Ο πραγματικός άγιος Βασίλειος -και όχι ο περιορίζων το νόημα του Χριστιανισμού σε προσωρινές στιγμές κοσμικής ευτυχίας, τυπολατρικώς μόνο καλός αφού διακρίνει και βραβεύει μόνο τα ‘καλά’ παιδιά, καλοθρεμμένος και μη ασκητικός, παππούλης δυτικών και καταναλωτικών προτύπων- γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και στο χωριό Άννησα, το 330 μ.Χ.
ΜΕΓΑΛΩΣΕ στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και βίωσε τη θαλπωρή μιας ουσιαστικά ευσεβούς οικογένειας.
ΜΟΡΦΩΘΗΚΕ πολύ, πρώτα από τον πατέρα του Βασίλειο, μετά στην Κωνσταντινούπολη, την Νικομήδεια, και στο πανεπιστήμιο της Αθήνας για πέντε χρόνια (350-355). Στην εποχή του υπήρξε πανεπιστήμων, αρίστευσε στους περισσότερους γνωστικούς και κλασικούς τομείς (φιλολογία, ιστορία, αστρονομία, ιατρική, γεωμετρία και αριθμητική), και αυτό οφειλόταν στην χαλύβδινη θέλησή του.
Στο θαυμάσιο σύγγραμμά του «Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα», ξεκαθαρίζει ο εξέχων ιεράρχης ότι την αρετή, την ομορφιά και τη γνώση μπορούν οι χριστιανοί να αντλούν, ως προγύμναση της συνείδησης για την μελέτη των βαθιών νοημάτων της χριστιανικής διδασκαλίας, στην ουσία από οποιαδήποτε πηγή, όπως και από την εθνική μας γραμματεία και παιδεία, τους αρχαίους ρήτορες, ποιητές, φιλοσόφους, μέσα στα οποία βρίσκει κανείς πρότυπα και αρετές. Πλην όμως είναι ανάγκη να μην ξεπερνάμε το μέτρο της λογικής, και να αποφεύγουν οι νέοι πάση θυσία τις βδελυρές πράξεις κακών, τα άσχημα παραδείγματα καθώς και τα πάθη, όπως ακριβώς αποφεύγει κάποιος τα βλαβερά φαγητά και όπως ο Οδυσσέας απέφυγε, έξυπνα φερόμενος, τη μελωδία των Σειρήνων. Το συμφιλιωτικό του, υπό όρους, παράδειγμα με την αρχαία ελληνική γραμματεία προσέλαβε και η Εκκλησία στη σχέση της με το κλασσικό πνεύμα και ιδιαίτερα κατά την Αναγέννηση. Αρεστό στο Θεό και άξιο και πολύτιμο για την οδό του αγιασμού καθίσταται κάθε γνώση και αναφορά στη ζωή, φτάνει όμως να προωθεί τις αρετές, τα σωστά κριτήρια επιλογής της αλήθειας, το αγαθό, το ψυχοσωματικά ηθικό, την φροντίδα και ωφέλεια της ψυχής. Ο μεγάλος άγιος χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μέλισσας. Όπως και η μέλισσα ορθά ενεργεί, έτσι κι εμείς να συλλέγουμε επιλεκτικά, αν χρειαστεί από διαφορετικές πηγές, πάντοτε τα χρήσιμα και αληθινά (βλ. και ‘Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού’, Αναστ. Β. Γιαννικόπουλου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 1991, & users.uoa. gr/~nektar/ orthodoxy/ paterikon/ basil_the_great_de_legendis_ gentilium_libris. htm).
Από το 356 μέχρι την άνοιξη του 357 ο φωστήρ της Οικουμένης ασχολήθηκε στην Καισάρεια με την δικηγορία και την ρητορική που άριστα κατείχε. Επισκέφτηκε στη συνέχεια τα μοναστήρια της Αιγύπτου, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης και σπούδασε στο μεγάλο σχολείο της ασκητικής ζωής.
Από τον Οκτώβριο του 357 κ.ε. μελέτησε συστηματικά την Αγία Γραφή και άρχισε να παρακολουθεί στενότερα τα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ πήρε την απόφαση να διαμοιράσει την μεγάλη του περιουσία στους στερημένους και πένητες.
Το Πάσχα του 358 βαπτίστηκε και προχειρίστηκε σε Αναγνώστη από τον επίσκοπο Διάνιο, με τον οποίο διατήρησε στενή φιλία. Τον Νοέμβριο του 358 εγκαταστάθηκε στα Άννησα, στο πατρικό του σπίτι, και τότε άρχισε την κυρίως ασκητική ζωή του.
Από την άνοιξη του 360 ΑΣΚΗΤΕΨΕ για 5 χρόνια στον Ίρι ποταμό, στον μαγευτικό Πόντο, μαζί με τον άλλο μεγάλο πατέρα της Εκκλησίας, Γρηγόριο τον Θεολόγο. Στη θεολογική ησυχία της μοναχικής ζωής μελέτησαν συστηματικά την Αγία Γραφή και την κτίση του Θεού, επιδόθηκαν στην προσευχή και εργάστηκαν στην σύνταξη της «Φιλοκαλίας» του Ωριγένη και των ασκητικών Κανόνων. Υποβοηθούμενος και από τη θαυμαστή ομορφιά του Πόντου ΕΓΡΑΨΕ εκεί και τις βαθυστόχαστες 9 ομιλίες του στην Εξαήμερο, που τον καθιέρωσαν όχι μόνο μεγάλο ερμηνευτή των θείων έργων αλλά και σπουδαίο επιστήμονα.
Πνευματικώς αξιοθαύμαστα είναι γενικώς και τα Δογματικά έργα του, οι Ομιλίες (και στους Ψαλμούς και τον προφήτη Ησαΐα), οι Επιστολές του (περίπου 366) που αποκαλύπτουν τον ευρύ και ανθρωπιστικό εσωτερικό του κόσμο, καθώς και τα ασκητικά συγγράμματα του Αγίου (ανέρχονται σε 500 περίπου ομιλίες, στην έκδοση του Migne, τόμοι 29-32). Οι Όροι ή Κανόνες του, που περιέχονται στα τελευταία, αποτέλεσαν από τότε την βάση του Ορθόδοξου μοναχισμού.
Περί το τέλος μάλλον του 362 ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ΔΙΑΚΟΝΟΣ και κατόπιν ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Για 6 χρόνια εργάστηκε άοκνα, προσφέροντας πλούσια κοινωνική, θεολογική και ποιμαντική δράση. Αντιμετώπισε μάλιστα νικηφόρα και απολογητικά τους πλανεμένους Αρειανούς, οπαδούς του αιρετικού πρεσβυτέρου Αρείου (ο Αρειανισμός δίδασκε την κτιστότητα του Υιού του Θεού και αρνιόταν την θεότητα του Χριστού) και από το 377 τις χριστολογικές κακοδοξίες, εξαιτίας των έργων του Απολλιναρίου Λαοδικείας και του Μαρκέλλου Αγκύρας (ακόμη και με διπλωματική δραστηριότητα προς τον πάπα Δάμασο). Το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφών του αφιερώθηκε άλλωστε στην ενότητα των πιστών υπέρ των εκκλησιαστικών αληθειών και στην δογματική υποστήριξη των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπέμεινε μάλιστα με υπομονή και δύναμη Κυρίου τους διωγμούς, τις συκοφαντίες και τις απειλές που υπέστη, που προξενήθηκαν όχι μόνο από την αντιπάθεια προς αυτόν του Ευσεβίου (και αργότερα πολλών άλλων επισκόπων), αλλά και από την αρειανόφρονα πολιτική του αυτοκράτορα Ουάλη και τις συκοφαντίες του επισκόπου Αγκύρας Αθανασίου.
Το έτος 369 αρρώστησε βαριά και έφτασε σχεδόν στο θάνατο, αλλά με τη χάρη του Θεού ανένηψε. Ψυχοσωματικά είχε καταβληθεί από τα προβλήματα των Εκκλησιών, από το θάνατο της μητέρας του Εμμέλειας και την συνεχή ενασχόλησή του με την σίτιση των πτωχών. Χωρίς να κατέχει καμία περιουσία ή ιδιοκτησία, τον φρόντιζαν συγγενείς και φίλοι (Για τις χρονολογίες των κυρίων γεγονότων της ζωής του, ακολουθούμε το: ‘Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία’, Στυλιανού Παπαδοπούλου, τ. Α΄, έκδ. Β΄, Αθ. 1989. Βλ. και ‘Ο Ουρανοφάντωρ Βασίλειος’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979).
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ χειροτονήθηκε ο αστήρ της Καισαρείας το 370, σε ηλικία 40 ετών. Το κήρυγμα του Βασιλείου ως επισκόπου υπήρξε “δυνατό σαν την βροντή, αφού και η φωτεινή του ζωή ήταν σαν την αστραπή”, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό (Migne 38, 74). Θεωρήθηκε σε Ανατολή και Δύση καθηγητής των θείων και υπερκόσμιων αληθειών του Ευαγγελίου, μοναδικός λειτουργιολόγος, άφθαστος παιδαγωγός, θεμελιωτής του κοινοβιακού μοναχισμού και δυνατός κοινωνιολόγος.
Ύστερα από εξάντληση και πάθηση των νεφρών ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ στο τέλος του 378 μ.Χ., στα 49 του χρόνια. Η ζωή του ως κληρικός διήρκεσε συνολικά 15 έτη. Τα τελευταία του λόγια, πάνω στην επιθανάτια κλίνη του, ήταν τα ίδια λόγια του Χριστού πάνω στο Σταυρό προς τον Πατέρα Του: «Στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου». Την 1η Ιανουαρίου του 379 έγινε η κηδεία του. Ήταν τόσο πολυπληθείς οι εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής (ακόμη και από τους εχθρούς του) και τόσο μεγάλος ο συνωστισμός σ’ αυτήν, ιδιαίτερα από τους ευεργετηθέντες υπ’ αυτού, χριστιανούς, εβραίους και εθνικούς, που τον αγαπούσαν, ώστε κατά τη διάρκειά της (της κηδείας του) πέθαναν από ασφυξία αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον αναγνωρισμένο ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο, συνόδευσαν ευτυχισμένοι έναν πράγματι μεγάλο ιεράρχη στην Ουράνια πόλη.
Στον ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ο Βασίλειος υπήρξε, κατά γενική ομολογία, πρωτοπόρος. Μοίρασε αρχικά την τεράστια πατρική του περιουσία στους πάσχοντες, ανήμπορους και φτωχούς. Ακολούθως ανέπτυξε φιλανθρωπία αξιοθαύμαστη χωρίς διακρίσεις και έκτισε ολόκληρη πόλη, την ονομαζόμενη ‘Βασιλειάδα’, που περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνα και νοσοκομείο, στην οποία υπηρετούσαν ως προσωπικό μοναχοί, αφού εξάλλου ο Μ. Βασίλειος εργάστηκε και για την πιστότερη υπακοή των μοναχών στην Εκκλησία, τη διάθεσή τους σε φιλανθρωπικά έργα και μάλιστα υπό τον επίσκοπον. Ο άξιος ποιμένας της Εκκλησίας ενδιαφέρθηκε και επενέβαινε ιδιαίτερα υπέρ των αδικουμένων, εργαζόμενων και χηρών, προέτρεπε προς κοινωνική μέριμνα τους άρχοντες και στην τρομακτική πείνα του 367-368 επέδειξε σπουδαία δραστηριότητα (οργάνωσε καταυλισμούς και λεπροκομείο, έστησε κέντρα διανομής φαγητού, επιδόθηκε σε εράνους, εργάστηκε χειρωνακτικά, αλλά και ως γιατρός). Τόσο πρακτικά, ξεκάθαρα και αληθινά όσο ο ακάματος Βασίλειος, ίσως κανένας άλλος δεν εφάρμοσε την εντολή της αγάπης του Θεανθρώπου. Η περίληψη όλης της Αγίας Γραφής είναι η αγάπη, αναφέρει ο εξέχων ιεράρχης, και διδάσκει: «Απόδειξις των του Χριστού μαθητών, η εν αυτώ προς αλλήλους αγάπη» (P.G. 31,709). Πολλοί πλούσιοι συγκινήθηκαν εξάλλου από το παράδειγμά του και τις προτροπές του και τον ακολούθησαν στις αγαθοεργίες (βλ. Νικολάου Νευράκη: ‘Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος’, Αθ. 1979 & ‘Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες- Σήμερα – Αύριο’, Αθ. 2004).
Το υπαρξιακό και πνευματικό κλάμα του ανθρώπου, διδάσκει ο αληθής φίλος του Ιησού Βασίλειος, θεραπεύεται δια του αγιασμού και της κοινωνικής προσφοράς. Όταν ο άνθρωπος δεν αγκαλιάζει τον διπλανό του, τότε χάνεται στον αυτοπεριορισμό του και την ανασφάλειά του, υποφέρει κάτω από τα δεσμά του εγωισμού του. Ο Μ. Βασίλειος φέρει ως παράδειγμα ατομισμού και έλλειψης αγάπης την τακτική ορισμένων πλουσίων στα χρόνια του. Αυτοί, ακόμη και στο θέατρο όταν πήγαιναν, πλήρωναν αρκετές θέσεις γύρω τους ώστε να μένουν κενές, και έτσι απολάμβαναν ανενόχλητοι την παράσταση. Όταν όμως, λέγει ο κορυφαίος ιεράρχης, δεν αντλείται νερό από τα πηγάδια, τότε το νερό αρχίζει και βρωμάει, χάνει την αξία του και καταστρέφεται η ποιότητά του. Αυτά παθαίνει και η ψυχή του ανθρώπου που ζει αποκλειστικά για τον εαυτόν του. Κάθε πράγμα που δεν κοινωνείται είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Και αιώνια παραδείγματα παραμένουν προς υπόδειξη της αλήθειας αυτής το νερό της Νεκράς Θάλασσας, καθώς και η παραβολή του άφρονος πλουσίου, με τη μικρόχαρη καρδιά και τα χαμερπή κίνητρα (βλ. ‘Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1989).
Τα ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ανήκουν σε όλους, τονίζει ο αυθεντικός άϊ Βασίλης, που προσανατολίζει τους χριστιανούς προς την κοινοχρησία των πρώτων εκκλησιαστικών χρόνων: «Το ψωμί που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του φτωχού. Τα ρούχα που κρατάς κρυμμένα είναι του γυμνού. Τα υποδήματα που σαπίζουν αχρησιμοποίητα είναι του ξυπόλητου. Τα χρήματα που κρύβεις είναι του φτωχού. Τόσους λοιπόν αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες» (ΒΕΠΕΣ, τ. 54, Απ. Διακονίας, Αθ. 1976). Ακόμη, λέγει ο ελεήμων άγιος, «Ο πλούτος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο. Ούτε το αξίωμα για το ίδιο το αξίωμα. Αλλά είναι και τα δύο όργανα για την αρετή, γι’ αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Δεν έχουν από μόνα τους κάτι το καλό. Αυτός λοιπόν που χρησιμοποιεί λανθασμένα τον πλούτο είναι ελεεινός και μοιάζει με κάποιον στρατιώτη που, ενώ του δόθηκε το ξίφος για την άμυνα στον πόλεμο, αυτός τραυματίστηκε εκούσια μ’ αυτό. Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ο πλούτος καλά, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, επαινείται και αγαπάται ο χρήστης του και δίκαιος είναι για τον κοινωνικό και φιλάδελφο τρόπο συμπεριφοράς του» (P.G. 95,1465A).
Άρπαγας είναι για τον Μ. Βασίλειο εκείνος που αρνείται να δώσει στους έχοντες ανάγκη όσα ο Θεός τού έχει δώσει μόνο προς διαχείριση. Διότι οι Πατέρες γενικά της Εκκλησίας μάς θέλουν ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ των αγαθών και όχι ιδιοκτήτες, αλλιώς μιλάνε για απανθρωπιά, για αδικία και πλεονεξία, ‘ήτις εστί ειδωλολατρία’ (Κολ. 3,5), σύμφωνα και με τον απ. Παύλο. Η αξία δεν βρίσκεται στο χρήμα, αλλά στον σωστό τρόπο χρησιμοποίησής του. Εξάλλου, αν ο άνθρωπος ενδιαφερθεί ειλικρινά για τον συνάνθρωπό του, μόνο τότε θα αποκατασταθεί η ισορροπία και στη φύση, που στενάζει από την εσωστρεφή κατανάλωση και τη φθορά εξαιτίας της κακής χρήσης της τεχνολογίας. Η μανία για πλουτισμό είναι και η καταστροφή της φύσης, πολύ εύστοχα κηρύττει ο Βασίλειος. Το άπληστο κέρδος οδηγεί και στην οικολογική ανισορροπία, ενώ η λύση είναι η αγάπη και η έμπρακτη κατανόηση (βλ. και ‘Θρησκευτικά Γ΄ Γυμνασίου’, Σταυρούλας Σοφού, εκδ. Σαββάλας, 2009).
Ο κατεξοχήν κοινωνικός εργάτης του Ευαγγελίου, Βασίλειος, προτρέπει στην ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ, διότι η αρετή αυτή, καθώς λέγει, δεν είναι καθόλου θεωρητική υπόθεση. Οφείλουμε να την εφαρμόζουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους. ‘Να μοιραζόμαστε τα πάντα και να συγχωρούμε τους πάντες’ είναι το μήνυμα του γνήσιου άγιου Βασίλη, αφού αυτή είναι κυρίως η διδασκαλία του Χριστού. Όπως ο Θεός αγαπάει τους ανθρώπους, και ανατέλλει τον ήλιο Του ή βρέχει για δικαίους και αδίκους, έτσι και εμείς οφείλουμε να αγαπάμε αλλήλους χωρίς κατάκριση. Να μην υστερούμε στην αγάπη, να μην είμαστε δούλοι και δέσμιοι των υλικών αγαθών, να υπάρχει ενότητα και σύμπνοια, που οδηγεί στην τέλεια εν Χριστώ κοινωνία και την αγιοπνευματική αλλαγή και λύτρωση. Διότι, «αυτός που αγαπάει τον συνάνθρωπό του δεν κατέχει τίποτε περισσότερο από αυτόν …Όσο κάποιος πλεονάζει στον πλούτο, τόσο υστερεί στην αγάπη» (‘Προς τους πλουτούντας’, ΒΕΠΕΣ, τ. 54, Απ. Διακονίας, Αθ. 1976).
Αξίως λοιπόν ακτινοβόλησε παγκοσμίως ο Βασίλειος Καισαρείας, λόγω της ταπείνωσης, σεμνότητας και συνειδητού χριστιανισμού που εφάρμοσε, ένεκα των οποίων αρετών του προσέλκυσε την Χάρη του Τριαδικού Θεού, ο οποίος τον στεφάνωσε με την άκτιστη δόξα Του, και επέτρεψε να τιμάται η μνήμη του ως διαχρονικό και οικουμενικό παράδειγμα ανόθευτου μηνύματος αγάπης. Το εμπνευσμένο απολυτίκιό του αναφέρει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένη τον λόγον σου, δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας ….».
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
πηγή: oodegr.com