Η Ελλάδα αναλαμβάνει πρωτοβουλίες διευθέτησης των διαφορών της με Αλβανία και FYROM. Αυτό έρχεται σε συνέχεια κινήσεων αναζήτησης κοινού τόπου με άλλες βαλκανικές χώρες, μέσω διαφόρων σχημάτων. Ολα αυτά εντάσσονται στην προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας μας στην περιοχή. Ποια είναι, όμως, τα περιφερειακά δεδομένα αυτή τη στιγμή και πού αποσκοπεί η Αθήνα;
Τα δυτικά Βαλκάνια διολισθαίνουν (εκ νέου) στους εθνικισμούς και στην αποσταθεροποίηση. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι περίπου ένα αποτυχημένο κράτος. Αλβανία, Κόσοβο και ΠΓΔΜ μαστίζονται από φαινόμενα διαφθοράς και φτώχειας, με την πρώτη να θεωρείται ναρκο-κράτος. Τα Τίρανα, παρότι εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 2009, διατηρούν εθνικιστικό λόγο με δομικά χαρακτηριστικά, με τον Ράμα φανερά στριμωγμένο παρά την πρόσφατη νίκη του στις εκλογές. Από την άλλη, οι Σέρβοι της Βοσνίας προλειαίνουν το έδαφος για τυχόν απόσχιση, ενώ οι αντίστοιχοι του Κοσσυφοπεδίου συμμετέχουν στην κυβέρνηση Χαραντινάι, τον οποίο το Βελιγράδι θεωρεί εγκληματία πολέμου.
Σήμερα, η προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. (ως μαξιλάρι ασφάλειας στην αναζωπύρωση των εντάσεων και στη θεσμική εναρμόνιση) μοιάζει όλο και πιο μακρινή. Οι δε ΗΠΑ φαίνεται να επιχειρούν να καλύψουν το κενό, υπό τον φόβο της ρωσικής διείσδυσης, αν και Αυστρία και Γερμανία δείχνουν τελευταία αυξανόμενο ενδιαφέρον για την περιοχή, όπως άλλωστε και η Βουλγαρία.
Στην πραγματικότητα, η Ουάσιγκτον μάλλον υπερτιμά τη ρωσική παρουσία (πιθανόν στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος στο Μαυροβούνιο) και υποτιμά την αντίστοιχη κινεζική, που συν τω χρόνω γίνεται αξιοπρόσεκτη. Mέσω της αναβίωσης του «Δρόμου του Μεταξιού» το Πεκίνο αναμένεται να εδραιώσει τα οικονομικά ερείσματά του στην περιοχή, τα οποία ήδη αναπτύσσονται με την κατασκευή οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων αλλά και έργων σε επιπλέον υποδομές μέσω της πλατφόρμας συνεργασίας «16+1», με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ε.Ε. και ΗΠΑ φαίνεται προσώρας να στερούνται μακροχρόνιου σχεδιασμού για το μέλλον της περιοχής και περισσότερο ενδιαφέρονται για τον μετριασμό της ρωσικής ανάμειξης.
Στον τομέα της ασφάλειας, δεν πρέπει να λησμονούμε την εγκατάσταση πυρήνων τζιχαντιστικής τρομοκρατίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (λειτουργούν ακόμη και στρατόπεδα εκπαίδευσης), καθώς επίσης και το παράνομο εμπόριο (πάσης φύσης) λόγω των διεφθαρμένων θεσμών εξουσίας και της απουσίας ουσιαστικού ελέγχου. Αξιοσημείωτη είναι και η προσπάθεια της Τουρκίας να ξεριζώσει το σύστημα Γκιουλέν.
Αξιοποιώντας την πολιτιστική κληρονομιά, τις κοινές ρίζες και χρησιμοποιώντας σημαντικά κεφάλαια, προβαίνει σε κινήσεις διέγερσης του θρησκευτικού αισθήματος με αυξανόμενες τάσεις παρεμβατισμού. Εξίσου, ως προστάτιδα δύναμη, η Αγκυρα προσπαθεί να ενσταλάξει την τουρκική συνείδηση στις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων (Ελλάδα, FYROM, Βουλγαρία και Κόσοβο), με προφανή διάθεση εργαλειοποίησής τους.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, επιχειρεί να καταδείξει ότι θέλει εκ νέου να καταστεί μέρος της λύσης των προβλημάτων της περιοχής. Σήμερα, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, τα ζητήματα με τα Τίρανα είναι πιο σύνθετα και δυσεπίλυτα απ’ ό,τι το ονοματολογικό με τα Σκόπια.
Μάλιστα, στην περίπτωση των πρώτων, εφόσον υπάρχει σύμπνοια απόψεων μεταξύ Αθήνας – Ουάσιγκτον – Βρυξελλών, παραμένει ερώτημα πού ποντάρει ο Ράμα και αν πατρονάρεται από κάποιο τρίτο μέρος (π.χ. Αγκυρα). Εδώ ίσως βρίσκεται και το κλειδί της έσχατης επαναδραστηριοποίησης της Αθήνας: στην ανάσχεση της τουρκικής επιρροής, η οποία ενισχύεται όσο παραμένουν σε εκκρεμότητα ευαίσθητα για εμάς θέματα, η λύση των οποίων, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από εμάς.
Εξάλλου, έχοντας ταυτόχρονα πολλά μέτωπα ανοιχτά στην εξωτερική μας πολιτική, έχουμε μικρότερη ευχέρεια κινήσεων. Μετεξελισσόμενοι σε εμπορικό και ενεργειακό κέντρο, μπορούμε να συμβάλουμε στην οικονομική ανασύνταξη της Βαλκανικής, εντούτοις, απαιτούνται πιο αποφασιστικά βήματα προκειμένου να αποκτήσουμε ουσιαστικό ρόλο και λόγο στις περιφερειακές εξελίξεις.