Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση το ΚΚΕ Εσωτερικού έδωσε στη δημοσιότητα ένα κείμενο, στη συγγραφή του οποίου αποφασιστική συμβολή είχε ο Λεωνίδας Κύρκος.
Ο τίτλος του ήταν «Οι στόχοι του Εθνους». Ηταν εποχές όπου η Ανανεωτική Αριστερά δεν είχε ενοχές να χρησιμοποιεί τον όρο «έθνος» στα πολιτικά της κείμενα. Ανακαλώ από τη συλλογική μνήμη τον τίτλο εκείνου του κειμένου όχι γιατί θεωρώ επίκαιρο το περιεχόμενό του, αλλά γιατί μου αρέσει ο τίτλος: «Οι στόχοι του Εθνους». Νομίζω, αυτό μας λείπει σήμερα.
Με λύπη παρατηρώ ότι ο δημόσιος διάλογος έχει φυλακιστεί εδώ και επτά χρόνια στις έννοιες διαπραγμάτευση – αξιολόγηση – δόση – έξοδος στις αγορές – ΔΝΤ – ομόλογα – χρέος. Διάλογος χρήσιμος μεν, πλην λογιστικός, στεγνός, χωρίς αίσθηση εθνικού ορίζοντα. Συνεπακόλουθα, ο ελληνικός λαός έχει καταληφθεί από απογοήτευση, καθώς γενική είναι η αίσθηση ότι ενώ οι κυβερνήσεις πέφτουν -έξι πρωθυπουργούς και εννέα υπουργούς Οικονομικών άλλαξε- όλα τα ίδια μένουν.
Τίποτε από όσα δοκίμασε δεν έπιασαν. Θεωρώ, αγαπητοί φίλοι, λοιπόν ότι λείπει η δημόσια συζήτηση για το πώς βλέπουμε το ελληνικό έθνος το 2050. Εχουμε εγκλωβιστεί στη μικρή εικόνα και αρνούμαστε να θέσουμε τα ερωτήματα και να αναζητήσουμε τις απαντήσεις για το τι θα είναι το έθνος έπειτα από 33 χρόνια. Ερωτήματα όπως: Πόσοι θα είμαστε; Τι γλώσσα θα μιλάμε; Τι πολιτισμό θα φέρουμε; Ποια παιδεία θα δίδεται στα παιδιά μας; Ποια θα είναι η παραγωγική κατεύθυνση της χώρας;
Θα γυρίσουν έως τότε οι 500.000 επιστήμονες που μετακόμισαν στην Ευρώπη; Πώς θα ενταχθούν σε έναν εθνικό σχεδιασμό τα 5.000.000 των απόδημων Ελλήνων; Ποιες θα είναι οι σχέσεις μας με τους γείτονες; Τι θα γίνει με τα σύνορα; Ολα αυτά τα μείζονα σκεπάζονται καθημερινά από τη συζήτηση για το χρέος. Από την πίεση να περάσουμε ακόμη έναν κάβο, έως τον επόμενο.
Τι θα λέγατε, όμως, αν σας αποκάλυπτα ότι, σύμφωνα με μελέτη της Σουηδικής Ακαδημίας, ο ελληνικός πληθυσμός θα συρρικνωθεί από τα 11.000.000 στα μόλις 2.000.000, γεγονός που συνεπάγεται την εξαφάνιση του έθνους; Τι θα λέγατε αν μαθαίνατε ότι τα ελληνικά ως γλώσσα φθίνουν, εγκαταλείπονται στις ανά τον κόσμο ελληνικές παροικίες; Πρόσφατα διάβαζα στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Μελβούρνης ότι όλο και λιγότεροι Ελληνες επιλέγουν να τα διδάσκονται στα σχολεία.
Πώς θα αισθανόσασταν αν μαθαίνατε ότι οι γείτονες Αλβανοί οργανώνουν τη διείσδυσή τους σε όλα τα κράτη των Βαλκανίων προκειμένου να αναπτύξουν τον μεγαλοϊδεατισμό τους; Οι προκλήσεις που πρέπει να διαχειριστεί το έθνος τα επόμενα χρόνια υπερβαίνουν κατά πολύ τον ορίζοντα του Μνημονίου, τους Σόιμπλε, τα χρέη, τις τρόικες. Απειλούν την ίδια την υπόσταση του έθνους, τον φυσικό χώρο στον οποίο αναπτύσσεται, τα σύνορα, όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια, τον εθνικό κορμό, όπως απλώνεται στην υφήλιο.
Ζητήματα, όπως η ανάδειξη ενός Κοινοβουλίου που θα εκφράζει τις υγιείς δυνάμεις όλων των Ελλήνων, μηδέ των αποδήμων εξαιρουμένων, το άνοιγμα της παιδείας μας σε παγκοσμίου φήμης ακαδημαϊκά ιδρύματα, με στόχο να σπάσει η επετηρίδα της μετριοκρατίας, η παροχή κινήτρων για την αύξηση του πληθυσμού, η ριζική αναδιοργάνωση της εθνικής άμυνας, η ενσωμάτωση της ναυτιλίας στην εθνική στρατηγική, η πλήρης αξιοποίηση του γεγονότος ότι είμαστε το μοναδικό κράτος στην περιοχή που είναι μέλος όλων των διεθνών οργανισμών πρέπει να αποτελέσουν τους στόχους του έθνους. Μη μου ζητάτε να εξειδικεύσω σε προτάσεις τα παραπάνω, είμαι ανέτοιμος.
Ωστόσο, ξέρω καλά ότι αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος είναι να υπερβεί θαρραλέα τη συγκυρία και να σχεδιάσει το μέλλον των επόμενων γενεών.
Το ξέρω, δεν είναι πολιτικά ελκυστικό, γιατί το σχέδιο αυτό δεν περιλαμβάνει τη γενιά μας. Είναι όμως εθνικά απαραίτητο. Σε τελική ανάλυση, ας είναι το αποτύπωμά μας.
Mανώλης Κοττάκης
Πηγή: http://www.dimokratianews.gr