«Αν δεν γνωρίζουμε την ακριβή πορεία του ελληνόφωνου κόσμου στη διαδρομή της Ιστορίας, απλά γνωρίζουμε την ελληνική Ιστορία αποσπασματικά και με ιδεοληψίες» λέει ο αρχιτέκτονας, ιστορικός του βιβλίου Κωνσταντίνος Στάικος, που, μετά το τιτάνιο έργο της συγγραφής της πεντάτομης «Ιστορίας της βιβλιοθήκης στον δυτικό πολιτισμό», καταθέτει ακόμα ένα φιλόδοξο σχέδιο. Με την τετράτομη έκδοση «Η πνευματική πορεία του γένους με όχημα το χειρόγραφο και το έντυπο βιβλίο» επιχειρεί να εμπλουτίσει τη γνώση μας για τον ακριβή ρόλο που έπαιξαν το ελληνικό χειρόγραφο και το έντυπο βιβλίο όχι μόνο ως φορέας εκπαίδευσης και γνώσης, αλλά και ως συνδετικός κρίκος για τη διαμόρφωση της συνείδησης του γένους από την άλωση της Κωνσταντινούπολης και έως τα προεπαναστατικά χρόνια.
Το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, θεολογικό, εκπαιδευτικό και πνευματικό γίγνεσθαι του ελληνικού στοιχείου από τον 13ο ώς τον 16ο αι. γίνεται ο καμβάς στον οποίο ο Κ. Στάικος συνθέτει τον πρώτο τόμο της έκδοσης που μόλις κυκλοφόρησε, ο οποίος, όπως τονίζει ο συγγραφέας, διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς πνευματικούς άξονες, «τη συμβολή των Ελλήνων δασκάλων στον προσδιορισμό της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης και τη διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων ώστε οι ελληνόφωνοι υπό ξένη κυριαρχία να μην περιθωριοποιηθούν από τα ευρωπαϊκά ουμανιστικά πνευματικά ρεύματα που αποζητούν κυρίως την απεξάρτηση του κάθε δημιουργού από τη σχολαστική παράδοση και τις επιταγές της Εκκλησίας».
Συγκεράζοντας ποικιλοθέματες μελέτες που εκτείνονται από την πολιτική εικόνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά το 1204 ως προς την αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, τη διακίνηση των αγαθών και ώς ειδικά πνευματικά θέματα, γύρω από τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά ρεύματα, στα οποία πρωτοστάτησαν Έλληνες δάσκαλοι της Αναγέννησης και τα οποία διέδωσαν στη συνέχεια στη Δύση, ο πρώτος τόμος αναδεικνύει καινούργια στοιχεία στην ελληνική βιβλιογραφία. «Δύο είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία που αποδεικνύονται» επισημαίνει ο συγγραφέας, «κατ’ αρχάς ότι ο χαρακτήρας της παλαιολόγιας εκπαίδευσης, γύρω στο 1260, αποτέλεσε το σπουδαστικό υπόβαθρο των ουμανιστικών και ανωτέρων σχολών στην Ιταλία αρχικά και σε όλη την Ευρώπη γενικότερα. Αυτό σημαίνει ότι σε όλες τις διακριτές θεματικές ενότητες, όπως η ποίηση, το δράμα, η Φιλοσοφία, η Ιστορία, η τραγωδία, η κωμωδία, η Ιατρική, η Αστρονομία, τα Μαθηματικά γενικότερα αλλά και ειδικά θέματα όπως η Βοτανολογία στηρίχθηκαν σε συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων· τα ομηρικά έπη, τις ‘Ωδές’ του Πινδάρου, τα ‘Έργα και Ημέρες’ του Ησιόδου, τα ποιητικά δοκίμια των τριών μεγάλων τραγικών και του Αριστοφάνη, του Ηρόδοτου, του Ευκλείδη, του Ιπποκράτη κ.ά. και πάνω απ’ όλα στην αριστοτελική και την πλατωνική Φιλοσοφία. Η θεωρητική προσέγγιση στο εκπαιδευτικό σύστημα αποδεικνύεται εδώ περίτρανα με βάση τις πρώτες εκδόσεις και επανεκδόσεις που τυπώθηκαν σε όλα τα πνευματικά και τυπογραφικά κέντρα της Ιταλίας αρχικά και του Βορρά αργότερα: από τη Βενετία και τη Ρώμη ώς το Παρίσι,τη Λυών, την Αλκαλά της Ισπανίας, τη Χαϊδελβέργη, τη Βασιλεία και τη Φραγκφούρτη».
Από την άλλη, “από το τέλος του 15ου αιώνα οι Έλληνες λόγιοι που δραστηριοποιούνται στη Βενετία, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία συνειδητοποιούν ότι το έντυπο ελληνικό βιβλίο αποτελεί συνδετικό κρίκο αλυσίδας που θα λειτουργήσει ως καθοριστικός παράγοντας στην ενότητα του διάσπαρτου γένους” τονίζει ο Κ. Στάικος, υπογραμμίζοντας ότι “αποκλειστικός στόχος των Ελλήνων στοχαστών είναι ο φωτισμός του γένους, δηλαδή η έκδοση εκπαιδευτικών εργαλείων στη δημώδη γλώσσα, έτσι ώστε τα βιβλία αυτά να είναι κατανοητά σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα τόσο των λαϊκών όσο και των κληρικών. Μπορούμε λοιπόν από ασφαλή θέση να πούμε ότι η προσπάθεια για την πνευματική αναβάθμιση του διάσπαρτου ελληνικού στοιχείου ορίζεται από τα μέσα του 16ου αιώνα και κορυφώνεται τα χρόνια του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού”.
Στον τόμο περατίθενται ανάγλυφα επίσης όλα εκείνα τα στοιχεία που σταδιακά αναδεικνύουν την ελληνική τυπογραφία σε κομβικό παράγοντα, με κεντρικό πρόσωπο τον Άλδο Μανούτιο, που στις αρχές του 15ου αιώνα, από το ορμητήριό του στη Βενετία κατακτούσε την ευρωπαϊκή εκπαίδευση και στη συνέχεια, προς τα τέλη του ίδιου αιώνα, τους συνεργάτες του που αρχίζουν να μορφοποιούν την ιδέα μια εκδοτικής παραγωγής αποκλειστικά για το γένος. «Η ελληνική τυπογραφία σύντομα κατέστη ‘πολιορκητικός κριός’, που θα ενίσχυε τον φωτισμό του γένους με εκπαιδευτικά εργαλεία κάθε τύπου, γραμματικές, λεξικά ώς και λειτουργικά βιβλία, που έπαιξαν ρόλο μαθηματάριου και αλφαβητάριου» διαβάζουμε στην εισαγωγή του τόμου.