Το πρωτοχρονιάτικο δώρο της κυβέρνησης-ανδρείκελο στο νεοθωμανό αφέντη ήταν η αίτηση ακύρωσης της απόφασης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Προσφυγών, με την οποία εχορηγείτο άσυλο σ’ έναν από τους Τούρκους στρατιωτικούς που έχουν ζητήσει άσυλο. Η ιστορία τους είναι γνωστή, από την αρχή η Δικαιοσύνη στάθηκε εμπόδιο στην προσπάθεια της κυβέρνησης να τους χαρακτηρίσει πραξικοπηματίες, υιοθετώντας την άποψη της Τουρκικής κυβέρνησης, και να τους παραδώσει στους ισλαμοφασίστες της Άγκυρας.
Το τελευταίο επεισόδιο ήταν το πρωτοχρονιάτικο. Η κυβέρνηση των γραικύλων δεν έχει μόνο ένα αφεντικό. Η πολλαπλή υποτέλεια της χώρας, σημαίνει για το λαό μας ότι έχει πολλά μέτωπα να αντιμετωπίσει συγχρόνως, όπως κάνει εδώ κι αιώνες, και για την κυβέρνηση ότι πρέπει να εκτελεί εντολές προερχόμενες από πολλές πηγές εξουσίας τις οποίες καλείται να υπηρετήσει ταυτόχρονα. Μια άλλη κυβέρνηση που θα ταυτιζόταν με το λαό θα μπορούσε να ηγηθεί και να οργανώσει την αντίστασή του. Τα γιουσουφάκια όμως, ταυτισμένα με τα αφεντικά τους κι όχι με το λαό, απλά εκτελούν τις εντολές όσο πιο πειθήνια γίνεται.
Νομικά, η κυβέρνηση έχει πράγματι τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Προσφυγών. Νομικά επίσης, η απόφαση είναι τεκμηριωμένη, καθώς δεν καλείται η Επιτροπή να αποφανθεί για το αν οι Τούρκοι ικέτες είναι πραξικοπηματίες (όπως έκαμε από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση για να δώσει δημοκρατική αύρα σ’ αυτό που απλά είναι υπακοή στο νεοθωμανικό αφεντικό).
Καλείται να κρίνει αν θα έχουν μια δίκαιη δίκη κι αν θα υποστούν μεταχείριση που θα παραβιάζει τα δικαιώματά τους. Κι η Επιτροπή διαπίστωσε αυτό που όλος ο κόσμος γνωρίζει, που και η Δύση (ο έτερος δυνάστης μας) στηλιτεύει, ότι αν οι ικέτες, πραξικοπηματίες η μη, Κεμαλικοί που έχουν κι αυτοί βλέψεις κατά της Ελλάδας ή μη, εκδοθούν στην Τουρκία, θα υποστούν αυτά που κάθε πολίτης που διαφοροποιείται εκεί υφίσταται, πόσο μάλλον όταν όλοι γνωρίζουν τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στους χιλιάδες κατηγορούμενους για συμμετοχή στο πραξικόπημα.
Οπότε τα γιουσουφάκια της κυβέρνησης, τρομοκρατημένα από την οργή του Σουλτάνου, τις απειλές ότι δε θα υπάρχει χώρα να υπερασπιστούν (άρα γι’ αυτούς δε θα υπάρχει εξουσία να νέμονται), σπεύδουν να προσβάλουν την απόφαση της Επιτροπής. Αναμενόμενο είναι ότι δε θα μείνουν μόνο εκεί.
Θα επιδιώξουν να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη, όπως ματαίως έχουν προσπαθήσει κι άλλες φορές, ώστε να ακυρώσει την απόφαση και να μπορέσουν έτσι να δείξουν στο Σουλτάνο ότι είναι καλοί ραγιάδες, ότι μπορούν να συνεχίσουν την υποτελή πορεία τους δίχως να τους ξηλώσουν από την εξουσία στην οποία είναι αγκιστρωμένοι.
Έτσι, οι γραικύλοι έχουν ήδη πετύχει να μην υπάρχει πια χώρα που θα υπερασπιστεί ο λαός (κι όχι αυτοί βέβαια). Η απειλή της Τουρκίας έχει πιάσει δίχως να χυθεί αίμα, δίχως να πέσει μια τουφεκιά, δίχως να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμα ούτε η απαξιωτική στάση της Δύσης, των άλλων επικυρίαρχων, απέναντι στο βιασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία του Ερντογάν.
Ο δικαιωματισμός των γραικύλων περιορίζεται στις νεοταξικές προδιαγραφές που αυτοί πλήρως ενστερνίζονται και δεν έχει καμιάν εφαρμογή πέραν αυτών.
Κι εδώ φαίνεται, πριν στεγνώσει το μελάνι των διθυράμβων για τον αντιστασιακό πρωθυπουργό που αντιμετώπισε επιτυχώς τον Ερντογάν κατά την επίσκεψή του στην πατρίδα μας, ποιος αντιστέκεται και ποιος διατάζει, ποιος έδωσε εντολές και ποιος τις εκτελεί.
Μια κυβέρνηση που θα εξέφραζε τα συμφέροντα του λαού, ακόμα και πιεσμένη από τους Τούρκους, θα άφηνε τη Δικαιοσύνη απερίσπαστη. Θα εύρισκε συμμάχους στη στάση μιας πλειάδας κρατών που καταδικάζουν την Τουρκία και θεωρούν τον Ερντογάν δικτάτορα.
Θα μπορούσε να συμπήξει συμμαχίες σ’ αυτή τη βάση, αλλά και στη βάση της Γενοκτονίας, να απομονώσει επικοινωνιακά την Τουρκία, να συναντηθεί με τους λαούς και τις δυνάμεις εκείνες της Τουρκικής κοινωνίας που αντιστέκονται και να δημιουργήσει άλλα δεδομένα.
Αντί γι’ αυτό, προσφέρει άλλοθι κι αναγνώριση στον Ερντογάν, δικαιώνει τον ισλαμοφασισμό του και μεταβάλλει τη χώρα σε εν τοις πράγμασι επαρχία της Τουρκίας.
Οπότε Ελλάδα κυρίαρχη δεν υπάρχει πια, και μάλιστα πολλώ λογιώ, υποτελής στη Δύση και στην Τουρκία. Κι αυτό θα μπορούσε να συμβεί με δυο τρόπους: είτε μετά από αντίσταση, όπως πάντα γινόταν, είτε με προδοσία και παράδοση. Τώρα γίνεται το δεύτερο, μπροστά στα μάτια μας, διανθισμένο με προοδευτικές φανφάρες και με το λαό σε νάρκη.
Λέγαμε ότι αν δεν αντισταθούμε θα χάσομε την πατρίδα μας. Τώρα έχομε περάσει σε άλλο επίπεδο, την έχομε χάσει και πρέπει να την κερδίσομε ξανά, μόνο αν αντισταθούμε, έστω και τώρα, έστω και υπ’ αυτές τις συνθήκες. Μπορούμε, ή θα γίνουμε κι εμείς γιουσουφάκια;