του Κώστα Μελά  – 

Η αντίληψη των Γερμανών, αναφορικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος, ξεκινά από την εξής βασική θέση: από το 2018 και μετά η Ελλάδα δεν πρέπει να παράγει νέο χρέος. Για να μην παράγει νέο χρέος πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα στο διηνεκές και μάλιστα το ετήσιο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος πρέπει τουλάχιστον να καλύπτει την ετήσια πληρωμή τόκων. Το υπάρχον χρέος πρέπει να μειώνεται, αλλά θα αναχρηματοδοτείται με νέο δανεισμό από τις αγορές.

Με απλά λόγια, τους Γερμανούς ενδιαφέρει να μην μεγαλώνει ο αριθμητής του κλάσματος δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, δηλαδή το δημόσιο χρέος. Δεν τους ενδιαφέρει να μειώνεται το κλάσμα με αύξηση του παρονομαστή (του ΑΕΠ) με ρυθμούς μεγαλύτερους από τους αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης του αριθμητή (του χρέους). Η λογική τους στηρίζεται σε αυτή τη θέση. Μέχρι το 2022, με πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, αυτό επιτυγχάνεται.

Από το 2023 και μετά, ακόμη και με το υπερβολικό για μία οικονομία ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% αυτό δεν επιτυγχάνεται. Επομένως, χρειάζονται παρεμβάσεις εξορθολογισμού, έτσι ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα να καλύπτει την ετήσια δαπάνη για την πληρωμή των τόκων. Αυτό σημαίνει παρεμβάσεις με σκοπό την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, τη μείωση των ποσού των τόκων που θα πρέπει να καταβάλει ετησίως η Ελλάδα, έτσι ώστε το ποσό αυτό να καλύπτεται από το ετησίως παραγόμενο πρωτογενές πλεόνασμα.

Πόσο πρωτογενές πλεόνασμα;

Το ερώτημα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: τί ύψους πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί να παράγει η Ελλάδα; Είναι γνωστή η θεωρία που υποστηρίζει ότι τα δυνητικά πρωτογενή πλεονάσματα που μπορεί να παράγει μια οικονομία είναι συνάρτηση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ.

Το επόμενο ερώτημα, λοιπόν, είναι τί ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ μπορεί να επιτύχει η ελληνική οικονομία τα προσεχή έτη; Το Βερολίνο υποστηρίζει ότι η  μεγέθυνση μέχρι το 2030 θα είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να επιτρέπει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Γι’ αυτό και μιλούσε το 3,5% να ισχύσει για δέκα έτη μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018.

Μετά την υποχώρησή του σ’ αυτό το σημείο, δέχτηκε το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι 2% του ΑΕΠ μετά το 2022. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής των δανείων ή/και να ληφθούν πρόσθετα μέτρα, ώστε το ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα να καλύπτει τις πληρωμές των τόκων.

Ως γνωστόν, το ΔΝΤ διαφωνεί όσον αφορά τις προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Κατ’ επέκτασιν, διαφωνεί και με τη δυνατότητά της να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα στο ύψος που ζητάει η Ευρωζώνη. Γι’ αυτό τον λόγο είναι μόνο με το ένα πόδι στο πρόγραμμα, δηλαδή χωρίς χρηματοδότηση. Για να μην αποδεχθεί την αδυναμία του να επιβάλλει τις απόψεις του στην Γερμανία, κάνει βήμα πίσω μέχρι να αποχωρήσει «αξιοπρεπώς».

Υψηλότερα πλεονάσματα μικρότερη επιμήκυνση

Όπως προαναφέραμε, για να μην παράγεται νέο χρέος το ποσό για την πληρωμή των τόκων ετησίως θα πρέπει να αντισταθμίζεται από το ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα. Χρηματοοικονομικά, όσο μεγαλύτερη είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων -ceteris paribus όλων των υπολοίπων παραγόντων- τόσο μικραίνει η παρούσα αξία των δανείων και δημιουργεί πρόβλημα στους Γερμανούς.

Αυτός είναι ο λόγος που επιδιώκουν τα υψηλότερα δυνατά πρωτογενή πλεονάσματα και τη μικρότερη δυνατή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Έτσι θα μπορεί η Μέρκελ να υποστηρίζει, πρωτίστως στους Γερμανούς, αλλά και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους φορολογούμενους ότι δεν χαρίστηκε τίποτε στην Ελλάδα. Με υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και μικρότερη επιμήκυνση η αποπληρωμή του χρέους γίνεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι τεχνικό. Επί της ουσίας είναι αποκλειστικά πολιτικό. Για την ακρίβεια το πρόβλημα συμπυκνώνεται στο εξής απλό ερώτημα: Ποιο είναι το μέγεθος της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους που είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι πιστωτές; Η απάντηση θα έπρεπε με βάση τους καπιταλιστικούς κανόνες να είναι επίσης απλή: τόση ελάφρυνση όση είναι αναγκαία για να ξανασταθεί στα πόδια της η ελληνική οικονομία και ως εκ τούτου να μπορεί να εξυπηρετεί το εναπομείναν χρέος της.

Από όλη αυτή τη συζήτηση παραλείπεται, επίσης, η παγκοίνως αποδεκτή θέση ότι η παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων γενικά και ειδικότερα στην ελληνική περίπτωση λειτουργεί προ-κυκλικά ως προς τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Δυστυχώς, όμως, αυτή είναι μια ξεχασμένη συζήτηση.

 

ΠΗΓΗ