Είναι φανερό, με βάση και τα αντίστοιχα διεθνή και ευρωπαϊκά στατιστικά δεδομένα ότι οι ανισότητες τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχουν αυξηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Παράλληλα, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η παρατηρούμενη αύξηση των ανισοτήτων συνιστά ουσιαστικά το αποτέλεσμα των ασκούμενων περιοριστικών πολιτικών από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Οι περιοριστικές πολιτικές αφορούν στη μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, των δαπανών εκπαίδευσης και υγείας, της χρηματοδότησης δημόσιων και κοινωνικών υπηρεσιών κ.λ.π. Αυτές συνέβαλαν καθοριστικά στην εισοδηματική κατάρρευση των λαϊκών στρωμάτων και ενός τμήματος της μεσαίας τάξης.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται, με διαφοροποιήσεις, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Όμως, το κοινό χαρακτηριστικό στην κατανομή του εισοδήματος και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι η αύξηση των υψηλών εισοδημάτων, δεδομένου ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η περίοδος που συνέβαλε στη διεύρυνση των ανισοτήτων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ήταν η περίοδος της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και ύφεσης, κατά την οποία εφαρμόστηκαν πολιτικές μείωσης των μισθολογικών και μη μισθολογικών δαπανών, απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, αύξησης της ανεργίας, αποδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας κ.λ.π.
Μεγαλύτερη ανισότητα στις ΗΠΑ
Στην κατεύθυνση αυτή, διαπιστώνεται ότι σε επίπεδο ανισοτήτων διεθνώς, ενώ το πλουσιότερο 1% του πλανήτη κατείχε το 1980 το 16% του εισοδήματος, το 2017 κατείχε το 20% του εισοδήματος. Ταυτόχρονα, το ήμισυ του πληθυσμού παρέμεινε σταθερό στο 9% του εισοδήματος, παρά τις εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αυτή στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. Κίνα, Ινδία, κ.λ.π.). Με άλλα λόγια, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι συγκρίνοντας την δυναμική της σύγκλισης (μείωση των ανισοτήτων) με την δυναμική της απόκλισης (αύξηση των ανισοτήτων), διαπιστώνεται ότι επικρατεί σε σημαντικό βαθμό η δεύτερη επί της πρώτης.
Αναλυτικά, η σύγκριση της εισοδηματικής ανισότητας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από το 1990 μέχρι σήμερα η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί και στις δύο ηπείρους. Ωστόσο, η δυναμική της ανισότητας εμφανίζεται πολύ πιο έντονη στις ΗΠΑ. Έτσι, όταν το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών σήμερα κατέχει το 20% του εισοδήματος, στην Ευρώπη το 1% των πλουσιότερων Ευρωπαίων κατέχει το 12% του εισοδήματος.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην Έκθεση των Παγκόσμιων Ανισοτήτων του 2018, τονίζεται ότι, εάν οι παγκόσμιες ανισότητες ακολουθήσουν τις τάσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών, τότε οι ανισότητες θα συνεχίσουν να διευρύνονται διεθνώς κατά τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, για τις ΗΠΑ προβλέπουν ότι το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών που κατέχει σήμερα το 20% του εισοδήματος, θα κατέχει στο μέλλον το 30% του εισοδήματος.
Η ίδια αυξητική τάση των ανισοτήτων, ακολουθώντας τα επίπεδα μεταβολής των ευρωπαϊκών εξελίξεων, προβλέπεται και για την Ευρώπη, γεγονός που αποδεικνύει την δομική τάση αύξησης του χάσματος του πλούτου και των ανισοτήτων στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής.
Το ελληνικό πείραμα
Ιδιαίτερα ανησυχητικά, κατά την μνημονιακή περίοδο 2010-17, είναι και τα αντίστοιχα στοιχεία του ιδρύματος Bertelsman, καθώς και της Έκθεσης της Κομισιόν για την εργασιακή και κοινωνική κατάσταση στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη τριάδα (Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) των χωρών με τα σοβαρότερα προβλήματα εισοδηματικής ανισότητας, καθώς το 2016 το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει εισοδήματα 6,5 φορές μεγαλύτερα από το φτωχότερο 20% του πληθυσμού.
Και κατά την προ-μνημονιακή περίοδο 1994-2009 όμως, παρατηρούνται στην Ελλάδα, μεταξύ των άλλων, συνθήκες ανισοκατανομής του εισοδήματος (φοροαπαλλαγές, φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, υπερτιμολογήσεις κρατικών προμηθειών, κ.λ.π.). Όλες αυτές οι συνθήκες συνέβαλαν, κατά βάση, στην αύξηση του δημόσιου ελλείμματος, του δημόσιου χρέους, καθώς και στην δημιουργία των συνθηκών της σοβαρής οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην χώρα μας.
Από την άλλη, η απόφαση των δανειστών και των ελληνικών κυβερνήσεων ότι «η κρίση των ανισοτήτων αποτελεί λύση της οικονομικής κρίσης και ύφεσης στην Ελλάδα», που λήφθηκε το 2009 και υλοποιείται μέχρι σήμερα, καθόρισε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, τις πολιτικές επιλογές για την ελληνική οικονομία τουλάχιστον για την τρέχουσα δεκαετία 2010-20. Αυτή η απόφαση και αυτές οι επιλογές, συμπαρασύρουν σε χαμηλά επίπεδα την απασχόληση, τους μισθούς, τις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα και σε υψηλά επίπεδα την ανεργία και την φορολογία.
Οι πολιτικές παρενέργειες
Συμπερασματικά, αξίζει να σημειωθεί ότι σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο η σημερινή κατάσταση των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και η μελλοντική προοπτική διεύρυνσης τους σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, προδιαγράφουν μία άνιση κοινωνία, που επενδύει σε χαμηλά επίπεδα στην εκπαίδευση, τις δημόσιες υποδομές και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Έτσι, διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα η ανισότητα και η αποθάρρυνση για εργασία, οι οποίες επιφέρουν, μεταξύ των άλλων, χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας.
Παράλληλα, η διατήρηση της ανισότητας σε υψηλά επίπεδα συνεπάγεται σε διεθνές επίπεδο διεύρυνση των εθνικιστικών και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, ως αντίδραση στις πολιτικές επιλογές της άνισης παγκοσμιοποίησης. Το ίδιο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνεπάγεται αύξηση της επιρροής των εθνικιστικών τάσεων και των αποσχιστικών δυνάμεων από τους όρους και τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (π.χ. Βrexit).
Αυτές, όμως, οι δυσμενείς κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και προοπτικές των κοινωνικών ανισοτήτων, εμπεριέχουν και την αισιόδοξη διάσταση τους. Πρόκειται για την στρατηγική και πολιτική επιλογή του μη ντεντερμινισμού των ανισοτήτων και ως εκ τούτου στην αξιοποίηση της δυνατότητας πολιτικών και θεσμικών δημοκρατικών αλλαγών των ασκούμενων πολιτικών σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.