Οι ναοί και τα αντικείμενα λατρείας δεν είναι απλώς «μνημεία» και «έργα τέχνης», αλλά ζώντες οργανισμοί που επιβάλλουν τα δικά τους μέτρα

Από τον
Δημήτρη Δ. Τριανταφυλλόπουλος

Η ορολογία που αφορά τα αρχαιολογικά πράγματα ορίζει τα εκκλησιαστικά κτίσματα και τα λειτουργικά αντικείμενα ως μνημεία ή αντικείμενα αρχαιολογικά ή ιστορικά, παραπέμποντας στη μνήμη και την Iστορία. Προϋποτίθεται εξ ορισμού ότι το συγκεκριμένο έργο τέχνης συνιστά, χρονικά και χωρικά, ένα «κλειστό» συντελεσμένο γεγονός. Ορίζεται άρα ως παρελθόν και εντάσσεται σε ό,τι έχει ως γνωστικό αντικείμενο η αρχαιογνωσία.

Στην Ελλάδα, η αντίληψη αυτή για τα εκκλησιαστικά κτίσματα και έργα τέχνης έχει τις αρχές της στη μετεπαναστατική περίοδο, όταν στα τέλη του προπερασμένου αιώνα αρχίζουν οι ιδιωτικές φροντίδες για την προστασία τους, με καθυστέρηση τουλάχιστον μισού αιώνα αφότου εκδηλώθηκε η κρατική μέριμνα για τα προχριστιανικά μνημεία και έργα τέχνης.

Η εξιδανικευτική -και εν πολλοίς αλλοτριωτική- αρχαιολατρία της Αναγέννησης και του I. I. Βίνκελμαν, η εκκοσμικευμένη αντίληψη του Διαφωτισμού για την Εκκλησία και η βαθιά απέχθειά του για το Βυζάντιο, το στενότερο περιβάλλον του Βαυαρού Οθωνα, που μεταξύ άλλων εισηγείται και εφαρμόζει και στην Ελλάδα όχι μόνο την αποκοπή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και την κατάργηση των μικρών μονών και της δήμευσης της περιουσίας τους (1833 εξ.), είναι μερικές από τις αιτίες του φαινομένου.
Ετσι καλλιεργήθηκε η έμμονη ιδέα, μέχρι σήμερα, ότι η αρχαία Ελλάδα πρέπει να έχει τα πρωτεία στην πολιτιστική και πνευματική γενικότερα ζωή του τόπου μας – αντίληψη που διαπότισε την παιδεία και οδήγησε σε υποτίμηση του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο σε κάθε λογής Φαλμεράιερ και στους σημερινούς πολυθεϊστές με το αβυσσαλέο μίσος κατά του χριστιανισμού.

Αμεσες επιπτώσεις αυτού του τρόπου θεώρησης των εκκλησιαστικών μνημείων είναι, πρώτον, ότι προστατεύονται περίπου ως «πτωχοί συγγενείς» των αρχαίων μνημείων και, δεύτερον, ότι ουσιαστικά δεν αναγνωρίζεται η ιδιοτυπία τους.

Η ιδιοτυπία συνίσταται σε τούτο κυρίως: Οι ναοί και τα αντικείμενα λατρείας δεν είναι απλώς «μνημεία» και «έργα τέχνης», αλλά ζώντες οργανισμοί που επιβάλλουν τα δικά τους μέτρα. Ο ναός ή η μονή δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε ως κτίσμα, αλλά είναι το περίβλημα ενός ζωντανού κυττάρου, που λέγεται «πλήρωμα της Εκκλησίας». Είναι το σύνολο των πιστών που συμμετέχει σε μια πράξη, η οποία δεν είναι απλώς μία «πνευματική λειτουργία», αλλά έκφραση ζωής, που διέπει και ρυθμίζει με τρόπο αποφασιστικό την παραμικρή λεπτομέρεια του κτίσματος και των ιερών αντικειμένων του.
Η διαφορά με το αρχαίο κτίσμα είναι εμφανής: Εκείνο είναι στατικό, ανεξέλικτο, νεκρό ως λατρεία και λειτουργία, αναπαραστάσιμο μόνο αισθητικά, ιστορικά, γενικότερα αρχαιογνωστικά, εντάσσεται δηλαδή αποκλειστικά στον χώρο της επιστήμης και της φαντασίας. Το εκκλησιαστικό κτίσμα, αντίθετα, εφόσον ποτέ δεν έπαψε να λειτουργιέται, είναι δυναμικό, ζωντανό, εξελίσσεται διαρκώς, δεν είναι μόνο αντικείμενο της επιστήμης, αλλά, πρωταρχικά, φορέας ζωής.

Πλήρωμα της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, είναι ο λαός της Εκκλησίας, μια σύναξη προσώπων σε κοινωνία, με δυναμική που εκτείνεται πέρα από τους τέσσερις τοίχους του ναού και της μονής. Φύσει και θέσει, λοιπόν, είναι οι καταρχήν αρμόδιοι για τα του οίκου τους – μαζί τους βέβαια και ο αρχαιολόγος, όταν συμμετέχει στη ζωή της Εκκλησίας. Eδώ ανακύπτει οξεία αντίφαση για τον αρχαιολόγο και την αρχαιολογική υπηρεσία, που πηγάζει από τη διαφορετική αντίληψη σχετικά με τα εκκλησιαστικά μνημεία.

Μια πρώτη πτυχή της αντινομίας: Ο αρχαιολόγος, ως κρατικός λειτουργός, επιβάλλει συχνά στα εκκλησιαστικά κτίσματα και αντικείμενα χρήσεις αλλότριες από τη φύση τους, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση Εκκλησίας και κράτους. Το ελαφρυντικό που επικαλείται η Πολιτεία -και που όντως ισχύει σε πάρα πολλές περιπτώσεις- είναι ότι οι εκκλησιαστικές Αρχές καταστρέφουν τα μνημεία.
Τούτο όμως δεν αρκεί για να άρει την αντίφαση, απλώς θέτει αρνητικά το πρόβλημα της λανθασμένης αντιμετώπισης των μνημείων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων. Η πρακτική της Πολιτείας συνεπώς δικαιολογείται μόνο μερικά με την επίκληση του κατ’ οικονομίαν, εφόσον δεν παύει να αλλοιώνει τα πράγματα που επιθυμεί να προστατεύσει.

Μια άλλη πτυχή της αντίφασης έχει διαφανεί αφότου οι όροι «λαϊκή συμμετοχή» και «μαζικοί φορείς», με την αμφίσημη φόρτισή τους, λειτουργούν σαν δίκοπο μαχαίρι: ως δημοκοπικός λαϊκισμός προβάλλουν σαν πανάκεια για όλα τα κακώς κείμενα στον τόπο μας!
Έτσι, η ανεπάρκεια της κρατικής βούλησης, ακολουθούμενη από ένα αίσθημα ανακούφισης από το πλέγμα της ενοχής, μεταφέρεται ως εξωραϊσμένο άλλοθι στους ώμους της τοπικής αυτοδιοίκησης, θύτη και θύματος ταυτόχρονα.

Θα πρέπει να επανέλθουμε στο ζήτημα, γιατί σήμερα το κακό έχει επιδεινωθεί σε βαθμό άκρως επικίνδυνο: επισειόμενες απειλές διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας, ισχυρές εκκοσμικευτικές τάσεις της ίδιας της Εκκλησίας, βαθμιαία αποξένωση μεγάλων μαζών από τηn Εκκλησία, όλα αυτά συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που πρέπει να μας απασχολήσει λεπτομερέστερα.

* τ. καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου

ΠΗΓΗ