Ο Ανδρέας Λόντος γεννήθηκε το 1784 και ήταν γιος του ισχυρού κοτζαμπάση της Βοστίτσας (Αίγιο) Σωτηράκη Λόντου.
Η δύναμη της οικογένειας ενισχύθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια που Μώρα-βαλεσής ήταν ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά (1807-1812). Μετά την αντικατάσταση του Βελή ο Σωτηράκης Λόντος έπεσε σε δυσμένεια και θανατώθηκε, τον Οκτώβριο του 1812.
Την εποχή εκείνη ο Ανδρέας Λόντος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Βοστίτσα επέστρεψε το 1818, και πάλι ως κοτζαμπάσης, ενώ την ίδια χρονιά φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Διατηρούσε στενούς δεσμούς με τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και σε συνεργασία με αυτούς πρωτοστάτησε στην έναρξη της επανάστασης στις βορειοδυτικές επαρχίες της Πελοποννήσου.
Από τις αρχές της επανάστασης συγκρότησε δικό του σώμα ενόπλων και δημιούργησε στρατόπεδο στην περιοχή του χωριού Σελλά, μεταξύ Πάτρας και Αιγίου, ενώ έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Ρούμελη.
Αν και στη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας δεν έλαβε σημαντικά πολιτικά αξιώματα, παρόλα αυτά μετείχε ενεργά στις πολιτικές διεργασίες και στις συγκρούσεις που προκλήθηκαν στο πλαίσιο της ελληνικής επανάστασης.
Κατηγορήθηκε ότι δικοί του ένοπλοι σκότωσαν τον Αντώνη Οικονόμου τον Δεκέμβριο του 1821, εμποδίζοντας έτσι τη συμμετοχή του στην Α΄ Εθνοσυνέλευση.
Ήταν αντίθετος στο να ανατεθεί στον Κολοκοτρώνη η αρχηγία της πολιορκίας της Πάτρας το 1822, ενώ κατά το 1824 πρωταγωνίστησε στις εμφύλιες συγκρούσεις που ξέσπασαν στην Πελοπόννησο, αρχικά ως αντίπαλος (πρώτος εμφύλιος)και κατόπιν ως σύμμαχος με τον Κολοκοτρώνη (β’ εμφύλιος).
Μετά την οριστική ήττα των «ανταρτών» στην Κερπινή κατέφυγε μαζί με τον Ανδρέα Ζαΐμη στην δυτική Ρούμελη και στη συνέχεια στον Κάλαμο. Επέστρεψε στην Πελοπόννησο τον Απρίλιο του 1825 και παρέμεινε κρυμμένος έως τα τέλη Μαΐου, οπότε υπό την πίεση των στρατιωτικών επιτυχιών του Ιμπραήμ, η κυβέρνηση Κουντουριώτη χορήγησε αμνηστία σε όλους τους πελοποννήσιους αρχηγούς.
Στα χρόνια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια συνεργάστηκε με τους αντιπολιτευόμενους στην Ύδρα, ενώ κατά την οθωνική περίοδο τιμήθηκε με ανώτερες στρατιωτικές διακρίσεις. Ταυτόχρονα, συμμετείχε στις διεργασίες του λεγόμενου «αγγλικού κόμματος» και πρωτοστάτησε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.
Μάλιστα, διετέλεσε υπουργός των Στρατιωτικών και στη συνέχεια των Εσωτερικών, στις κυβερνήσεις Ανδρέα Μεταξά και Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου κατά το 1844. Πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες, πιθανά αυτοκτόνησε, στις 27 Σεπτεμβρίου 1846, έχοντας απολέσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.