Οι σκληροί φόροι των τελευταίων χρόνων έχουν διογκώσει τα ληξιπρόθεσμα χρέη σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τα χρέη αυτά ανέρχονται στο 70% του ΑΕΠ ή διαφορετικά στα 115 δισ. ευρώ, μέγεθος το οποίο τρομάζει εάν συγκριθεί με τα χρέη των φορολογουμένων στις χώρες της Eυρωζώνης, ακόμα και σε αυτές που αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, από τα 95 δισ. ευρώ των οφειλών προς την εφορία (τα υπόλοιπα 20 δισ. ευρώ είναι προς τα ασφαλιστικά ταμεία), το 40% είναι πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις και φοροδιαφυγή και μόλις το 44% αφορά άμεσους και έμμεσους φόρους. Αυτό που εκτιμούν στελέχη μεγάλων ελεγκτικών οίκων είναι ότι το τρέχον έτος τα χρέη τόσο προς τα Ταμεία όσο και προς την εφορία θα αυξηθούν περαιτέρω, ξεπερνώντας μάλιστα τον περυσινό μέσο όρο που ήταν 1 δισ. ευρώ ανά μήνα.

Η έκθεση του ΔΝΤ

Στους βασικούς λόγους, όπως διαπιστώνεται από την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι αφενός η κατάρρευση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αφετέρου η αδυναμία καταβολής των φόρων από τα φυσικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις. Πριν από την κρίση και συγκεκριμένα πριν από το 2010, το ποσοστό είσπραξης των βεβαιούμενων φόρων και προστίμων ήταν 75% και πλέον το ποσοστό αυτό έχει υποχωρήσει στο 45%.

Η χαμηλή εισπραξιμότητα οφείλεται και στο γεγονός ότι από το 2001 μέχρι σήμερα έχουν θεσμοθετηθεί 50 έκτακτες ρυθμίσεις οφειλών προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία, με αποτέλεσμα πολλοί φορολογούμενοι να αγνοούν τις υποχρεώσεις περιμένοντας την επόμενη ρύθμιση. Σχεδόν οι μισοί από τους φορολογουμένους χρωστούν στο ελληνικό κράτος.

Από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι σε ποσοστό 85% οι φορολογούμενοι χρωστούν λιγότερο από 3.000 ευρώ ο καθένας, με το χρέος τους να αντιπροσωπεύει το 2% των συνολικών οφειλών. Αντίθετα, το 1% των οφειλετών χρωστάει ο καθένας περισσότερα από 1 εκατομμύριο ευρώ και το χρέος τους αντιπροσωπεύει το 80% των συνολικών οφειλών.

Εκτός από την παρατεταμένη ύφεση και τη μείωση των εισοδημάτων, σημαντικός παράγων διόγκωσης των οφειλών είναι η ραγδαία αύξηση της ανεργίας που εμπόδισε και εμποδίζει τους πολίτες να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, από περίπου τα 38 δισ. ευρώ που ανέρχονταν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στο Δημόσιο το 2010, έφθασαν στα 95 δισ. ευρώ στα τέλη του 2016. Οι δε οφειλέτες αυξήθηκαν σε 4,3 εκατ. από ένα εκατ. που ήταν το 2010.

Χαμηλή εισπραξιμότητα

Οπως προκύπτει από την ανάλυση του Ταμείου, το 55% των οφειλών είναι παλαιότερο των 3 ετών, ενώ η εισπραξιμότητά τους δεν ξεπερνά το 2%. Τα δεδομένα είναι ακόμα χειρότερα για τα χρέη που προέρχονται από πρόστιμα και προσαυξήσεις. Οπως προαναφέρθηκε, το 40% των ληξιπρόθεσμων προέρχεται από πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τις ελεγκτικές αρχές. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι το εισπράξιμο ποσό είναι κάτω από 1%.

Δηλαδή από το σύνολο των οφειλών τα οποία έχουν φθάσει στα 95 δισ. ευρώ, τα 38 δισ. ευρώ αφορούν πρόστιμα και προσαυξήσεις.

Από το ποσό των 38 δισ. ευρώ ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός έχει εισπράξει μόλις 380 εκατ. ευρώ.

Ειδικότερα, από το σύνολο των οφειλών τα:

• 9,5 δισ. ευρώ προέρχονται από καταπτώσεις δανείων με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
• 38 δισ. ευρώ προέρχονται από πρόστιμα και προσαυξήσεις.
• 9,95 δισ. ευρώ από άμεσους φόρους.
• 21,85 δισ. ευρώ από έμμεσους φόρους.
• 5,7 δισ. ευρώ από μη φορολογικά έσοδα.

Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών εκφράζουν φόβους για το κατά πόσον είναι εφικτή η αύξηση των δημοσίων εσόδων το 2017, καθώς εκτιμούν ότι ο στόχος για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμούς της τάξης του 2,5% κατά το τρέχον έτος είναι τουλάχιστον υπερβολικός και ακόμα και με τα καλύτερα σενάρια «δεν βγαίνει». Θεωρούν επίσης ότι τα χρέη θα παρουσιάσουν αυξητική τάση σε σχέση με το 2016, προσεγγίζοντας αυτά του 2015, τα οποία είχαν ξεπεράσει τα 15 δισ. ευρώ.

Οπως τονίζεται και στην έκθεση του δημοσιoνομικού συμβουλίου, «η επίτευξη του στόχου των φορολογικών εσόδων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης, η άνοδος των λιανικών τιμών, η άνοδος της απασχόλησης, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος κ.λπ.», χαρακτηρίζοντας «αισιόδοξες» τις σχετικές προβλέψεις.

Έντυπη

Πηγή