Ενα βιβλίο του βρετανού δημοσιογράφου Λιουκ Χάρvτινγκ δίνει νέα τροφή στη θεωρία της ρωσικής συνωμοσίας και ρίχνει φως στις σχέσεις του Τραμπ με τη Μόσχα που ξεκινούν πριν από σαράντα χρόνια. Γιατι ποιος είπε ότι η πραγματικότητα δεν μπορεί να ξεπεράσει και τα πιο ευφάνταστα πολιτικά θρίλερ
Oι Ρώσοι έδειξαν για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τον Τραμπ το μακρινό 1977, όταν ακόμα ο αμερικανός κροίσος άρχισε να χτίζει τη μετέπειτα αυτοκρατορία του και καλλιέργησαν αυτή τη σχέση επί τριάντα χρόνια περιμένοντας πότε ο «σπόρος που φύτεψαν» σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο απόγειό του θα φύτρωνε. Αυτό που τελικά κατάφεραν μπορεί να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία των μυστικών υπηρεσιών: να επηρεάσουν -αν όχι να εκβιάσουν- τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Μοιάζει με ευφάνταστο πολιτικό θρίλερ. Αλλά αυτό σε γενικές γραμμές υποστηρίζει ο δημοσιογράφος του Guardian Λιουκ Χάρντινγκ στο βιβλίο του «Collusion: How Russia Helped Donald Trump Win» (Δολοπλοκία: πώς η Ρωσία βοήθησε τον Ντόναλντ Τραμπ να νικήσει).
Ο Χάρντινγκ δεν είναι τυχαία περίπτωση. Ηταν επί χρόνια ανταποκριτής του Guardian στη Ρωσία, από την οποία απελάθηκε λόγω των ερευνών του πάνω σε ζητήματα «ενοχλητικά» για το Κρεμλίνο. Ο Χάρντινγκ έκανε τις δικές του έρευνες για τη διαδρομή που συνέδεε τον Πύργο Τραμπ με το Κρεμλίνο, όταν συνάντησε τον Κρίστοφερ Στιλ, τον πρώην πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών που συνέταξε τη διάσημη έκθεση για τις σχέσεις του Τραμπ με τη ρωσική κυβέρνηση. Ο φάκελος του Στιλ προκάλεσε πολιτική αναταραχή όταν δημοσιοποιήθηκε, στις 10 Ιανουαρίου. Ο ίδιος ο Τραμπ χαρακτήρισε όσα αποκάλυψε τότε ο Στιλ «fake news», αλλά τώρα το βιβλίο του βρετανού δημοσιογράφου έρχεται να ρίξει νέο φως και να προσθέσει επίσης πολλά ερωτήματα στην υπόθεση.
Οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίας άλλαξαν όνομα -η διαβόητη KGB στην οποία υπηρέτησε ο νεαρός Πούτιν μετονομάστηκε σε FSB- αλλά τα «εργαλεία» παρέμειναν τα ίδια: χρήματα και σεξ, δύο στοιχεία που αφθονούν και στη βιογραφία του Τραμπ, γράφει ο Χάρντινγκ. Οι υπηρεσίες της Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν να ασχολούνται με τον Τραμπ ήδη από το μακρινό 1977, όταν ο φέρελπις ιδιοκτήτης οικοδομικών επιχειρήσεων παντρεύτηκε την τσεχικής καταγωγής Ιβάνα Ζελνίκοβα. Οταν το περασμένο έτος οι απόρρητοι φάκελοι των τσεχικών μυστικών υπηρεσιών της εποχής αποχαρακτηρίστηκαν και επιτράπηκε η πρόσβαση σε αυτούς προέκυψαν ενδιαφέροντα στοιχεία: φαίνεται καθαρά ότι οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν την αλληλογραφία της Ιβάνα, όπως και το ταξίδι που πραγματοποίησε τότε στην Τσεχοσλοβακία το ζεύγος. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Χάρντινγκ «ο Τραμπ είχε από τότε εκφράσει στη Ιβάνα το ενδιαφέρον του να ασχοληθεί κάποια στιγμή με την πολιτική».
Ακολούθησε, το 1987, η πρώτη πρόσκληση της ρωσικής κυβέρνησης προς τον Τραμπ με σκοπό να συζητήσουν για επενδύσεις. «Ο Τραμπ έγραψε ότι η επίσκεψη στη Μόσχα ήταν μία «εκπληκτική εμπειρία». Το ζεύγος διέμεινε στο National Hotel κοντά στην Κόκκινη Πλατεία, στη «σουίτα Λένιν» όπου τον Οκτώβριο του 1917 ο Λένιν και η γυναίκα του είχαν μείνει για μία εβδομάδα». Τα επενδυτικά σχέδια δεν προχώρησαν τότε. Αλλά λίγο μετά την επιστροφή του από τη Μόσχα ο Τραμπ «αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην πρόθεσή του να ασχοληθεί με την πολιτική και όχι ως δήμαρχος ή γερουσιαστής. Ηδη τότε είχε στο μυαλό του την προεδρία». Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1987 –δύο μήνες μετά την επιστροφή του, δημοσιεύθηκε στους New York Times ρεπορτάζ με τίτλο: «Ο Τραμπ στέλνει μηνύματα ότι σκέφτεται να είναι υποψήφιος».
Κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν ο σχέσεις των δύο πλευρών γίνονταν όλο και πιο στενές, αναφέρει ο Χάρντινγκ. Ενδεικτική η φιλία του Τραμπ με τον Αράς Αγκαλάροφ, τον «βασιλιά των εμπορικών κέντρων της Ρωσίας» και άνθρωπο του Κρεμλίνου. Μία σχέση που έγινε ακόμα πιο σαφής όταν το 2013 ο διαγωνισμός για τη Μις Υφήλιος -εκδήλωση που εδώ και χρόνια έχουν αναλάβει να διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις του Τραμπ- έγινε για πρώτη φορά στη Ρωσία. Από τον Αγκαλάροφ έφτασε εν μέσω προεκλογικής περιόδου και η προσφορά υλικού «προερχόμενου κατευθείαν από τη ρωσική κυβέρνηση» που θα εξέθετε τη Χίλαρι Κλίντον.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Ολοι σχεδόν οι άνθρωποι που ο Τραμπ επέλεξε για να τον πλαισιώσουν στον προεκλογικό του αγώνα έχουν παλιές και στενές σχέσεις με ρώσους ολιγάρχες οι οποίοι ανήκουν στον κύκλο του Πούτιν. Ο Κάρτερ Πέιτζ συζητούσε με τον Ιγκόρ Σέτσιν, νούμερο ένα του κρατικού ενεργειακού κολοσσού Rosneft, την άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Ο Πολ Μάναφορτ και ο Ρικ Γκέιτς (εναντίον των οποίων απηύθυνε κατηγορίες προ ημερών ο ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μόλερ) βρισκόντουσαν επί δεκαετία στο βιβλίο πληρωμών του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και του ρώσου βιομηχάνου και «βασιλιά του αλουμινίου» Ολεγκ Ντεριπάσκα. Αλλά και ο στρατηγός Μάικλ Φλιν -τον οποίο ο Τραμπ μετά την εκλογή του έχρισε σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας- φαίνεται ότι ενέδωσε στη «ρωσική γοητεία». «Το υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ είναι σαν να το διαμόρφωσε ο Πούτιν» σχολιάζει στο βιβλίο του ο Χάρντινγκ.
Με τους ολιγάρχες της Ανατολικής Ευρώπης ο Τραμπ έκανε μπίζνες που του απέφεραν εκατομμύρια. Ο δισεκατομμυριούχος Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ (ιδιοκτήτης του Σκορπιού) αγόρασε -την περίοδο μάλιστα που έσκασε η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ- τη βίλα του στο Παλμ Μπιτς για 95 εκατομμύρια δολάρια, τιμή διπλάσια από εκείνη που ο Τραμπ είχε δώσει λίγο πριν. Λίγο προτού σκάσει η υπόθεση με τα emails της Κλίντον ο Ριμπολόβλεφ ταξίδεψε πολλές φορές στις πόλεις που βρισκόταν ο Τραμπ. Δεν ήταν ο μοναδικός Ρώσος που αγόρασε ακίνητα από τον Τραμπ. Στο βιβλίο του Χάρντινγκ αναφέρονται αρκετοί, ορισμένοι από τους οποίους έχουν συλληφθεί για σχέσεις με τη Μαφία. «Για σαράντα χρόνια τα υπερπολυτελή διαμερίσματα που πουλούσε ο Τραμπ έπαιζαν τον ρόλο του πλυντηρίου για χρήματα της Μόσχας», αναφέρει.
Το πιο ανησυχητικό σημείο του βιβλίου αφορά τη Γερμανία. Μετά την κρίση των ακινήτων του 2008 ο Τραμπ βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας. Το μεγαλύτερο μέρος των χρεών του ήταν προς τη Deutsche Bank. Αλλά μόλις δύο χρόνια μετά η γερμανική τράπεζα του δίνει νέο δάνειο εκατό εκατομμυρίων δολαρίων, καθοριστικό στην προσπάθειά του να αποφύγει τη χρεοκοπία. Οταν κέρδισε την κούρσα για τον Λευκό Οίκο τα χρέη του έφταναν πλέον στο ύψος των τριακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Χάρντινγκ περιγράφει ένα γιγαντιαίο τρίγωνο Μόσχας – Φρανκφούρτης – Νέας Υόρκης: «Από το 2010 ως το 2015 μετακινήθηκαν από τη Ρωσία προς τη Δύση 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ρωσική τράπεζα Vtb -στενά δεμένη με το Κρεμλίνο- την οποία διαχειρίζονται άτομα που ελέγχει η FSB (πρώην KGB) αγόρασε την θυγατρική της Deutsche Bank στη Μόσχα. Τα καταστήματα της Deutsche Bank σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη φαίνεται ότι κέρδισαν πολλά από αυτή την κατάσταση. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των εξελίξεων η Deutsche Bank δάνειζε εκατομμύρια δολάρια στον μελλοντικό πρόεδρο».
Ο ίδιος ο Χάρντινγκ, σε συνέντευξή του στην ιταλική Repubblica, λέει ότι τα περισσότερα στοιχεία που συγκέντρωσε ο Στιλ είναι σωστά -το 70%-90% όπως εκτιμά. Σε ό,τι αφορά την επιχείρηση επηρεασμού των αμερικανικών εκλογών που οργάνωσε η Μόσχα αυτή εντάσσεται στην παλαιά τακτική της KGB και την οποία κληρονόμησε η FSB. «Η τακτική αυτή συνίσταται στην «επένδυση» πάνω σε πρόσωπα με επιρροή στη Δύση, διεισδύοντας στις οικογένειές τους, στις δραστηριότητές τους και στοιχηματίζοντας στην άνοδό τους. Αυτό δηλαδή που έγινε με τον Τραμπ κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στη Ρωσία το 1987».
Σε ό,τι αφορά τις αναφορές του Στιλ ότι ο Τραμπ εκβιάστηκε από τους Ρώσους που τον είχαν φωτογραφίσει σε «ιδιαίτερες στιγμές» του ο Χάρντινγκ λέει: «Δεν μπορώ να γνωρίζω αν πράγματι ο Τραμπ -όπως αναφέρει ο φάκελος του Στιλ- συμμετείχε σε όργιο στην σουίτα του στο ξενοδοχείο Ritz Carlton στη Μόσχα. Ο Τραμπ λέει ότι δεν ισχύει. Εγώ όμως έχοντας ζήσει επί τέσσερα χρόνια στη Ρωσία γνωρίζω καλά ότι το πρώτο πράγμα που διδάσκονται οι ρώσοι κατάσκοποι είναι η δύναμη του σεξουαλικού εκβιασμού». Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι Ρώσοι προσπάθησαν να πράξουν κάτι παρόμοιο με τον ίδιο και διερωτάται: «Αν η FSB έδωσε τόση σημασία και χρόνο για έναν δημοσιογράφο του Guardian, πόση προσπάθεια θα κατέβαλαν για τον Τραμπ;».
Αυτά που αναφέρει στο βιβλίο του ο Χάρντινγκ συνιστούν μία «δίκη» βασισμένη σε πλήθος ενδείξεων αλλά χωρίς αποδείξεις. Επιπλέον ο Πούτιν δεν πέτυχε τον τελικό του στόχο, την άρση των κυρώσεων. Αλλά από την άλλη πλευρά ο Τραμπ δεν χάνει ευκαιρία να δίνει τροφή σε υποψίες, όπως έκανε την περασμένη εβδομάδα όταν έγραψε στο Twitter: «Το να έχουμε καλές σχέσεις με τη Μόσχα είναι καλό». Αναμφίβολα. Και κυρίως για τον ίδιο.