Πρώτα ο αλυτρωτισμός, μετά το όνομα
Η διπλωματική παγίδα
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί το κράτος των Σκοπίων, ένα κράτος 2 εκατομμυρίων, που σε μεγάλο βαθμό επιβιώνει λόγω των οικονομικών του σχέσεων με την Ελλάδα, έχει καταφέρει να προωθήσει σε μεγάλο βαθμό στην διεθνή κοινότητα τις παράλογες αξιώσεις του, πείθοντας πάνω από 130 χώρες να το αποκαλούν ως «Μακεδονία» – κι αυτό παρά τις αντιδράσεις της Ελλάδας.
Το ερώτημα έχει πολλές απαντήσεις, ιδίως, το ότι το κρατίδιο αυτό δεν είναι μόνο του, αλλά συνεπικουρείται καθοριστικά από μια πλειάδα εξωτερικών παραγόντων που πριμοδοτούν τους μικροεπεκτατισμούς μέσα στα Βαλκάνια στο πλαίσιο της τακτικής του διαίρει και βασίλευε: Οι ΗΠΑ και η ΕΕ, το κατεστημένο της παγκοσμιοποίησης (λέγε με Ίδρυμα για την Ανοιχτή Κοινωνία του Τζ. Σόρος), αλλά και η νεο-οθωμανική Τουρκία προωθούν το σενάριο της πολυδιάσπασης των Βαλκανίων, καθώς έτσι πετυχαίνουν να διευρύνουν τις σφαίρες επιρροής τους προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα στα σενάρια αυτοκρατορικής διακυβέρνησης που υφαίνουν για τον 21 ο αιώνα.
Ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό: Με την αποφασιστική συνδρομή όλων των προηγουμένων, η πλευρά της γείτονος ύφαινε μια πολύ αποτελεσματική παγίδα για την Ελλάδα δημιουργώντας μια κατάσταση που στην διεθνή διπλωματική γλώσσα ονομάζεται «lose-lose», δηλαδή, ήττας σε οποιαδήποτε έκβαση του διπλωματικού μπρα ντε φερ: Τούτο το πέτυχε καθώς κατάφερε να εγκλωβίσει την χώρα μας ώστε να εστιάσει αποκλειστικά στο ζήτημα της ονομασίας, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ένα πολύ ευρύτερο ζήτημα που κρυβόταν από πίσω της – εκείνο του αλυτρωτισμού, της κατασκευής μιας ψευδομακεδονικής ταυτότητας που διεκδικεί την ιστορία, τον πολιτισμό, και κατά συνέπεια τα εδάφη της χώρας μας.
Με αυτόν τον τρόπο οι γείτονες εξασφάλιζαν σχεδόν πάντοτε διπλωματικές νίκες κάθε φορά που το ζήτημα αναζωπυρώνονταν: Χρησιμοποιούσαν τις διαπραγματεύσεις για να προωθήσουν το κρατικά κατασκευασμένο τους εθνικό αφήγημα σε όλη την διεθνή κοινότητα, κέρδιζαν στα σημεία κάθε φορά που υποχωρούσε η ελληνική πλευρά (όπως στην αποδοχή της προσωρινής ονομασίας ΠΓΔΜ δίχως την θέσπιση ειδικών όρων που θα ήραν τις παράλογες διεκδικήσεις τους). Από την άλλη, όταν εμείς στυλώναμε τα πόδια μπροστά στις παράλογες αξιώσεις τους, κατάφερναν να μας παρουσιάζουν στην διεθνή κοινότητα ως «αδιάλλακτους», καθώς τάχα αρνούμαστε το αγνό και άδολο δικαίωμα του «αυτοπροσδιορισμού» (sic!) σε μια γειτονική μας χώρα. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι αποσυνδέσαμε το όνομα από το αλυτρωτικό του βάθος.
Δυστυχώς, κοινή γνώμη, κόμματα και κυβερνήσεις έπεσαν σε αυτήν την παγίδα με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα για την έκβαση του ζητήματος. Η μοναδική εξαίρεση που στέκει σε αυτόν τον κανόνα, τον επιβεβαιώνει πανηγυρικά. Όταν η κυβέρνηση Καραμανλή τον Απρίλιο του 2008 στο Βουκουρέστι, πέτυχε να παγώσει την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, με την συναίνεση των υπολοίπων χωρών-μελών του, έκανε ακριβώς αυτό που συζητάμε: Έθεσε πρώτο το ζήτημα του αλυτρωτισμού, προτάσσοντας την αυτονόητη θέση ότι κάθε συμφωνία με μια χώρα που διεκδικεί ρητώς εδάφη της είναι αδιανόητη, καθώς συνιστά σαφής αναγνώριση των διεκδικήσεών της –παράλληλα αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων και συμφωνίας σε μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων, εφόσον υπήρχε έμπρακτη εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού από την γειτονική χώρα, δηλαδή αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλαγή της ιθαγένειας και των σχολικών βιβλίων. Τότε και μόνο τότε, εξάλλου, όταν δεν υπάρχουν επεκτατικές νύξεις και υπονοούμενα, ένας γεωγραφικός προσδιορισμός μπορεί να λειτουργήσει και να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιος απ’ όλους.
Σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το αντίθετο. Η ελληνική πλευρά πιεζόμενη από τις ΗΠΑ (που ας μην ξεχνάμε ότι αντιτάχθηκε στις θέσεις της χώρας μας το 2008), οι οποίες επιθυμούν να εντάξουν την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ για να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και να μη επιτρέψουν στη Σερβία να ταυτιστεί με αυτήν (τη Ρωσία) σέρνεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ξεκινώντας από τις κόκκινες γραμμές του 2008, και όχι καταλήγοντας σε αυτές. Δίχως να θέτει ζήτημα αλυτρωτισμού, καθώς κατά τις δηλώσεις Τσίπρα οι δύο χώρες καλούνται πλέον να… μοιραστούν την κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καλείται να συνομιλήσει σ’ ένα διπλωματικό κλίμα όπου εύκολα o γεωγραφικός προσδιορισμός μπορεί να γίνει οτιδήποτε άλλο (π.χ. «Νέα Μακεδονία»), αφού το «Μακεδονία» δεν νοείται ούτε από την ΠΓΔΜ, ούτε από τον Νίμιτς, ούτε από την… Ελλάδα ως γεωγραφικός όρος!
Κάπως έτσι, το Μακεδονικό ζήτημα απειλεί να εξελιχθεί σ’ ένα μεγάλο, και αυτή τη φορά οριστικότερο, Βατερλό για την Ελλάδα.
Τα υγιή αντανακλαστικά της κοινωνίας και η πολιτική παρακμή της χώρας
Ευτυχώς, απέναντι σε αυτήν την πολιτική κατάσταση, πρωτίστως οι Μακεδόνες, κι έπειτα οι υπόλοιποι Έλληνες απέδειξαν ότι διαθέτουν ακόμα υγιή αντιστασιακά αντανακλαστικά: Με την ανακοίνωση για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στο δοσμένο κλίμα και γεωπολιτικό πλαίσιο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πήραν φωτιά, ενώ ένα κάλεσμα σε συλλαλητήριο (21 Ιανουαρίου) που προήλθε από μια μικρή ομάδα των περιχώρων της Θεσσαλονίκης, μεταβλήθηκε σε πανεθνική κινητοποίηση στην οποία ανταποκρίνεται ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από κομματικές ταυτότητες και ιδεολογικούς διαχωρισμούς.
Απέναντι στην λαϊκή βούληση, όμως, ορθώνεται το σάπιο πολιτικό σύστημα, με όλες τις παθογένειες που σφραγίζουν την πολιτική ζωή του τόπου:
Ο κυρίαρχος στο Σύστημα εθνομηδενισμός που κατασυκοφαντεί ως «εθνικισμό» κάθε έκφραση άμυνας και υπεράσπισης των εθνικών μας αυτονοήτων έναντι της γειτονικής επιθετικότητας, που είναι τέτοια έστω κι αν παραμένει σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Που κινείται σε μια συμμαχία νεοφιλελεύθερων (λέγε με Μπουτάρη), της λεγόμενης «νατοϊκής αριστερά» και των αντίστοιχων νατοϊκών του αντιεξουσιαστικού χώρου, και ουσιαστικά προβάλει μια ψευδοδιεθνιστική θέση… ταύτισης με τις πιο ακραίες μορφές του γειτονικού σωβινισμού. Επί της ουσίας, αυτή η μερίδα, μειοψηφική αριθμητικά αλλά πολύ κοντά στα κέντρα εξουσίας, με σεβαστή απήχηση στους πλούσιους και στους μορφωμένους, ώστε έτσι να έχει πολλαπλασιασμένη την επιδραστικότητά της, ταυτίζει τον προοδευτισμό με τον μισελληνισμό, προωθεί εξ αντανακλάσεως την πατριδοκαπηλία, δημιουργώντας έτσι μεθοδικά τις προϋποθέσεις ώστε να μην βρουν υγιή έκφραση τα πατριωτικά αντανακλαστικά των Ελλήνων.
Με αυτόν τον τρόπο εξουδετερώνεται η πραγματική πολιτική ισχύ της πατριωτικής διαμαρτυρίας, η οποία διατηρεί την κρίσιμη μάζα ώστε να αμφισβητήσει ανοιχτά και έμπρακτα το ελληνικό εθνομηδενιστικό κατεστημένο –δεν έχει όμως σοβαρή πολιτική έκφραση, καθώς η δημαγωγία της πατριδοκαπηλίας είναι «εσωτερικής κατανάλωσης» και στοχεύει αποκλειστικά στην ανασύσταση της αναχρονιστικής μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης.
Με λίγα λόγια αυτοί που πουλάν την πατρίδα μας, επιθυμούν να έχουν απέναντί τους μόνον εκείνους που πουλάνε «πατρίδα», αλα Καμμένο και άλλους ομοίους του, – για να θυμηθούμε και την έκφραση του αείμνηστου Νεοκλή Σαρρή. Έτσι αποτρέπεται η μετεξέλιξη της διαμαρτυρίας σε πολιτική πρόταση, και το χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικού κόσμου διευρύνεται αποφασιστικά. Αυτός ο βολικός καταμερισμός, που λειτουργεί εξόχως καταστροφικά για την χώρα μας από την δεκαετία του 1990 κι έπειτα πρέπει να τελειώνει εδώ και τώρα.
Ποιά πολιτική όμως μπορεί να μας βγάλει από αυτό το τέλμα;
Μια Πατριωτική Στρατηγική
Δυο είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τους όρους μιας εθνικής στρατηγικής για το Μακεδονικό.
Πρώτον, υπάρχει επιτακτική ανάγκη να καμφθεί ο αλυτρωτισμός των γειτόνων, ο οποίος αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίον το ζήτημα διαιωνίζεται και αποτρέπεται οποιαδήποτε κοινά αποδεκτή λύση.
Δεύτερον, το ζήτημα πρέπει να κλείσει γρήγορα, γιατί η διαιώνισή του συντείνει στην βαλκανική πολυδιάσπαση, και κυρίως αποτρέπει οποιαδήποτε σλαβοελληνική συνεννόηση προς ανάσχεση της νεο-οθωμανικής επικράτησης στα Βαλκάνια, μέσω του λεγόμενου «μουσουλμανικού τόξου». Η τουρκική πολιτική, μάστορας η ίδια του επεκτατισμού, ρητώς ενισχύει ταυτόχρονα τους Αλβανούς και τους Σλάβους Μακεδονιστές των Σκοπίων, διότι επιθυμεί αφενός να προωθήσει τον οριζόντιο μουσουλμανικό άξονα, και αφετέρου να διχάσει Σλάβους και Έλληνες.
Η ελληνική διπλωματία, λοιπόν, καλείται να αναποδογυρίσει τις προτεραιότητες για την επίλυση του ζητήματος: Πρώτα ο αλυτρωτισμός, μετά η ονομασία. Η πρόοδος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μπορεί να καθορίζεται από την σταδιακή υλοποίηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης: Καθώς η πλευρά της ΠΓΔΜ θα αποδεικνύει εμπράκτως την βούλησή της για την αλλαγή του Συντάγματος, της Ιθαγένειας, και των σχολικών βιβλίων, η ελληνική πλευρά μπορεί να προχωρήσει σε οικονομικές και πολιτικές ανταποδώσεις: Χορήγηση στάτους χώρας της Ε.Ε. στις διακρατικές της σχέσεις, έξοδο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, πύκνωσης στις μορφές οικονομικής συνεργασίας, προώθηση της υποψηφιότητας της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς.
Μόνον η οριστική εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού –δηλαδή την επίσημη παραδοχή του γειτονικού κράτους στο Σύνταγμά του ότι αποτελείται από μια σλαβική πλειοψηφία, και μια αλβανική μειονότητα– μπορεί να επιτρέψει στο να συναινέσει η ελληνική πλευρά στην χρήση σύνθετης ονομασίας, με τον όρο «Μακεδονία» να έχει γεωγραφικό νόημα και προσδιορισμό. Αλλά αυτό θα συμβεί στο τέλος, και όχι στην έναρξη των συνομιλιών, όπως συμβαίνει τώρα, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις της διαρκούς ελληνικής υποχωρητικότητας.
Απέναντι στην ύβρη των Σκοπίων αξίζει να θυμηθούμε τον δικό μας, Μακεδόνα Αριστοτέλη, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της αρχαιότητας. Κάθε σχέση ανταγωνισμού διατηρεί και την άλλη της όψη, μπορεί να μεταμορφωθεί σε σχέση συνεργασίας.
Φυσικά, δεν είναι ο Μέγας Αλέξανδρος η φιγούρα εκείνη που θα ενώσει τους Έλληνες, το ιστορικότερο έθνος της Μακεδονίας, με τους Σλάβους, οι οποίοι ήρθαν στην περιοχή μετά τον 7ο-8ο αι. μ.Χ.
Είναι όμως ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, η Βαλκανική Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, η κοινή μας εμπειρία ως υπόδουλων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το όραμα του Ρήγα και τα σχέδια για κοινές επαναστάσεις εναντίον της, η κληρονομιά των πρώτων Βαλκανικών πολέμων, και ακόμα, οι κοινές παραδόσεις, τα τραγούδια μας, η συναντίληψη και οι ίδιες νοοτροπίες που διαμορφώθηκαν από την μακραίωνη συνύπαρξή μας. Αυτή είναι η θετική βάση στην οποία μπορούμε να χτίσουμε κάτι, και όχι ο μισελληνικός εθνομηδενισμός του Συστήματος.
Κυρίως, όμως, τα αδήριτα γεωπολιτικά δεδομένα των Βαλκανίων, που θέλουν την Τουρκία να επανέρχεται δριμύτατη μέσω της νεο-οθωμανικής της επέκτασης. Τα τελευταία διαμορφώνουν κοινή –και δεινή– μοίρα για τους Έλληνες και τους Σλάβους στον 21ο αιώνα. Έτσι, οι γείτονές μας, είτε θα κατανοήσουν πως πρέπει να αφήσουν τους χαζοεθνικισμούς και τις ψευτομακεδονίες για να συνεργαστούμε, είτε θα τελειώσουν μέσα σε είκοσι χρόνια, από την δημογραφική έκρηξη και την επιθετικότητα της Μεγάλης Αλβανίας, όπως εξάλλου κι εμείς σε σχέση με την Τουρκία.
Ειδικότερα εμείς οι Έλληνες, είτε θα καταφέρουμε να διαβούμε τις συμπληγάδες την τελευταία στιγμή πριν μας συντρίψουν, καταφέρνοντας να παραμείνουμε ελεύθεροι στα χρόνια που έρχονται, είτε θα χάσουμε, μάλλον οριστικά, την «πολυτέλεια» να διαθέτουμε ένα κράτος ελεύθερο και αυτοδιάθετο.
Όσο για τους κυβερνώντες, ας έχουν ένα πράγμα καλά στο μυαλό τους: Η εθνική μας αξιοπρέπεια, η ταυτότητα και η ιστορία μας δεν ξεπουλιέται τόσο εύκολα όσο ξεπούλησαν την υπόθεση της οικονομίας μας, και της ελευθερίας του ελληνικού λαού να την καθορίζει. Μπορεί να μην τα καταφέρνουμε τόσο καλά εκεί όπου τα υπόλοιπα εθνικά κράτη διέπρεψαν, ωστόσο, ένα είναι βέβαιο από την ιστορική μας πορεία: Όποιος παίζει με το πατριωτικό αίσθημα του ελληνικού λαού καίγεται.
Κίνημα Άρδην 12 Ιανουαρίου 2018