβάλει ανάλυση χρηματοοικονομικών επιπτώσεων και νομική γνωμοδότηση. Ο όρος αναφέρθηκε ως «μερικώς υλοποιηθείς» στην 5η αξιολόγηση. Λόγω της διάρκειας και της πολυπλοκότητας των διαδικασιών, η συμφωνηθείσα προθεσμία δεν μπορούσε να τηρηθεί. Ωστόσο, δεν του δόθηκε συνέχεια στο 2ο ΜΣ.
ΣΕΛ. 14 Παράρτημα

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΚΘΕΣΗ