Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε πράξη την απειλή της – Αντιμέτωπα με τεράστιες χρηματικές κυρώσεις τα τρία κράτη – μέλη της Ε.Ε.

Τη νομική διαδικασία κατά της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Πολωνίας αποφάσισε να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παραπέμποντας τα εν λόγω κράτη – μέλη στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του ενωσιακού δικαίου.

Στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης το 2015, η Ε.Ε. είχε αποφασίσει, με την σύμφωνη γνώμη των υπουργών των εγκαλούμενων κρατών – μελών, στην υιοθέτηση ενός σχεδίου «κατανομής των βαρών», το οποίοι προέβλεπε ότι 160.000 πρόσφυγες από την Ιταλία και την Ελλάδα θα γίνονταν δεκτοί από τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της Ε.Ε.

Η Τσεχία ενώ είχε δεσμευτεί να δεχθεί 50 πρόσφυγες, τελικά δέχθηκε μόλις 12, ενώ η Πολωνία και η Ουγγαρία δεν έχουν δεχθεί ούτε έναν.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, είχε ήδη απευθύνει δύο προειδοποιήσεις στις τρεις χώρες, χωρίς να λάβει καμία ικανοποιητική απάντηση για την άρνησή τους να συμμορφωθούν με το  Δίκαιο της Ε.Ε. με αποτέλεσμα να παραπέμψει τα κράτη – μέλη στο Δικαστήριο.

Τα τρία κράτη – μέλη αντέδρασαν υποστηρίζοντας ότι η Κομισιόν προσπαθεί να αναμειχθεί στα εσωτερικά τους ζητήματα και είχαν προσφύγει και οι τρεις χώρες στο Δικαστήριο της Ε.Ε. κατά του σχεδίου μετεγκατάστασης προσφύγων, το οποίο όμως έκρινε ότι δεν παραβιάζει το ευρωπαϊκό Δίκαιο.

H διαδικασία και οι και οι πιθανές κυρώσεις 

Το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) εξουσιοδοτεί την Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να κινήσει διαδικασία κατά κράτους μέλους που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του δικαίου της ΕΕ.

Η διαδικασία παράβασης αρχίζει με ένα αίτημα παροχής πληροφοριών («προειδοποιητική επιστολή») προς το σχετικό κράτος μέλος, στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, συνήθως δύο μηνών.

Αν η Επιτροπή δεν μείνει ικανοποιημένη από τις πληροφορίες και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωση που υπέχει βάσει του δικαίου της ΕΕ, μπορεί τότε να απευθύνει επίσημο αίτημα συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ («αιτιολογημένη γνώμη»), καλώντας το κράτος μέλος να την ενημερώσει για τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, συνήθως δύο μηνών.

Αν ένα κράτος μέλος παραλείπει να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει το εν λόγω κράτος μέλος στο Δικαστήριο της ΕΕ. Εντούτοις, σε ποσοστό άνω του 95% των υποθέσεων παράβασης, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του δικαίου της ΕΕ πριν από την παραπομπή τους στο Δικαστήριο. Αν το Δικαστήριο εκδώσει καταδικαστική απόφαση εις βάρος κράτους μέλους, το τελευταίο οφείλει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση.

Εάν, παρά την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος συνεχίσει να μην συμμορφώνεται, η Επιτροπή δύναται να κινήσει άλλη διαδικασία παράβασης βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ, αποστέλλοντας απλά γραπτή προειδοποίηση προτού παραπέμψει το κράτος μέλος και πάλι στο Δικαστήριο.

Εάν η Επιτροπή παραπέμψει κράτος μέλος για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο, δύναται να προτείνει στο Δικαστήριο την επιβολή χρηματικών ποινών ανάλογα με τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παράβασης και με το μέγεθος του κράτους μέλους. Μπορούν να επιβληθούν δύο είδη χρηματικής ποινής:

* Ένα εφάπαξ ποσό που εξαρτάται από τον χρόνο που μεσολάβησε από την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου

*Ημερήσια χρηματική ποινή για κάθε ημέρα που μεσολαβεί από την δεύτερη απόφαση του Δικαστηρίου μέχρι την παύση της παράβασης.