Τη δημοσίευση της ειδικής αναφοράς του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) για την Παιδεία που έγινε την προηγούμενη βδομάδα, την ακολούθησε ένα δημοσίευμα της «Αυγής» την περασμένη Κυριακή, όπου διαρρέονται στοιχεία από την προκαταρκτική μελέτη του ΟΟΣΑ για τη σημερινή εικόνα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία θα παρουσιαστεί επισήμως το επόμενο διάστημα, όπως λέγεται, και θα συνεχίσει να εμπλουτίζεται έως το τέλος του 2017. Θυμίζουμε ότι η εκπόνηση αυτής της μελέτης του ΟΟΣΑ, με βάση την οποία θα δρομολογηθούν…
αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση, ήταν μια από τις δεσμεύσεις που είχε υπογράψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και ψήφισαν από κοινού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, μέσα στο 3ο μνημόνιο.
Η κοινή στρατηγική γραμμή ανάμεσα σε αυτά που προτείνει ο ΟΟΣΑ σύμφωνα με το δημοσίευμα και στις προτάσεις που αποτυπώνει ο ΣΕΒ στην αναφορά του, φυσικά δεν ξαφνιάζει κανέναν, αφού πρόκειται για αποτύπωση των κυρίαρχων επιλογών του κεφαλαίου για την Εκπαίδευση. Δεν πρέπει να ξεφύγει της προσοχής μας, όμως, ότι και τα μέχρι τώρα πεπραγμένα της κυβέρνησης, όπως και άλλοι διακηρυγμένοι της στόχοι, που αποτυπώνονται στα πορίσματα του περσινού κυβερνητικού διαλόγου για την Παιδεία, κινούνται επίσης στην ίδια στρατηγική. Και φυσικά, όταν συναντιέται με τον ΟΟΣΑ και τον ΣΕΒ η κυβέρνηση, συναντιέται και με τη ΝΔ, η οποία επιχειρεί να εμφανιστεί ως πιο γνήσιος και αποτελεσματικός διαχειριστής προς όφελος του
Η βάση, λοιπόν, υπάρχει ήδη για την περιβόητη συναίνεση, που η κυβέρνηση ομολογεί ότι επιδιώκει, και η ΝΔ επίσης επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει στα ζητήματα της εκπαίδευσης. Τα θέματα της αποκέντρωσης της εκπαίδευσης, της μεγαλύτερης αυτονομίας των σχολικών μονάδων, με παράλληλα αξιολόγησή τους, είναι κεντρικά ζητήματα τις τελευταίες δεκαετίες στην ατζέντα του κεφαλαίου για την Παιδεία. Ομως η αποκέντρωση και η αυτονομία οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια – όπως έχει φανεί και από την εμπειρία χωρών όπου έχουν προχωρήσει νωρίτερα – σε μεγαλύτερη ταξική διαφοροποίηση των σχολείων και των μαθητών. Ενώ η αξιολόγηση είναι το βασικό εργαλείο για την προώθηση της παραπάνω κατεύθυνσης. Ενα ακόμα από τα κεντρικά ζητήματα, η ενίσχυση της πρόωρης επαγγελματικής εκπαίδευσης σε βάρος της απρόσκοπτης ολοκλήρωσης ενός βασικού επιπέδου γενικής μόρφωσης, τίθεται ως στόχος απ’ όλες τις κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας. Συνοδεύεται, μάλιστα, την τελευταία δεκαετία από το στόχο επέκτασης της μαθητείας, ο οποία από τη μια εξασφαλίζει πάμφθηνο εργατικό δυναμικό για το κεφάλαιο, ενώ από την άλλη συμβάλλει στις μικρότερες ηλικίες (μαζί με τα «απαραίτητα» μαθήματα επιχειρηματικότητας που σχεδιάζουν να τα ενισχύσουν ακόμη και από το Δημοτικό) στην εκπαίδευση των νέων να σκέφτονται σύμφωνα με τα συμφέροντα του εκάστοτε εργοδότη.
Και ο πανομοιότυπος λόγος που αρθρώνουν τόσο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η ΝΔ για τα παραπάνω θέματα, που αποτυπώνουν βέβαια τις αντίστοιχες θέσεις του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ, όπως φαίνεται και από τον παραπάνω πίνακα, είναι χαρακτηριστικός. Δείχνει ότι υπάρχει συναίνεση στα βασικά, στις κύριες αναδιαρθρώσεις που επιδιώκει το κεφάλαιο, γι’ αυτό και όποια αντιπαράθεση βλέπουμε τα τελευταία δυο χρόνια ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στον τομέα της Παιδείας, ακόμα κι αν γίνεται σε υψηλούς τόνους, είναι είτε πάνω σε δευτερεύοντα ζητήματα, είτε εκπορεύεται από την αγωνία τους για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των αναδιαρθρώσεων σε όφελος του κεφαλαίου (βλέπε περιπτώσεις κριτικής της ΝΔ περί αποσπασματικών μέτρων κ.ο.κ).
Στις παραπάνω κατευθύνσεις, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε και το θέμα του εκπαιδευτικού προσωπικού και της διαχείρισής του, που εντάσσεται έντονα στις «ανησυχίες» του ΟΟΣΑ και του ΣΕΒ. Είναι ένα θέμα που ήρθε επιτακτικά στο προσκήνιο τα χρόνια της κρίσης. Η ΝΔ, όταν ήταν στην κυβέρνηση, προσπάθησε να κάνει παρεμβάσεις με την κατάργηση ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ που έβγαλε σε διαθεσιμότητα τους αντίστοιχους εκπαιδευτικούς, ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε να επαναφέρει αυτές τις ειδικότητες και τους αντίστοιχους εκπαιδευτικούς, ωστόσο βρέθηκε ως κυβέρνηση και πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα να διαχειριστεί. Ετσι, με τη σειρά του, βρήκε φέτος τη φόρμουλα της λεγόμενης «ελάφρυνσης των μαθητών» από ώρες μαθημάτων στα Δημοτικά και τα Γυμνάσια, κάτι που οδήγησε και πάλι σε απολύσεις χιλιάδων εκπαιδευτικών (μη επαναπροσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών που για χρόνια εργάζονταν στην εκπαίδευση). Ομως και πάλι αυτό δεν είναι αρκετό. Γι’ αυτό και επεξεργάζονται νέες συνταγές για μειώσεις εκπαιδευτικού προσωπικού.
Ολα τα παραπάνω είναι εντελώς ξένα με τα συμφέροντα των εργατών, των εκπαιδευτικών και των ανθρώπων του λαού και του μόχθου, που πασχίζουν για τη μόρφωση των παιδιών τους. Η κοινή γλώσσα των εκπροσώπων του κεφαλαίου για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του, είναι «ξένη γλώσσα» για να περιγράψει την ολόπλευρη και ολοκληρωμένη μόρφωση όλων των παιδιών του λαού.
ΠΗΓΗ