Διονύσης Χιόνης

Τα τελευταία επτά χρόνια οι επανειλημμένες διαψεύσεις των επίσημων και ανεπίσημων προβλέψεων για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία αποδεικνύουν την εξαιρετική μεταβλητότητα των μακροοικονομικών μεγεθών και την δυσκολία κατανόησης των εξελίξεων ακόμα και σε βραχυχρόνιο επίπεδο. Συγκεκριμένα η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις συνδέεται με τις πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν το 2018 και αναμένεται να έχουν καθοριστικές επιδράσεις στην διαμόρφωση του οικονομικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας.
Αποφάσεις όπως η αναδιάρθρωση του χρέους, η επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η αναπτυξιακή βοήθεια, η λειτουργία των τραπεζών αλλά και ο δημοσιονομικός στόχος είναι ορισμένες μόνο από τις αποφάσεις όπου μπορούν να μεταβάλλουν άρδην το οικονομικό κλίμα.

Το κεντρικό ζητούμενο στον κρατικό Προϋπολογισμό για το 2018 είναι η ανάπτυξη και η διατηρήσιμη  θετική μεταβολή του ΑΕΠ. Και αυτό διότι σύμφωνα με την συμφωνία του Αυγούστου 2015 από τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα θα μπορέσει να καλύψει από τις κεφαλαιαγορές τις δανειακές της ανάγκες. Επομένως η συνέχιση της ύφεσης και της στασιμότητας θα δυσχέραινε εξαιρετικά την έξοδο στις αγορές διευρύνοντας τα spreads ελληνικών ομολόγων. Εκτός των παραπάνω  η αναγκαιότητα για την αναστροφή της κρίσης προέρχεται από την ανάγκη αντιμετώπισης της εκτεταμένης φτωχοποίησης και της μεγάλης ανεργίας.
Η έκρυθμη κοινωνική κατάσταση και οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες κάνουν πιο επιτακτική την συζήτηση για την ανάπτυξη.  Σε αυτό το πλαίσιο στον προυπολογισμό του 2018 η επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης αποτελεί έναν ισοβαρή στόχο με αυτόν της δημοσιονομικής σταθεροποίησης.

Πρέπει να επισημανθεί ότι ο  βραχυχρόνιος αναπτυξιακός στόχος δύναται να επιτευχθεί με βραχυχρόνια μέτρα πολιτικής που μπορούν να επιδράσουν αυξητικά στο ΑΕΠ. Κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό στον σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής και στην δέσμη μέτρων που προτείνονται και συμπεριλαμβάνονται στον προυπολογισμό να γίνει ένας ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων αναπτυξιακών μέτρων.
Η σύγχυση και η αλληλοεπικάλυψη των βραχυχρόνιων με τα μακροχρόνια μέτρα αναπτυξιακής πολιτικής προκαλεί σύγχυση ως προς τους στόχους πολιτικής και τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τελικά περιορίζει την αποτελεσματικότητα. Ετσι, για μια ακόμα φορά χρειάζεται να διακρίνουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ανάπτυξης και επίσης να ξεκαθαρίσουμε το μακροχρόνιο από το βραχυχρόνιο.

Στα βραχυχρόνια μέτρα αναπτυξιακής πολιτικής συμπεριλαμβάνονται η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. Η θετική μεταβολή των παραπάνω μπορεί να παρουσιάσει άμεσα αποτελέσματα στο ΑΕΠ έχοντας σημαντικό πολλαπλασιαστή. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εμφάνιση μεγαλύτερης ύφεσης από την προβλεπόμενη τα τελευταία χρόνια συνδέεται άμεσα με τον περιορισμό  της ιδιωτικής κατανάλωσης.  Στον πίνακα 1 παρουσιάζεται η κατακόρυφη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης σε απόλυτους αριθμούς και σε ποσοστό ως προς το ΑΕΠ.

Ενας ακόμα λόγος που συνηγορεί υπέρ της αύξησης των προαναφερομενων μακροοικονομικών μεγεθών είναι η καθοριστική τους συμβολή   στην αντιμετώπιση του προβλήματος του αποπληθωρισμού και της παγίδας ρευστότητας που απειλούν την ελληνική οικονομία.
Η μακροχρόνια διατήρηση του αποπληθωρισμού ή του πολύ μικρού πληθωρισμού και η αναποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην περιοχή της παγίδας ρευστότητας αναστέλλει μεγάλο μέρος των προγραμματισμένων αναπτυξιακών αποτελεσμάτων.

Στον σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολικής είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι   όπως παρουσιάζεται η διάρθρωση της οικονομίας ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση. Η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να συνεισφέρει στην διαμόρφωση του ΑΕΠ με συνεισφορά  που συνεχίζει να κυμαίνεται μεταξύ 45 και 50%. Ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά συνεισφοράς οι επενδύσεις, οι δημόσιες επενδύσεις και οι εξαγωγές.  Άρα αν στόχος του προϋπολογισμού του 2018 είναι η επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης σε βραχυχρόνιο επίπεδο στην ελληνική οικονομία πρέπει να  ενισχύσει την ιδιωτική κατανάλωση.

Για την ενίσχυση όμως της κατανάλωσης βασικός προσδιοριστικός παράγοντας είναι η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος. Δεδομένου ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η ενίσχυση του διαθεσίμου εισοδήματος του συνόλου των καταναλωτών η ενίσχυση πρέπει να επικεντρωθεί στο τμήμα εκείνο με την μεγαλύτερη ροπή προς κατανάλωση. Επομένως το επόμενο ερώτημα είναι ποιο τμήμα του πληθυσμού  έχει την μεγαλύτερη οριακή ροπή για κατανάλωση προκειμένου να παρουσιαστούν τα μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Tα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια έχουν την μεγαλύτερη ροπή για κατανάλωση.  Επομένως είναι προς την σωστή κατεύθυνση τα μέτρα για την αναδιανομή του εισοδήματος με την μορφή μεταβιβαστικών πληρωμών προς τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις έτσι ώστε να επιτευχθεί η άμεση ενίσχυση της κατανάλωσης των εισοδηματικών τάξεων με την υψηλή οριακή ροπή για κατανάλωση.

Πίνακας 1: Κατανάλωση και Διαθέσιμο Εισόδημα Νοικοκυριών και μη Κερδ. Ιδρυμάτων που Εξυπηρετούν Νοικοκυρία

2008 2009 2010 2011 2012 2013 2014 2015 2016
Τελική Καταναλωτική Δαπάνη 163039 161838 156803 144678 133668 127853 125441 122969 121737
Ακαθ. Διαθέσιμο εισόδημα 170167 173297 159701 145918 133568 122151 121095 116675 114009

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Το επόμενο βραχυχρόνιο μέτρο για την επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Η δημοσιονομική επέκταση αποτέλεσε το κλασσικό μέτρο αντιμετώπισης των μεγάλων οικονομικών κρίσεων. Τελευταία το αντιπροσωπευτικότερο  παράδειγμα δίνεται από τις  ΗΠΑ, όπου η κρίση αντιμετωπίστηκε   με μεγάλες  δημόσιες επενδύσεις. Αυτές κατευθύνθηκαν σε τομείς που στοχευμένα θα κινητοποιούσαν εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν στο συγκεκριμένο αντικείμενο (δημόσια έργα, δίκτυα, εθνικοί δρόμοι κ.λπ.) το έργο είχε μόλις περαιωθεί.

Το ίδιο συνέβη και με τις άλλες   οικονομίες όπως η Ισπανία όπου η επαναφορά στην ανάπτυξη συνοδεύτηκε από μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων χρηματοδοτούμενο σε πολλές περιπτώσεις από τον εξωτερικό δανεισμό. Με αυτό τον τρόπο κινητοποιούνται τα λιμνάζοντα επενδυτικά κεφάλαια παρασύροντας σε ανοδική τροχιά και τις δυνάμεις της εργασίας που ολοκληρώνουν τον κύκλο και της αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης η οποία είναι πολύ σημαντική για την άνοδο και της εθνικής οικονομίας.

Στην Ελλάδα οι   προϋπολογισμοί των τελευταίων ετών (και ο τρέχων, αλλά και ο κατατεθείς για το 2018) βρίσκονται στον αντίποδα αυτής της λογικής. Αν δεν υπήρχαν τα υπόλοιπα από τα ΕΣΠΑ 2007-2013 και το νέο ΕΣΠΑ (2014 -2020) εθνικοί πόροι οι δημόσιες επενδύσεις θα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί με το ιστορικό αυτό χαμηλό των δημοσίων επενδύσεων να δημιουργηθεί το κατάλληλο επενδυτικό κλίμα. Η δυσμενής αυτή συνθήκη σε συνδυασμό με την πιστωτική ασφυξία   δεν δημιουργεί συνθήκες ουσιαστικής ανάκαμψης αλλά απεναντίας συνθήκες ενεργοποίησης του φαύλου κύκλου ύφεση, αποπληθωρισμός, μεγέθυνση του χρέους.

Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2018  οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις παραμένουν στα ίδια επίπεδα με το 2017 στα 6,75 δις. ευρώ.
Ωστόσο το ποσοστό των επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ του 2018 μειώνεται κατά 1,1%. Συγκεκριμένα από τα 6,75 δις. ευρώ το μεγαλύτερο τμήμα  5,75 δις. ευρώ, προέρχεται από τη συγχρηματοδότηση έργων από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 1 δις. ευρώ αποκλειστικά για χρηματοδότηση από Εθνικούς πόρους.
Πιο αναλυτικά, ποσό ύψους 4,06 δις. Ευρώ αφορά δραστηριότητες του νέου ΕΣΠΑ (Περιόδου 2014-2020), 1,69 δις. Ευρώ θα διατεθεί για την χρηματοδότηση άλλων συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και μόνο το 1 δις. ευρώ προέρχεται από τους εθνικούς πόρους το οποίο θα διατεθεί για την ενίσχυση δράσεων των Υπουργείων και των Περιφερειών.

Επομένως ο προϋπολογισμός του 2018 παρά την προϋπολογισθείσα μεγέθυνση του ΑΕΠ για το 2018 παραμένει σε περιοριστικές πολιτικές χωρίς να  αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες. Η ακύρωση του αποτελέσματος των δημοσίων επενδύσεων φαίνεται ότι επεκτείνεται και τα επόμενα έτη διότι σύμφωνα με το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που κατατέθηκε από την Κυβέρνηση για το διάστημα  2017-2020 οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις υπολογίζονται σωρευτικά στα 27,5 δις. Ευρώ δηλαδή σταθεροποιούνται στα 6,7 δις ανά έτος. Το κενό αυτό του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων θα μπορούσε να καλυφθεί από την υλοποίηση μεμονωμένων προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης και προγραμμάτων κλαδικής πολιτικής που μπορούν να προκύψουν από το δημοσιονομικό πλεόνασμα.

Οπως ήδη αναφέρθηκε διαφοροποιείται η συζήτηση αν μιλάμε για μακροχρόνια αποτελέσματα. Σ αυτή την περίπτωση χρειαζόμαστε ιδιωτικές επενδύσεις καθώς και αύξηση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και τεχνολογία.
Οι προσπάθειες αυτές απαιτούν την συνολική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου  στην εφαρμογή κλαδικής πολιτικής και μεταβολές στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Αυτά τα αποτελέσματα θα εμφανιστούν στην ελληνική οικονομία στο βάθος πενταετίας. Αργότερα οι διαρθρωτικές μεταβολές θα επιφέρουν αποτελέσματα στην οικονομία.

 

ΠΗΓΗ