Γράφει η Αγγελική Λιόση,
Μεταπτυχιακό Δικαίου Περιβάλλοντος (Νομική ΕΚΠΑ)
«τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β’ Κορ. 15,16).
Η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, ως απόδειξη της άφατης φιλανθρωπίας [1] και συγκατάβασης του Θεού απέναντι στον πεπτωκότα άνθρωπο, αποτέλεσε την απαρχή της χριστολογικής ενοποίησης της διασπασμένης από την αμαρτία ανθρώπινης φύσης. Οι σωτηριολογικές συνέπειες της παρουσίας του Χριστού στο κοσμικό μεταπτωτικό γίγνεσθαι, εκτείνονται αναντίρρητα σε ολόκληρο το βιολογικό φάσμα της Δημιουργίας, επιδρώντας θεραπευτικά, με απώτερο σκοπό την ἐν Χριστῷ αναδόμηση όλων των κτισμάτων.
Στον κατ’ εικόνα του Θεού Λόγου πλασθέντα άνθρωπο, που είναι προορισμένος να γίνει, δια της χριστοποίησής του, κοινωνός θείας φύσεως [2] ο αγιασμός πραγματοποιείται με τη λειτουργική συνεργασία των δυο υποστάσεων του ανθρώπινου προσώπου, δηλαδή ψυχής και σώματος. Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος διευκρινίζει, ότι ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν διατηρώντας ασύγχυτη και αδιαίρετη την ψυχοσωματική του ολότητα. Επίσης, ο Παύλος [3]χαρακτηρίζοντας τα μέλη του ανθρώπινου σώματος ως μέλη Χριστού αποκαλύπτει την εσχατολογική επανένωση των αθάνατων ψυχών με τα νέα άφθαρτα σώματα.
Συνεπώς, μετά τον καθαγιασμό του ανθρώπινου σώματος από την υποστατική ένωση θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, ουσιαστικά το σώμα δεν αποτελεί πλέον “κτήμα” του ανθρώπου, αλλά νύμφη [4] Βασιλέως, αφού ο Χριστός το απάλλαξε από τη δουλεία του διαβόλου. Γι’ αυτό το λόγο σύσσωμη η Πατερική Θεολογία [5] επιμένει στην αναγκαιότητα της συμμετοχής του σώματος στην άσκηση των ευαγγελικών αρετών.
Ωστόσο, ο σύγχρονος άνθρωπος ακολουθώντας πιστά τη μεταπτωτική λογική του αναπαράγει τις ολέθριες συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος σε κάθε θεσμική έκφραση της αλλοτριωμένης ζωής του. Γνωρίζουμε από τους πατέρες της Εκκλησίας ότι κάθε ανθρώπινος νόμος αξιολογείται θεολογικά ως μεταπτωτικό [6] φαινόμενο, δεδομένου ότι στην κατάσταση του αρχαίου κάλλους των πρωτοπλάστων λειτουργούσε στην ανθρώπινη φύση μόνο ο ηθικός νόμος. Η θεσμοθέτηση [7] της αποτέφρωσης του νεκρικού λειψάνου, ως νόμιμου τρόπου μεταθανάτιας διάθεσης του σώματος, κατ’ επιταγή της τήρησης της αρχής της θρησκευτικής ισότητας από το κράτος (άρθρο 13 Σ) μαρτυρεί το βαθμό της ακμάζουσας πνευματικής κρίσης, που συνιστά την κύρια αιτία της ηθικής αποτελμάτωσης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η καταγωγή της πρακτικής της καύσης των νεκρών, ως τύπου θρησκευτικής λατρείας, εντοπίζεται στις ειδωλολατρικές διδασκαλίες των ανατολικών θρησκειών. Συγκεκριμένα, στον Ινδουισμό και τον Βουδισμό το σώμα θεωρείται “ακάθαρτο”, οπότε με τη βοήθεια της φωτιάς εξαγνίζεται η εγκλωβισμένη σε αυτό ψυχή, προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη μετενσάρκωση.
Αντίθετα, στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το σώμα χαρακτηρίζεται ως ιερό [8], γι’ αυτό κηδεύεται σύμφωνα με το πρότυπο της ταφής [9] του Χριστού με την ελπίδα της μελλοντικής Ανάστασης [10] των νεκρών. Άλλωστε, ο Χριστός, ως Κύριος της ζωής και του θανάτου, είχε αναφερθεί παραβολικά αρκετές φορές στην μελλοντική ενσώματη [11] Ανάστασή Του.
Η Εκκλησιαστική Ιεραρχία [12], διαφυλάσσοντας την ορθόδοξη ταφική παράδοση και προνοώντας για τα πιστά μέλη του θεανθρώπινου σώματος, καταδίκασε συνοδικά την επιλογή της αποτέφρωσης, ως αντιβαίνουσας στο πνεύμα της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παράδοσης.
Παρόλα αυτά, η κρατική εξουσία με την έκδοση της ΚΥΑ 4932/2017 (ΦΕΚ 441/Β/15-2-2017), η οποία εξειδικεύει το άρθρο 48 παρ. 4 του ν. 4277/2014, νομιμοποίησε την εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων αποτέφρωσης οστών νεκρών εντός των ορθόδοξων χριστιανικών κοιμητηρίων. Αυτή η ρύθμιση υπονομεύει την ιεροπρέπεια του χώρου και δηλώνει την ασέβεια του κοινού νομοθέτη και της διοίκησης απέναντι στην τιμή, που αποδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία στα ιερά λείψανα, τα οποία αποτελούν αποδείξεις θείας χάριτος χάρη στην αφθαρσία και τη θαυματουργία τους.
Επιπλέον, το παραπάνω χωροταξικό μέτρο προσβάλλει το δικαίωμα της ταφής [13] των ορθοδόξων χριστιανών, αφού με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται η παράνομη κατάληψη του αναγκαίου χώρου, που κατά νόμο προορίζεται για την απρόσκοπτη διενέργεια της δημόσιας υπηρεσίας της ταφής.
Παράλληλα, η θρασύτητα του νομοθέτη σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας φανερώνεται και στην ψήφιση των άρθρων 132 και 133 του πολυνομοσχεδίου [14] του υπουργείου Εσωτερικών για τους ΟΤΑ, βάσει των οποίων νομιμοποιούνται τα ιδιωτικά [15] κέντρα αποτέφρωσης νεκρών. Η πρόθεση του νομοθέτη να παρουσιάζει το νεκρό σώμα ως αντικείμενο ανθρώπινης εξουσίασης, παραβαίνοντας τη θεία εντολή δυνάμει της οποίας δόθηκε στον άνθρωπο εξουσία μόνο επί των αλόγων [16] ζώων, αποκαλύπτει την αθεράπευτη υποδούλωση του ανθρώπου στο φοβερό πάθος της φιλαργυρίας.
Αυτό χαρακτηρίζεται από τους πατέρες [17] ως «νόσημα» του ανθρώπινου ψυχισμού, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην άρνηση του Θεού. Με αυτήν την εξέλιξη αποδεικνύεται ότι ουσιαστικά η νομιμοποίηση της αποτέφρωσης δεν εξυπηρετεί την εφαρμογή της ανεξιθρησκείας, αλλά τα οικονομικά συμφέροντα των συμβαλλόμενων με το κράτος ιδιωτικών εμπορικών εταιριών, που θα ανακυκλώνουν τα νεκρά πτώματα με σκοπό την παραγωγή “πράσινης ενέργειας”.
Από περιβαλλοντική σκοπιά, διεθνείς επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η καύση δεν είναι, όπως συνηθίζει να ισχυρίζεται η διοίκηση, ο πιο υγιεινός τρόπος αποσύνθεσης του νεκρού σώματος. Ενδεικτικά, για την πλήρη αποτέφρωση του ανθρώπινου σώματος θα πρέπει η θερμοκρασία του κλιβάνου να κυμανθεί από 1400-1800º F (850-1200ºC) και να διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα για 45 έως 90ˈ.
Από αυτή τη διαδικασία εκλύονται τοξικά αέρια, όπως διοξίνες, φουράνια και άλλες βλαβερές χημικές ουσίες, όπως ο υδράργυρος, που προκαλούν ατμοσφαιρική ρύπανση και προβλήματα υγείας, ιδιαιτέρως σε υπαλλήλους και περιοίκους εγκαταστάσεων αποτεφρωτηρίων. Ο σοβαρός περιβαλλοντικός κίνδυνος διατυπώνεται σε κείμενα διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων [18] για την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι ανησυχητικές διαστάσεις του φαινομένου της διασυνοριακής ρύπανσης από χώρες της Ευρώπης στις οποίες η πρακτική της καύσης των νεκρών πραγματοποιείται επί πολλές δεκαετίες, δεν εμπόδισαν το Δήμο Αθηναίων να εγκρίνει τη χωροθέτηση [19] του πρώτου αποτεφρωτηρίου σε περιοχή κοινόχρηστου πρασίνου στον Ελαιώνα.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι η διοίκηση επέλεξε την υποβάθμιση των όρων διαβίωσης των πολιτών, μέσω της εγκατάστασης οχλουσών δραστηριοτήτων εντός της οικιστικής ζώνης, θυσιάζοντας στο βωμό του κέρδους δενδρόφυτες εκτάσεις, που αποτελούν το απαραίτητο υποκατάστατο φυσικού περιβάλλοντος για την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας εντός των μεγαλουπόλεων.
Προφανώς, κύριο μέλημα του κράτους είναι η καλύτερη διασφάλιση των συμφερόντων του εκάστοτε επιχειρηματία, που θα αποτελέσει τον φορέα υλοποίησης του έργου.
Τέλος, επισημαίνεται η “απειλητική” διάθεση του νομοθέτη να εισβάλλει με αντισυνταγματικές νομικές [20]διατυπώσεις στα εσωτερικά διοικητικά και πνευματικά ζητήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αναμφίβολα, σε αυτό το “νομικό ολίσθημα” άσκησε επιρροή η αποδοχή της αποτέφρωσης από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία από το 1983 τελεί τη Νεκρώσιμη Ακολουθία σε τεφροδόχο.
Οι αιρετικές πρακτικές της Δύσης δηλώνουν πανηγυρικά το ανορθόδοξο εκκοσμικευμένο πνεύμα της αποεκκλησιαστικοποίησης των μυστηρίων, που δεν μπορεί να συνυπάρξει με το ορθόδοξο πνεύμα της διαφύλαξης των εξ’ αποκαλύψεως δογματικών αληθειών, ως αναλλοίωτων όψεων της μιας Αλήθειας, που είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Οι αιώνιοι λόγοι [21] του Σωτήρα μαρτυρούν με βεβαιότητα το θρίαμβο της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε πείσμα των όποιων σατανικών ουτοπιών.
[1]«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. γ´ 16).
[2] Β΄ Πέτρ. 1, 3-4.
[3] Α΄ Κορ. 12,12.
[4] Ιω. Χρυσόστομος, εις Α΄ Κορ. 18,3, ΕΠΕ 18,502.
[5] Μ. Βασίλειος, Ασκητικαί Διατάξεις 4,3, PG 31, 1352a.
[6] Ιω. Χρυσόστομος, εις Γεν. 8,1 ΕΠΕ 8,143.
[7] Βάσει του άρθρ. 35 του ν. 3448/2006.
[8] Α΄ Κορ. 6, 19.
[9] Μάρκ. 15,46.
[10]Ιωάν. 5,28.
[11]«ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν» (Ιωάν. 19,20).
[12]Βλ. πρακτικά Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Συνοδική Επιτροπή Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, 2000:14-16).
[13] Βλ. άρθρο 1 ν. 4368/2016 για το δικαίωμα εκάστου να επιλέγει τον τόπο του ενταφιασμού του.
[14] με τίτλο: “Ρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.). Ρυθμίσεις σχετικές με την οργάνωση, τη λειτουργία, τα οικονομικά και το προσωπικό των Ο.Τ.Α.. Ευρωπαϊκοί Όμιλοι Εδαφικής Συνεργασίας Μητρώο Πολιτών και άλλες διατάξεις”.
[15] Βάσει του άρθρου 106 παρ.2 του Συντάγματος, η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
[16] Γρηγόριος Νύσσης, Εις το ποιήσωμεν άνθρωπον, PG 44,264b.
[17] Ιω. Χρυσόστομος, εις Ματθ. 80,3, PG 58,727.
[18] Βλ. συμβάσεις Ospar και Minamata.
[19] Βλ. άρθρ. 139 του νομοσχεδίου του Υπουργείου Περιβάλλοντος «Έλεγχος και προστασία του δομημένου περιβάλλοντος» στις διατάξεις του οποίου κατοχυρώθηκε η δυνατότητα της χωροθέτησης των Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών σε χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στους κοινόχρηστους χώρους της παρ. 8 του άρθρου 3 του από 20-9-1995 π.δ/τος της περιοχής του Ελαιώνα.
[20] Βλ. άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4368/2016 στις διατάξεις του οποίου εμφωλεύει εξαναγκασμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε τέλεση Νεκρωσίμου Ακολουθίας σε τεφροδόχο, κατά εξόφθαλμη παράβαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του αυτοδιοίκητου της Εκκλησίας της Ελλάδος δυνάμει του άρθρου 3 του Συντάγματος.
[21] «Οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).