Ανησυχία στις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες
Η τύχη των Κοσοβάρων που πολεμούν στη Συρία και το Ιράκ, αλλά κυρίως των γυναικών και των παιδιών που βρίσκονται στις ελεγχόμενες από το Ισλαμικό Κράτος περιοχές, απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη και τις αρχές του Κοσόβου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, σήμερα στις εμπόλεμες περιοχές βρίσκονται 196 πολίτες του Κοσόβου, εκ των οποίων 95 παιδιά, 41 γυναίκες και 60 άνδρες. Για όλους αυτούς δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες αν παραμένουν στους θύλακες που απέμειναν στον έλεγχο των ισλαμιστών ή βρίσκονται σε κάποιο προσφυγικό καταυλισμό. Δεν αποκλείουν, επίσης, το ενδεχόμενο κάποιοι απ’ τους Κοσοβάρους ισλαμιστές, για τους οποίους εκτιμάται ότι βρίσκονται ακόμη στη Συρία και το Ιράκ, να έχουν επιστρέψει στην Ευρώπη διαμέσου παράνομων οδών και να χρησιμοποιούν πλαστά έγγραφα με αλλαγμένα τα στοιχεία ταυτότητάς τους.
Στο πόρισμα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας αναφέρεται ότι από τα 95 παιδιά, τα 55 οδηγήθηκαν από το Κόσοβο στην Συρία και το Ιράκ, και τα 40 γεννήθηκαν εκεί, το διάστημα που οι γονείς τους βρίσκονταν στη ζώνη πολέμου. Η εκτίμηση των αρχών είναι ότι από το 2012 περίπου 300 πολίτες του Κοσόβου, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά, εντάχθηκαν στο Ισλαμικό Κράτος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η αντιτρομοκρατική, σκοτώθηκαν 72 άνδρες, μία γυναίκα και ένα παιδί. Στο Κόσοβο, μέχρι στιγμής, επέστρεψαν 123 άνδρες, εφτά γυναίκες και τρία παιδιά. Οι περισσότεροι άνδρες φυλακίστηκαν ως μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων και κάποιοι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση.
Το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (UNDP) σε πρόσφατη έρευνα, που πραγματοποίησε και κατά την οποία έγιναν και συνεντεύξεις Ισλαμιστών που πολέμησαν στη Συρία και επέστρεψαν στο Κόσοβο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός πολλών παραγόντων οδήγησε στην ενίσχυση του θρησκευτικού εξτρεμισμού.
Στην έκθεση του UNDP αναφέρεται: «Η έλλειψη ευκαιριών για αξιοπρεπή διαβίωση, τо χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, η αίσθηση της αποξένωσης, οι διακρίσεις, ο στιγματισμός, η ενσυναίσθηση για τα θύματα, το ενεργό δίκτυο στρατολόγων και οι ύπαρξη ξεχωριστών μονάδων Αλβανών μαχητών στη Συρία, είναι μερικοί από τους παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που έκανε τους Κοσοβάρους να είναι πιο επιρρεπείς στην προπαγάνδα εξτρεμιστικών ομάδων».
Το UNDP αναφέρει ότι το 60% των μαχητών από το Κόσοβο στρατολογήθηκαν σε ηλικία από 18 έως 28 ετών και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι προπαγανδιστές χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό το διαδίκτυο και γενικότερα τα κοινωνικά δίκτυα. Οι περισσότεροι συνεντευξιαζόμενοι δήλωσαν ότι ασπάστηκαν τον ακραίο ισλαμισμό παρακολουθώντας βίντεο και προπαγανδιστικό υλικό στο διαδίκτυο.
Ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του UNDP Αλέν Λαπόν, παρουσιάζοντας την έκθεση, σε συνέντευξη Τύπου στη Πρίστινα, επισήμανε ότι μετά την προεργασία που γινόταν από τα κοινωνικά δίκτυα αναλάμβανε δράση ένα καλά οργανωμένο δίκτυο που λειτουργούσε σε ολόκληρο το Κόσοβο και αποτελούνταν από χαρισματικούς ιμάμηδες, μαχητές που επέστρεψαν από τη Συρία και το Ιράκ, και ωραιοποιούσαν την κατάσταση ενώ τον τελευταίο κρίκο αποτελούσαν οι οργανωτές που κανόνιζαν τον τρόπο μετάβασης στις εμπόλεμες περιοχές.
Ο Αλέν Λαπόν εξήγησε ότι η μετάβαση στην Συρία οργανωνόταν με κάθε λεπτομέρεια. Συνήθως, οι μελλοντικοί μαχητές μεμονωμένα ή σε ομάδες μετέβαιναν αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη απ’ όπου προωθούνταν, οδικώς, για τα σύνορα με την Συρία. Μόλις περνούσαν στην ζώνη πολέμου, εκπαιδεύονταν για λίγο και στη συνέχεια προωθούνταν στο μέτωπο.
Ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του UNDP αναφέρει ότι τα πρώτα χρόνια, πριν ψηφιστεί ο νόμος που απαγορεύει την συμμετοχή σε ξένα πολεμικά μέτωπα, οι Κοσοβάροι μαχητές έπαιρναν ολιγοήμερη άδεια, κάθε ενενήντα ημέρες, και επέστρεφαν στο Κόσοβο κυρίως για να ανανεώσουν την τουρκική βίζα.
Στην παρουσίαση της σχετικής έκθεσης του UNDP παρέστη και ο πρωθυπουργός του Κοσόβου Ράμους Χαρντινάι, ο οποίος στην ομιλία του αφού τόνισε την ανάγκη εφαρμογής προγραμμάτων ψυχολογικής υποστήριξης για την επανένταξη στην κοινωνία όσων επέστρεψαν από τα μέτωπα της Συρίας και του Ιράκ, εξέφρασε την ανησυχία του για τη δράση κάποιων ιμάμηδων που συνεχίζουν να διασπείρουν επικίνδυνες απόψεις.