Ύστερα από απαίτηση των δανειστών καταρτίζεται σχέδιο κατάργησης 5.000 θέσεων εργασίας μέσα στο 2018 στις τράπεζες, σε μια προσπάθεια να μειώσουν ακόμη περισσότερο το λειτουργικό κόστος τους, για το οποίο πιέζουν οι δανειστές, ο SSM και τα ξένα funds που συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο.

Το νέο «ψαλίδι» που θα έρθει αναμένεται να πλήξει κυρίως τις κεντρικές υπηρεσίες των τραπεζών, καθώς η «διόρθωση» στο δίκτυο υλοποιήθηκε εν πολλοίς στη διάρκεια των προηγούμενων ετών της κρίσης. Από το 2008 έως σήμερα το προσωπικό των τραπεζικών ομίλων έχει συρρικνωθεί στους 41.000 από 64.000 υπαλλήλους, ενώ τα καταστήματα μειώθηκαν στο μισό (στα 2.000 από 4.000).

O ψηφιακός μετασχηματισμός των ιδρυμάτων μείωσε τις ανάγκες τους για προσωπικό back office, καθώς το 80% των τραπεζικών υπηρεσιών μπορεί πλέον να εκτελεστεί αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα – μειώνοντας σημαντικά το λειτουργικό κόστος. Για τον ίδιο λόγο υπολογίζεται να κλείσουν περί τα 180 υποκαταστήματα.

Ενα μεγάλο μέρος των νεότερων εργαζομένων αναμένεται να επιλέξει την έξοδο από τους μεγάλους τραπεζικούς ομίλους σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών, αξιοποιώντας τα πακέτα εθελούσιας εξόδου που ισχύουν και που δεν έχουν σχέση με αυτά που ίσχυαν στο πρόσφατο παρελθόν.

Οι μεγαλύτεροι, όμως, σε ηλικία τραπεζοϋπάλληλοι δεν έχουν την ίδια ευελιξία στην αγορά εργασίας, γεγονός που τους κρατά «δεμένους» στο άρμα της τράπεζας στην οποία εργάζονται.
Σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων γίνονται στοχευμένες προτάσεις εθελούσιας εξόδου, με την παροχή ελαφρώς καλύτερων πακέτων από αυτά που προβλέπονται για το προσωπικό γενικά.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα στέλεχος ηλικίας 40 ετών μπορεί να αποχωρήσει σήμερα από μια μεγάλη συστημική τράπεζα λαμβάνοντας πακέτο έως 100.000 ευρώ (μεικτά) – αν και τέτοιου είδους «χρυσά πακέτα» δεν πρόκειται να συνεχιστούν για πολύ. Στο δίκτυο οι προτάσεις εξόδου προβλέπουν ακόμη μεγαλύτερη αποζημίωση – συν 20%, αναφέρουν οι ίδιες πηγές.

Σημειώνεται πως από την αρχή της κρίσης το προσωπικό των τραπεζικών ομίλων έχει μειωθεί, από τα 64.000 άτομα στα 41.000, ενώ έχουν κλείσει σχεδόν τα μισά υποκαταστήματα.

ΠΗΓΗ