Σαν σήμερα στις 16 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτισες “χόρεψαν” στον Ζάλογγο και μετά ρίχτηκαν στον γκρεμό γράφοντας με αυτόν τον τρόπο μία ακόμη σελίδα ηρωισμού στο βιβλίο της ελληνικής ιστορίας.

Mετά από πολύχρονο αγώνα κατά του Αλή πασά oι Σουλιώτες, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν στις αρχές Δεκεμβρίου 1803. Ο βασικός όρος της συνθήκης καθόριζε την υποχρέωσή τους να εγκαταλείψουν αμέσως την πατρίδα τους. Χωρίστηκαν λοιπόν σε δυο ομάδες. Η πρώτη με αρχηγούς το Δήμο Δράκο, το Φώτο Τζαβέλα και άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνθηκε προς την Πάργα. Η δεύτερη με επικεφαλής τον Κουτσονίκα και τον Κίτσο Μπότσαρη πήγε προς το Ζάλογγο, όπου έφτασε τη 15η Δεκεμβρίου. Οι συμμετέχοντες στην ομάδα αυτή, περίπου εκατό οικογένειες, για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, όπου βρισκόταν η μονή των Ταξιαρχών. Στο μεταξύ ο Αλή πασάς, αθετώντας το λόγο του και τους όρους της συνθήκης της 12ης Δεκεμβρίου 1803, διέταξε την καταδίωξη και την εξόντωση των εκπατρισμένων Σουλιωτών. Έτσι στις 16 Δεκεμβρίου πολυάριθμο στράτευμα Τουρκαλβανών ( περίπου 3.000 άνδρες) με αρχηγούς τους Μπεκήρ Τζογαδόρο και Μέτζο Μπόνο έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου. Οι Σουλιώτες με τα παιδιά και τις γυναίκες τους οχυρώθηκαν μέσα και έξω από το μοναστήρι και επί δύο μέρες απέκρουαν τις εφόδους των Τουρκαλβανών. Η μάχη ήταν άνιση και η έκβασή της προκαθορισμένη. Τη 18η Δεκεμβρίου ο Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Περίπου 150 άτομα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατόρθωσαν να διασπάσουν με έφοδο τις εχθρικές γραμμές και να διασωθούν. Γύρω στις 60 γυναίκες με τα παιδιά τους και λιγοστοί άνδρες κατέφυγαν σε παρακείμενο της μονής βράχο. Μετά την εξασθένηση της άμυνας των εναπομεινάντων Σουλιωτών οι Τουρκαλβανοί κατέλαβαν το μοναστήρι και αιχμαλώτισαν όσους βρίσκονταν εκεί. Τότε οι γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο προτίμησαν αντί της ατίμωσης και της αιχμαλωσίας να ρίξουν τα παιδιά τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να ριχτούν κι αυτές.

Τα γεγονότα του Ζαλόγγου από τη ματιά ξένων περιηγητών και ιστοριογράφων

Περιληπτική αναφορά στη θυσία των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο έκαναν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης J.Bartholdy στο βιβλίο του “Voyage en Grece”, Paris 1807 και ο Άγγλος στρατιωτικός και περιηγητής William Martin Leake στο έργο του “Travels in Northern Greece”, London, 1835. Εκτενέστερα παρουσίασε τα γεγονότα ο Γάλλος ιστορικός, ακαδημαϊκός και φιλέλληνας C. Fauriel ( “Chants populaires de la Grece modern”, Paris 1824 – 1825, τ. Α΄, σ.σ. 277 – 278). Έγραψε «για το χορό του Ζαλόγγου»: «[.] Εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ’ ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό. [.]. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων που τους φαντάζονται κι όλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η καθεμιά πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε, γυρνώντας το κεφάλι, στο διπλανό γκρεμό….

Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ’ αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα, φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο ως την εξηκοστή». Δέκα χρόνια νωρίτερα από τον Fauriel ο Χριστόφορος Περραιβός έκανε μνεία στο «χορό του Ζαλόγγου» στο έργο του «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας», έκδοση δευτέρα, Βενετία, 1815. Έγραψε: « Αι γυναίκες [.] βλέπουσαι ταύτην την κτηνώδη περίστασιν (= την επίθεση των Τουρκαλβανών) εσυνάχθησαν έως εξήκοντα επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν (= συζήτησαν) και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξασαι με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μία κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν [.]».
Εκτενή αναφορά στο ιστορικό γεγονός έκανε και ο Σπ. Αραβαντινός στο έργο του « Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή», Αθήναι 1895. «[.] Την πρωίαν της 16ης Δεκεμβρίου εφάνη πολυάριθμον σώμα Αλβανών υπό τον Μπεκήρ Τζογαδώρον επερχόμενον. Οι Σουλιώται κατώρθωσαν να αποκρούσωσι τας εφόδους του εχθρού την 16ην και 17ην Δεκεμβρίου. Τη επιούση (= την επόμενη μέρα) ο μεν Κουτσονίκας και οι περί αυτόν παρεδόθησαν εις τον Μπεκήρ, εκ δε των λοιπών 56 γυναίκες και 13 άνδρες κατέφυγον εις τον παρακείμενον και συνδεόμενον τη μονή απότομον και κρημνώδη βράχον, πάντες δε οι άλλοι οπλίται ξιφήρεις υπό τον Κίτσον Μπότσαρην διέσχισαν περί λύχνους αφάς τας τάξεις των πολιορκητών και διεσώθησαν εξ αυτών εκατόν τεσσαράκοντα επτά [.], αι δε επί του βράχου καταφυγούσαι εν χορώ έπεσαν η μία μετά την άλλην εις το χαίνον υπό τους πόδας αυτών βάραθρον, αφ’ ου κατεκρήμνισαν πρώτον εν αυτώ τα ίδια τέκνα, όσα έφερον εις τας αγκάλας».
Η τελευταία ιστορική πηγή, παρά το γεγονός ότι γράφηκε ενενήντα περίπου χρόνια μετά τη θυσία των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο, είναι αξιόπιστη, γιατί ο συγγραφέας, όπως έγραψε και στον τίτλο του έργου του, στηρίχτηκε σε ανέκδοτο έργο του πατέρα του Παναγιώτη Αραβαντινού, ο οποίος ήταν σχεδόν σύγχρονος με τα γεγονότα του Ζαλόγγου και παράλληλα ανάλωσε τη ζωή του συγκεντρώνοντας ιστορικές πηγές και συνθέτοντας βιβλία για την ιστορία των ηπειρώτικων περιοχών.

πηγή: λάβαρο 21

ΠΗΓΗ