Χαρτονόμισμα των 100 δραχμών που κυκλοφόρησε το 1867. Οι εκτυπώσεις των χαρτονομισμάτων γίνονταν στο εξωτερικό, κυρίως από αμερικανικές και βρετανικές εταιρείες.

 

«Αθήναι τη 14/11/31. Κύριε Διοικητά, Μετά την επίτασιν της παγκοσμίου οικονομικής κρίσεως, την οποίαν επροκάλεσεν η υπό της Αγγλίας εγκατάλειψις της χρυσής βάσεως του νομίσματός της, ελήφθησαν παρ’ ημών διάφορα μέτρα προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως και της διατηρήσεως της σταθεροποιήσεως (…). Επειδή έκτοτε ήρχισαν εμφανιζόμεναι διά του τύπου αμφισβητήσεις περί της σκοπιμότητας των μέτρων, επιθυμώ να γνωρίζω εάν η διοίκησις της Εθνικής Τραπέζης εξακολουθή θεωρούσα ότι ορθώς ελήφθησαν τα μέτρα εκείνα».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την επιστολή που έστειλε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με την ιδιότητα του πρωθυπουργού στον τότε διοικητή της ΕΤΕ Ιωάννη Δροσόπουλο κατά την προσωπική τους αλληλογραφία και βρίσκεται μαζί με άλλους θησαυρούς στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας. Η απάντηση ήρθε δύο μέρες μετά, όπως διαβάζουμε στις μικροφωτογραφίες του αρχείου: «Σεβαστέ κύριε πρόεδρε (…) ορθώς ελήφθησαν τα μέτρα εκείνα (…) και ενδείκνυται ως μέτρον απαραίτητον ο έλεγχος επί του συναλλάγματος.

Οσον αφορά την Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος γνωρίζετε καλώς, κύριε πρόεδρε, ότι τεταγμένη πάντοτε εις την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος, έπραξε και πράττει και θα πράξη ό,τι εξ αυτή εξαρτάται διά την διατήρησιν της σταθεροποιήσεως του εθνικού νομίσματος». Αυτά έγραφε ο Δροσόπουλος χωρίς, όπως φαίνεται, να μπορεί να προβλέψει την οικονομική κατάρρευση της χώρας έναν χρόνο μετά.

Το ύφος της επιστολής είναι ενδεικτικό για τις καλές σχέσεις και τον ρόλο που έπαιζε η Εθνική Τράπεζα στη χάραξη της ελληνικής οικονομικής πολιτικής σε μια περίοδο μάλιστα που ο θεσμικός της ρόλος είχε ατονήσει. Από την ίδρυσή της, το 1841, μέχρι τη δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 1927, η ΕΤΕ είχε το εκδοτικό προνόμιο χαρτονομισμάτων και διαχειριζόταν τα εσωτερικά και εξωτερικά δάνεια της χώρας, ενώ χάρη στην τεχνογνωσία των στελεχών της λειτουργούσε ως ένα «άτυπο» υπουργείο Οικονομικών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Οι πρώτοι μέτοχοι ήταν Ελληνες και ξένοι με οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις, όπως ο Ελβετός Ιωάννης Εϋνάρδος, οι Ρόθτσιλντ και πολλοί Ελληνες της διασποράς που έφερε ο ιδρυτής της και οικονομικός παράγοντας της Βιέννης Γεώργιος Σταύρου. «Ηταν μια τράπεζα αξιόπιστη. Εβγαινε στην αγορά, δανειζόταν και έπειτα δάνειζε το κράτος που δεν μπορούσε να βγει στις αγορές», τονίζει ο επικεφαλής του Ιστορικού Αρχείου της ΕΤΕ Γεράσιμος Νοταράς.

Από τα «Παρκερικά» του 1847 και την παρέμβαση του Σταύρου για να μειωθούν οι υπέρογκες αποζημιώσεις που ζητούσε η Βρετανία, στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές την περίοδο 1893-94, και από την οικονομική διαχείριση της ήττας του 1897 από τον διοικητή Στέφανο Στρέιτ, που είχε αναλάβει και το υπουργείο Οικονομικών, μέχρι τη ρύθμιση της νομισματικής πολιτικής στις αρχές του 20ού αιώνα, η Εθνική Τράπεζα διαδραμάτισε έναν σύνθετο ρόλο σε σχέση με την οικονομική πολιτική της χώρας. «Σε κάθε δύσκολη περίοδο ζητούνταν η τεχνογνωσία της τράπεζας. Ο Στρέιτ, για παράδειγμα, είχε ζητήσει από τους πιστωτές περιθώριο χρόνου και έφτιαξε εκείνος το σχέδιο βάσει του οποίου θα γινόταν η διαπραγμάτευση ώστε οι όροι της πληρωμής να είναι πιο ανεκτοί», σημειώνει ο κ. Νοταράς.

«Απαντα τα έγγραφα»

Στο Μέγαρο Διομήδη, το επιβλητικό κτίριο του Μεσοπολέμου που δεσπόζει επί της Γ΄ Σεπτεμβρίου, βρίσκεται συγκεντρωμένη η ιστορία της Εθνικής Τράπεζας που αντανακλά την οικονομική και κατ’ επέκτασιν πολιτική ιστορία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Από την ίδρυσή της η τράπεζα φρόντισε τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και στο οργανόγραμμα του 1842 αναφέρεται πως «ο Πρωτοκολλιστής (…) τηρεί υπό την ευθύνην του το αρχείον της Τραπέζης, φυλλάτων εν αυτώ μεθοδικώς και εν τάξει άπαντα τα έγγραφα». Το Μέγαρο Διομήδη ήταν, άλλωστε, το πρώτο κτίριο στην Ελλάδα που οικοδομήθηκε με σκοπό τη φύλαξη αρχείων. «Οι προδιαγραφές στατικής αντοχής ήταν ένας τόνος ανά τετραγωνικό μέτρο γιατί υπολόγιζαν ότι θα αποθήκευαν μεγάλους όγκους χαρτιού», σημειώνει ο κ. Νοταράς καθώς περιδιαβαίνουμε το κτίριο το οποίο μετατράπηκε από αρχειοστάσιο σε χώρο συλλογής, συντήρησης, έρευνας και έκθεσης.

Στις μόνιμες εκθέσεις του Ιστορικού Αρχείου βλέπουμε την πορεία του ελληνικού χαρτονομίσματος από τους φοίνικες του Καποδίστρια μέχρι τη δραχμή του 2002, τα σχέδια που κυκλοφόρησαν με την υπογραφή γνωστών Ελλήνων ζωγράφων όπως ο Μιχάλης Αξελός, τις «ομολογίες» της επαναστατημένης Ελλάδας, τα κατοχικά και τα ισπανικά «κολονάτα» της Ιονικής αλλά και τα «κατοστάρικα» της ελληνικής κοινότητας στο στρατόπεδο του Μπούλκες. Στην έκθεση με την ιστορική διαδρομή της τράπεζας γίνεται μια αναδρομή στον χρόνο μέσα από τεκμήρια και αντικείμενα, ενώ υπάρχουν αναφορές σε επιφανείς πελάτες όπως ο Ερρίκος Σλήμαν και στο ανθρωπιστικό έργο της τράπεζας με την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες της Θεσσαλίας (1897) και την οικονομική στήριξη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων.

Τα ιστορικά αρχεία της ΕΤΕ έως το 1966 είναι προσβάσιμα στους ερευνητές για να μελετήσουν πτυχές της οικονομικής ιστορίας ή τους μεγάλους πελάτες της. «Δεν υπάρχει μεγάλο έργο που να έγινε στην Ελλάδα και να μην είχε εμπλοκή η τράπεζα ή εταιρεία που να λειτούργησε και να μην έχουμε στοιχεία. Ολοι είχαν έναν λογαριασμό και στην Εθνική», καταλήγει ο κ. Νοταράς.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr