Το Συμβούλιο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Εurogroup είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι τα πρόσθετα μέτρα που απαίτησε το ΔΝΤ και πλέον σύσσωμη η ΕΕ ζητά από την Ελλάδα δεν πρόκειται να εισπραχθούν και στην πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητα.
Και αυτό διότι ο Πολ Τόμσεν, η Ντέλια Βελκουλέσκου και οι άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έχουν υποπέσει σε σωρεία λαθών, κακών υπολογισμών, ασαφειών και αντιφάσεων κατά τη συγγραφή της περίφημης έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έγγραφο του Συμβουλίου, η ομάδα Τόμσεν έχει κάνει χονδροειδή λάθη στον υπολογισμό του ελλείμματος, του πληθωρισμού, του ρυθμού ανάπτυξης, της είσπραξης εσόδων, της οροφής των δαπανών του δημοσίου, αλλά και σε θέματα όπως η εκτέλεση των μεταρρυθμίσεων, το είδος και η απόδοση των εισφορών των ασφαλισμένων, η εξοικονόμηση από τους ασφαλιστικούς νόμους και άλλα.
Αναλυτικά σε σχέση με τη σημερινή οικονομική κατάσταση, το έγγραφο αναφέρει ότι το ΔΝΤ έχει κάνει τα εξής λάθη:
«Η διαφορά στην εκτίμηση οφείλεται σε υπερβολικά συντηρητικές παραδοχές που εφαρμόζονται συστηματικά από το Ταμείο τόσο επί των εσόδων, όσο και στο σκέλος των δαπανών».
«Από την πλευρά των εσόδων: οι προβλέψεις της έκθεσης προϋποθέτουν ότι οι ελαστικότητες των εσόδων παραμένουν κάτω από τις ελαστικότητες του ΟΟΣΑ που χρησιμοποιούνται συνήθως για τις προβλέψεις των εσόδων.
Επιπλέον, το ΔΝΤ υπολογίζει την ελαχιστοποίηση της μεταφοράς στα επόμενα των πρόσφατων εσόδων των υπερ-επιδόσεων για λογαριασμό των διαφόρων παραγόντων ως εφάπαξ, κάτι που στερείται τεχνικής βάσης.
Οι προβλέψεις της έκθεσης, εν μέρει ή πλήρως υποτιμούν διάφορα έσοδα από την πλευρά των παραμετρικών μέτρων που νομοθετήθηκαν τόσο το 2015 όσο και το 2016, συμπεριλαμβανομένων των φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, των φόρων κατανάλωσης στα τσιγάρα και το αλκοόλ, τη φορολογία των ξενοδοχείων, φόρους οχημάτων και άλλα».
«Από την πλευρά των δαπανών, οι προβλέψεις της έκθεσης υποθέτουν ότι τα ανώτατα όρια δαπανών δεν θα γίνουν σεβαστά, συσσωρεύοντας διολίσθηση 1,3% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
Αυτή η παραδοχή αντιβαίνει στα πρότυπα του ΔΝΤ που θεωρούν πως οι λειτουργικές δαπάνες θα αυξηθούν ανάλογα με τον πληθωρισμό και ότι τα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού θα πρέπει να τηρούνται.
Αυτό είναι ιστορικά ανακριβές για την Ελλάδα καθώς ο στόχος των πρωτογενών δαπανών δεν έχει υπερβεί το συνολικό ανώτατο όριο, ούτε και το 2016.
Είναι λάθος να προεκτείνουν σχετικά μικρές υπερβάσεις σε ορισμένους τομείς (υγεία) στο βασικό σενάριο κατά τη διάρκεια του προγράμματος».
«Οι προβλέψεις έκθεσης άλλωστε δεν λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα πρόσφατα στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τα οποία προσδιορίζουν μια σημαντική υπεραπόδοση το 2016, και η οποία είναι πιθανό να μεταφερθεί εν μέρει στο 2017 και το 2018.
Ο κρατικός προϋπολογισμός θα φτάσει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,3% του του ΑΕΠ το 2016, υπερβαίνοντας σημαντικά το στόχο του 0,1% του ΑΕΠ, παρά το εφάπαξ επίδομα συνταξιοδότησης αξίας 0,3% του ΑΕΠ που τέθηκε σε εφαρμογή το Δεκέμβριο.
Με βάση τις διαθέσιμες μέχρι σήμερα ενδείξεις η ΕΕ θα προβάλει ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή 1½ ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το στόχο».
Παρά τις εξελίξεις αυτές, και παρά τη σημαντική υποτίμηση του εντός-του-έτους δημοσιονομικού αποτελέσματος για το 2015 και μια σημαντική ανοδική αναθεώρηση του υπολοίπου του 2016 από το περασμένο φθινόπωρο, το ΔΝΤ δεν έχει αναθεωρηθεί την πρόβλεψή του για μετά το 2018 από το 1,5% του ΑΕΠ.
Σε σχέση με τα δημοσιονομικά μετά το 2018 αναφέρεται ότι συμφωνούμε με την αξιολόγηση του Ταμείου πως μια πιο φιλική προς την ανάπτυξη σύνθεση των ελληνικών δημόσιων εσόδων και των δημόσιων δαπανών θα ήταν επιθυμητή.
Ενώ η έκθεση είναι πολύ συγκεκριμένη για τα μέτρα του ισοζυγίου βελτίωσης, παραμένει αρκετά γενική ως προς τη χρήση του δημοσιονομικού χώρου που προκύπτει.
Ταυτόχρονα, στο έγγραφο αναφέρεται ότι «διαφωνούμε με την εκτίμηση του Ταμείου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να φτάσει το 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018 και να το διατηρήσει για μερικά χρόνια πέρα από αυτό.
Πράγματι, διάφοροι παράγοντες θα διευκολύνουν τη διατήρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου στα επίπεδα του 2018, πέρα από τον ορίζοντα του προγράμματος.
Το ένα είναι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της 1ης αναθεώρησης και τώρα υλοποιείται, αναμένεται να αποφέρει πρόσθετη εξοικονόμηση 0,7% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του 2019 ως 2021.
Επιπλέον, το παραγωγικό κενό αναμένεται να είναι ελαφρά αρνητικό το 2018. Μετά όμως θα υπάρξει κλείσιμο του παραγωγικού κενού (περίπου το 2021) από την είσπραξη των εσόδων, και ως εκ τούτου το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να βελτιωθεί αυτόματα σημαντικά υπό αμετάβλητες πολιτικές.
Ως εκ τούτου, απλά διατηρώντας το ίδιο ονομαστικό πρωτογενές ισοζύγιο του 3,5% του ΑΕΠ επιτρέπουμε στην πραγματικότητα μια διαρθρωτική δημοσιονομική επέκταση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου».
Για την ίδια την ποιότητα των δημοσίων οικονομικών της Ελλάδας σημειώνεται πως η έκθεση είναι παραπλανητική στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η πρόκληση.
Αναφέρεται σε 11% των μεταφορών του ΑΕΠ προς τα ασφαλιστικά ταμεία: ωστόσο, η χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών ταμείων είναι διαφορετική από χώρα σε χώρα και, επομένως, οι συγκρίσεις μεταξύ των χωρών θα πρέπει να γίνονται με προσοχή.
Μεγάλο μέρος αυτού του χρηματοδοτικού κενού οφείλεται στο πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας, που είναι αναμφισβήτητα κυκλικό: με την ανεργία σε επίπεδο σταθερής κατάστασης, αυτό το χάσμα αναμένεται να είναι 3,5% του ΑΕΠ.
Για τις συντάξεις αναφέρεται ότι η έκθεση του ΔΝΤ υποβαθμίζει το μέγεθος των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος.
Λαμβάνοντας όλα τα στοιχεία υπόψη, η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος θα δημιουργήσει συνολική καθαρή εξοικονόμηση ύψους 1,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018 και 2,6% του ΑΕΠ μέχρι το 2026 με περικοπές δαπανών που συμβάλλουν τα δύο τρίτα των αποταμιεύσεων μέχρι το 2018 και περισσότερο από 90% από το 2026 .
Σε αντίθεση με όλες τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων σε άλλες χώρες της ΕΕ που είχαν καταργηθεί με μεταβατικές περιόδους για τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων των σημερινών εργαζομένων, η ελληνική μεταρρύθμιση δεν έχει κατ `αναλογία εφαρμογή των κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων για τους σημερινούς εργαζόμενους.
Αυτό θα οδηγήσει σε αυξανόμενη εξοικονόμηση πάροδο του χρόνου καθώς τα κεκτημένα δικαιώματα των νέων συνταξιούχων μειωθεί κατά περίπου 10% αμέσως.
Όπως προτείνεται από την έκθεση του ΔΝΤ, υπάρχει μια υπόθεση από τη σκοπιά της διαγενεακής δικαιοσύνης, για τη μείωση της μεταβατικής περιόδου για την κύρια σύνταξη και τον εκ νέου υπολογισμό της από το 2019. Στο σχεδιασμό αυτό, ωστόσο, οι διανεμητικές συνέπειες πρέπει να εξεταστούν.
Το ξεπάγωμα των κύριων συντάξεων και ο άμεσος εκ υπολογισμός τους, από την 1η Ιανουαρίου 2019 θα παράγει περίπου εξοικονόμηση 1% ΑΕΠ εάν εφαρμοστεί πλήρως το 2019, αλλά επηρεάζει τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια συνταξιούχους, με μέση ονομαστική περικοπή του 14% και σημαντική διακύμανση μεταξύ των διαφορετικών συνταξιούχων.
Η έκθεση τάσσεται υπέρ των περικοπών στις συντάξεις και βασίζεται στην παρατήρηση ότι τα ποσοστά φτώχειας μεταξύ του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθερά μεταξύ των συνταξιούχων.
Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί, ότι, ενώ όσοι είναι ηλικία εργασίας εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να βγουν από τη φτώχεια με την εύρεση θέσεων εργασίας όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη, οι φτωχοί συνταξιούχοι δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, η οποία απαιτεί μια πιο διαφοροποιημένη μεταχείριση της φτώχειας μεταξύ των συνταξιούχων.
Σε ότι αφορά το αφορολόγητο, στο έγγραφο σημειώνεται ότι τα επιχειρήματα ότι η υψηλή προσωπική έκπτωση φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα οδηγεί το 50% των φορολογουμένων να μην πληρώνουν κανένα φόρο είναι εσφαλμένη.
Η τυπική προσέγγιση είναι να κοιτάξουμε τη συνολική φορολογική επιβάρυνση στο εισόδημα.
Όλοι οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που είναι σημαντικά υψηλότερες από ό, τι σε ορισμένες άλλες χώρες της ΕΕ.
Ένα άτομο με το 67% των μέσων αποδοχών και δύο παιδιά έχει μια φορολογική επιβάρυνση 15% στην Ελλάδα, το οποίο είναι διπλάσιο από αυτό της Πορτογαλίας και περισσότερες από τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό της Ισπανίας, του μέσου όρου της ΕΕ ή της Ιρλανδίας.
Αναδιανεμητικές συνέπειες, ιδίως στο κάτω άκρο των βραχιόνων του εισοδήματος, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.
Ελλείψει αντισταθμιστικών μέτρων, μειώνοντας την προσωπική πίστωση φόρου εισοδήματος κατά μέσο όρο κατά € 600 θα αποτελέσει οπισθοδρόμηση.
Το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης στα μετά-φόρου «take-home» έσοδα (-7,2%) θα επιβαρύνει τα άτομα με ετήσια εισοδήματα ακριβώς πάνω από τον κατώτατο μισθό, ενώ η αρνητική επίδραση μειώνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα.
Για το λάθος για τη βιωσιμότητα του Χρέους, τονίζεται ότι η εξαιρετικά αρνητική έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ βασίζεται σε μια σειρά υποθέσεων που εμφανίζονται υπερβολικά συντηρητικές και δεν υποστηρίζονται σωστά από αναλυτικά στοιχεία.
– Επιτόκια: Το ΔΝΤ έχει πλέον ενσωματωθεί μια πιο ρεαλιστική πορεία ρυθμό μεταβολής των επιτοκίων σε σταθερή κατάσταση επίπεδο των δανείων ΕΜΣ / ΕΤΧΣ. Αυτή η μείωση των επιτοκίων έχει βελτιωθεί DSA του Ταμείου. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη επίπεδο των ποσοστών ESM / EFSF εξακολουθεί να είναι υψηλότερη από εκείνη που χρησιμοποιείται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Η μοντελοποίηση των επιτοκίων της αγοράς έχει, επίσης, δεν έχει αλλάξει από το Μάιο. Το ΔΝΤ επίσης δεν φαίνεται να έχει ληφθεί πλήρως υπόψη την επίπτωση των μέτρων βραχυπρόθεσμου χρέους που συμφωνήθηκε από τον ΕΜΣ, τον Ιανουάριο.
– Μακροοικονομικά δεδομένα: Το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τις προοπτικές του πληθωρισμού από το Μάιο του 2016 από μισή εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ετησίως. Η αναθεώρηση του ετήσιου ρυθμού αύξησης επιδεινώνει το λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ κατά σχεδόν 40% το 2060. Δεν είναι σαφές ποιες εξελίξεις κατά τους τελευταίους έξι μήνες θα υποστηρίξουν μια τέτοια σημαντική αλλαγή στη μακροπρόθεσμη προοπτική. Το ΔΝΤ επισημαίνει υποτιθέμενες αδυναμίες στην εφαρμογή του προγράμματος, αλλά είναι δύσκολο να δούμε πώς αυτό θα υποστηρίξει την αναθεώρηση της αυξητικής τάσης του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Η υπόθεση για μακροχρόνια απόκλιση από στόχο της σταθερότητας των τιμών της ΕΚΤ, επίσης, έρχεται σε αντίθεση με τις καθιερωμένες οικονομικές μεθόδους.
– Φορολογικά: Το ΔΝΤ έχει διατηρήσει την πρωτογενή υπόθεση του ισοζυγίου του στο 1,5% του ΑΕΠ από το 2018 σε όλο τον ορίζοντα προβολής. Αυτή είναι η κύρια διαφορά με το DSA των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, εξηγώντας περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής διαφοράς. Ενώ κάποιος θα συμφωνούσε ότι η κύρια διαδρομή πλεόνασμα πρέπει να είναι ρεαλιστική και αξιόπιστη με τις αγορές, ένα υψηλότερο πρωτογενές ισοζύγιο για την Ελλάδα θα ήταν επιθυμητό και εφικτό.
– Άλλες παραδοχές: Οι παραδοχές σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις έχουν παραμείνει αμετάβλητα σε πολύ συντηρητικά επίπεδα (και δεν λαμβάνουν υπόψη ορισμένα στοιχεία, όπως η επικείμενη αποπληρωμή των 2 δισ ευρώ στον ESM ή τη σύναψη πολλών προσφορών). Το ΔΝΤ επίσης, εξακολουθεί να προϋποθέτει την ανάγκη των 10 δισ ευρώ για την πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2018. Η έκθεση δεν παρέχει μια δικαιολογία για αυτή την υπόθεση, η οποία δεν είναι σύμφωνη με την εκτίμηση των αρμόδιων εποπτικών Αρχών.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ