Το βρυκολάκιασμα του «Μακεδονικού» επανέφερε στην επιφάνεια ένα θέμα ελάχιστα δημοφιλές για την πολιτική τάξη της χώρας μας. Ένα θέμα όπου η ντροπιαστική αδυναμία της επίσημης Ελλάδος να δώσει λύση σύμφωνη με τα συμφέροντά της και την πασίδηλη αλήθεια, δεν βρίσκει κανένα ελαφρυντικό. Γιατί εδώ δεν έχεις απέναντί σου τις ΗΠΑ που βεβαίως θα τις υπακούσεις, ούτε την ΕΕ που εννοείται ότι θα συμμορφωθείς, ούτε καν την Τουρκία που έχει την δυνατότητα να σε εκβιάσει.
Δεν είναι καν μια ασύμμετρη απειλή που δεν έχεις τα μέσα για την αντιμετώπισή της, π.χ. η λαθρομετανάστευση. Είναι ένα κράτος φτωχό, άοπλο, άρριζο και θνησιγενές, το οποίο όμως η «ισχυρή» Ελλάδα δεν κατάφερε να το φέρει στα νερά της, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που δοκίμασε. Τι φταίει, λοιπόν;
Λένε ότι ήταν μια παλιά ιστορία που δεν αντιμετωπίστηκε σωστά στην ώρα της. Δεκτή αυτή η θέση, από το 1944 μέχρι το 1991 πράγματι κακώς αγνοήσαμε την κρυφή πληγή. Αυτά όμως έγιναν τότε, επί 47 χρόνια. Από το 1991 μέχρι σήμερα πέρασαν άλλα 27 χρόνια, τι έγινε στο διάστημα αυτό; Μιλάμε για πάνω από ¼ του αιώνα κι ακόμα δεν έχουμε μια σοβαρή, επεξεργασμένη πρόταση, ούτε μια δική μας πρωτοβουλία!
Η άσκηση πίεσης δια του εμπάργκο κατέληξε στην μεσοβέζικη Ενδιάμεση Συμφωνία, η πολιτική της «επίθεσης φιλίας» με ελληνικές επενδύσεις αποδείχθηκε αέρας κοπανιστός και η μόνη μας έκτοτε αξιοπρεπής κίνηση (το ΟΧΙ του Καραμανλή το 2008) ήταν καθαρά αμυντική, στην τότε πρωτοβουλία των ΗΠΑ για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Και να ‘μαστε σήμερα πάλι ενώπιον του ζητήματος που ποτέ δεν λύσαμε, πάλι μπροστά στα ίδια αδιέξοδα, χωρίς καμμία πολιτική δύναμη να αντιπροτείνει κάτι σοβαρό και εθνικά αξιοπρεπές. Τι φταίει, λοιπόν;
Μια εύλογη απάντηση είναι η ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού. Αυτό δεν αμφισβητείται αλλά δεν αποτελεί και ικανοποιητική εξήγηση, ούτε για τις πρώτες 5 δεκαετίες ούτε και για τις 3 τελευταίες. Γιατί να έχουμε διαχρονικά τέτοιες υστερήσεις; Ποτέ και σε κανένα κόμμα εξουσίας δεν βρέθηκαν άξιοι άνθρωποι να πετύχουν έναν τόσο προσιτό εθνικό στόχο;
Γιατί ακόμα και τώρα δεν διαθέτουμε ως Έλληνες μιαν ενιαία γραμμή, που να την υπηρετούν όλες οι δυνάμεις του έθνους και του κράτους;
Πώς γίνεται να περιμένουμε από έναν Καναδό αρχαιολόγο ή έναν Άγγλο ιστορικό να πει το στοιχειώδες για την Μακεδονική μας κληρονομιά;
Γιατί μένει αναξιοποίητη η γεωπολιτική συγκυρία που θέλει όλους τους γείτονες της Ψευτομακεδονίας να την εποφθαλμιούν; Τι φταίει, λοιπόν;
Η δική μας απάντηση είναι η ανυπαρξία Ελληνικού Κράτους, άξιου του ονόματός του. Η εν πολλοίς αποτυχία του 1821 οδήγησε – ιδίως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια – στην ελληνώνυμη αποικία που για όλον τον 19ο αιώνα υπάκουε στην πολιτική των κανονιοφόρων. Με τον ερχομό του Βενιζέλου ο παλαιοκομματισμός κλονίστηκε αλλά η Καταστροφή του 1922 έθαψε κάθε ελπίδα αληθινής εθνικής αποκατάστασης και ο Ελληνισμός λούφαξε στο εναπομείναν κρατίδιο. Οι τρομακτικές συμφορές της δεκαετίας του ’40 (Κατοχή, Εμφύλιος) ρήμαξαν και αυτό το τελευταίο, το οποίο πέρασε από το κουμάντο της Αλβιώνας στον έλεγχο των ΗΠΑ.
Κι αν αυτός θόλωσε κάπως μέσα στο μεταπολιτευτικό καταναλωτικό όργιο, το βίαιο, μνημονιακό ξύπνημα που επήλθε μάς επανέφερε εκεί από όπου ποτέ δεν είχαμε φύγει. Η διαφορά της υπόθεσης Πατσίφικο ή Νίκολσον από την υπόθεση Γεωργίου ή Χριστοφοράκου είναι μόνο ποσοτική. Η ιθαγενής πολιτική δήθεν ελίτ (Κουΐσλιγκ προς τα έξω, Ταμερλάνοι προς τα μέσα) πάντα γνώριζε τα όριά της: ήξερε ότι διαφέντευε – και διαγούμιζε – παράγκα κι όχι ανάκτορο, αντιλαμβανόταν δε ότι άλλο πράγμα η διαχείριση ενός οικοπέδου κι άλλο η ιδιοκτησία του.
Ποια ελληνικά συμφέροντα και κουραφέξαλα; Έτοιμη ανέκαθεν να ξεπουλήσει το παν, είτε στην Κωνσταντινούπολη (καταπίνοντας αδιαμαρτύρητα την εξόντωση του εκεί ελληνισμού) είτε στη Βόρεια Ήπειρο (αγνοώντας τις ανεπανάληπτες ευκαιρίες της δεκαετίας του ΄90) είτε στην Κύπρο (με υπονόμευση του αιτήματος Αυτοδιάθεσης, με προδοτικό πραξικόπημα ή με πρόστυχα Σχέδια λύσης) είτε στα Σκόπια (με τον πιο ταπεινωτικό συμβιβασμό), πάντα με πλήρη ομοφωνία στο εσωτερικό της.
Ποιος μπορεί να την αποτρέψει; Υπάρχουν καίριες υπηρεσίες της πολιτείας που να λειτουργούν εκτός κομματικής λογικής, ανώτερη κρατική στελέχωση χωρίς καταθλιπτικό έλεγχο των εκάστοτε κυβερνώντων; Πουθενά δεν ανιχνεύεται ένα ένστικτο συλλογικής αυτοσυντήρησης, μια έγνοια για την εθνική επιβίωση των Ελλήνων.
Στο Διπλωματικό Σώμα, στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, στις Ένοπλες Δυνάμεις, στη Δικαιοσύνη, στα Πανεπιστήμια κτλ πέρα από τους μεμονωμένους τίμιους και επαρκείς ανθρώπους, το μόνο που ανευρίσκεται οργανωμένο είναι το πλέγμα που στήσανε οι στοές ντόπιων μαφιόζων και τα κυρίαρχα ξένα συμφέροντα, αυτά που παρασκηνιακώς θέσπισαν και τις χειροπόδαρες δεσμεύσεις.
Ένα παρακράτος που υποκαθιστά το ελλείπον εθνικό κράτος, που καθιστά την δημοκρατία θέατρο σκιών και που αν κάποτε υπερασπιζόταν – φραστικά και μόνο – έναν «πατριωτισμό», αυτό γινόταν μόνο στα πλαίσια του τότε συρμού. Σήμερα που οι διεθνείς οίκοι πλασάρουν πολυπολιτισμικότητα και εθνομηδενισμό, έχουμε υποχρεωτικά συνταχθεί σύσσωμοι: πολιτικός κόσμος, ακαδημαϊκή κοινότητα, ΜΜΕ. Και παρότι η τάση ήδη άρχισε να αντιστρέφεται στο εξωτερικό, εμείς ως χώρα θα εμμείνουμε εκεί, μέχρι νεωτέρας οδηγίας (κατά προτίμηση γραπτής).
Μια τέτοια οδηγία, κάποια μέρα, θα δώσει λύση και στο «Μακεδονικό».