Η μερική ή ολική διάλυση της Ευρωζώνης φαίνεται πως έχει ήδη σφραγισθεί, ενώ μάλλον δεν υπάρχει πια κανένας τρόπος για να αποτραπεί, ειδικά επειδή οι Ευρωπαίοι δεν υποστηρίζουν την πολιτική της ένωση – οπότε πράγματι βρισκόμαστε προ των πυλών του χάους.
Ανάλυση
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει (πηγή), η κακοδιαχείριση των οικονομικών της Ελλάδας εκ μέρους των διεφθαρμένων κυβερνήσεων μετά το 1980 που διαστρέβλωσαν το Σύνταγμα υπέρ των δικών τους συμφερόντων, η καταναλωτική και δανειακή συμπεριφορά των Ελλήνων, η γερμανική πολιτική του μισθολογικού dumping, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ που ήταν ανέκαθεν προσαρμοσμένη στις ανάγκες της Γερμανίας, καθώς επίσης η εξαγωγή της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης από τις Η.Π.Α., οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση του 2009 – όπου η χώρα υπερχρεώθηκε, ενώ τα «δίδυμα» ελλείμματα της (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, προϋπολογισμός) έφτασαν στο ζενίθ.
Ας δεχθούμε όμως πως η αιτία δεν ήταν τα παραπάνω, αλλά όλα όσα μας κατηγορούν οι άλλες χώρες και ιδίως οι Γερμανοί – όπως το ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας, πως καταναλώναμε υπερβολικά με δανεικά χρήματα, ότι φοροδιαφεύγαμε ασύστολα, πως η διαφθορά τόσο των κυβερνήσεων, όσο και των Πολιτών ήταν ανεξέλεγκτη, ότι πολιτικοί και πολίτες εκμεταλλεύονταν με κάθε τρόπο το δημόσιο κοκ.
Πως μόνο εμείς φταίμε λοιπόν για το ότι καταντήσαμε την Ελλάδα σε αυτό το χάλι, οπότε σωστά έπρεπε να τιμωρηθούμε για τις «αμαρτίες» μας – επομένως ότι δίκαια μας επιβλήθηκε η Τρόικα και η πολιτική των μνημονίων/δανειακών συμβάσεων έναντι αμέτρητων δικών μας παραχωρήσεων. Τι συνέβη όμως από εκεί και μετά;
Η περίοδος μετά το 2010
Πριν από όλα ας δούμε την εξέλιξη του δημοσίου χρέους μας, το οποίο λογικά θα έπρεπε να μειωθεί μετά από τόσα μέτρα – ειδικά αφού μας «έκαναν τη χάρη» να διαγράψουν περί τα 180 δις € με το PSI, όπως αναφέρει μεταξύ άλλων ο πρωτεργάτης του, ο κ. Βενιζέλος, έχοντας επί πλέον ισχυρισθεί πως εξοικονομήσαμε 1,3 τρις € σε όρους 2060! Το γράφημα που ακολουθεί περιγράφει ολοκάθαρα τη διαμόρφωση του από το 2009 έως το 2015 όπου φαίνεται ότι, από 298,84 δις € το 2009 έφτασε στα 321,33 δις € το 2015 – παρά τη διαγραφή, καθώς επίσης παρά τις ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα λιτότητας. Επίσης φαίνεται η διαφορά από τη διαγραφή του PSI, εάν αφαιρέσουμε από το χρέος του 2012 αυτό του 2011 – όπου αφαλώς δεν ήταν 180 δις €.
(Πατήστε επάνω για μεγέθυνση, όπως σε όλα τα γραφήματα)
.
Διαπιστώνεται λοιπόν πως το δημόσιο χρέος μας αυξήθηκε πάνω από 20 δις € – αν και η Ελλάδα επιβαρύνθηκε με ένα πολύ μεγάλο ποσόν από τη διαγραφή των απαιτήσεων των δικών της ασφαλιστικών/συνταξιοδοτικών ταμείων, των λοιπών δημοσίων οργανισμών, των Ελλήνων ομολογιούχων και των τραπεζών που τελικά χρεοκόπησαν αφού χάθηκαν περί τα 40 δις € που προστέθηκαν στο χρέος, ενώ προηγουμένως ήταν υγιέστατες.
Το δημόσιο χρέος μας δεν αυξήθηκε μόνο σε απόλυτα νούμερα αλλά, κυρίως, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μας – το οποίο, λόγω ακριβώς των μνημονίων που μας επιβλήθηκαν, έχει εξελιχθεί στο δεύτερο μεγαλύτερο παγκοσμίως, ενώ είναι ασφαλώς μη βιώσιμο. Η βασική αιτία είναι η κατάρρευση του ΑΕΠ μας κατά 56 δις € – λόγω της οποίας το κατά κεφαλή εισόδημα μας ακολούθησε την ίδια ακριβώς πορεία (γράφημα), με αποτέλεσμα αυτά που θα αναφερθούν παρακάτω.
Στη συνέχεια ας κοιτάξουμε την εξέλιξη του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους μας μετά το 2010 – απέναντι στο κράτος, στις τράπεζες, στα ασφαλιστικά ταμεία και στους άλλους οργανισμούς όπως είναι η ΔΕΗ, η οποία κινδυνεύει πλέον να χρεοκοπήσει. Αν και δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, υπολογίζεται πως εκτοξεύθηκε από τα περίπου 50 δις € το 2010 στα 230 δις € σήμερα – ότι σχεδόν πενταπλασιάσθηκε έχοντας αυξηθεί κατά 180 δις €, όταν την ίδια χρονική περίοδο οι τιμές των ακίνητων περιουσιακών μας στοιχείων μειώθηκαν κατά 600 δις €, ενώ των εισηγμένων εταιρειών στο χρηματιστήριο περί τα 200 δις €.
Επόμενο στοιχείο που οφείλουμε να ερευνήσουμε είναι η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας – ειδικά επειδή ο κ. Σόιμπλε ισχυρίζεται συνεχώς πως το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος, αλλά η μη ανταγωνιστικότητα της. Εν προκειμένω οι μέσοι μισθοί μας μειώθηκαν κατά 37% έως το 2015 (πηγή), οι συντάξεις περί το 50%, το ποσοστό της ακραίας φτώχειας έφτασε από το 20,1% το 2010 στο 48% το 2015, οι καταναλωτικές μας δαπάνες περιορίσθηκαν κατά 27% και οι επενδύσεις κυριολεκτικά κατέρρευσαν (-67%). Λογικά βέβαια, αφού κανένας δεν θεωρεί τόσο ανόητους τους επενδυτές, ώστε να τοποθετούν τα χρήματα τους σε μία χώρα που όλοι χρωστούν σε όλους – που είναι χρεοκοπημένη, που οι τράπεζες της «πνέουν τα λοίσθια», που η ζήτηση συνεχώς μειώνεται, η ρευστότητα επίσης κοκ.
Χωρίς όμως επενδύσεις η ανταγωνιστικότητα δεν αυξάνεται, ακόμη και αν οι μισθοί των εργαζομένων μηδενισθούν – ενώ, σύμφωνα με την ΕΚΤ, η ανταγωνιστικότητα μας έχει βελτιωθεί μεν κατά 6,5% σε σχέση με το 1999, αλλά της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 19,3% (της Γαλλίας 3,9%, της Φινλανδίας 1,7% και της Ιταλίας 0,9%), οπότε είναι δώρο άδωρο. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την εξέλιξη των εξαγωγών μας, η οποία είναι απελπιστική – ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας «σώζεται» μόνο από τον τουρισμό, η άνοδος του οποίου όμως οφείλεται σε συγκυρίες (πόλεμοι στη γύρω περιοχή μας, αναταραχές στην Τουρκία κοκ.).
Το άλλο μείγμα πολιτικής
Περαιτέρω είναι σωστό να ερευνήσουμε εάν η αλλαγή του «μίγματος πολιτικής» που ως συνήθως προτείνει η ΝΔ, είναι δυνατόν να έχει αποτέλεσμα. Ξεκινώντας από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις, η ΝΔ μάλλον ξεχνάει πως για να έχει νόημα κάτι τέτοιο, θα πρέπει να είναι προηγουμένως κερδοφόρες οι εταιρείες – αφού, εάν είναι ζημιογόνες, δεν ωφελεί καθόλου η μείωση των συντελεστών φορολόγησης τους.
Όταν όμως η ζήτηση μειώνεται διαρκώς, ακόμη και στα καταστήματα λιανικής τροφίμων, οπότε ο τζίρος τους, αδυνατούν οι περισσότερες να καλύψουν τα έξοδα τους – πόσο μάλλον να έχουν κέρδη. Επομένως, οι χαμηλότεροι συντελεστές δεν ωφελούν την πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων, εκτός ίσως από κάποιες ξένες πολυεθνικές – οι οποίες έτσι ή αλλιώς δεν φορολογούν στην Ελλάδα τα κέρδη τους.
Σε κάθε περίπτωση, όσο ο ΦΠΑ παραμένει σε τέτοια εξοργιστικά υψηλά επίπεδα, «κοστίζοντας» στις επιχειρήσεις λιανικής το 24% του τζίρου τους, είναι σχεδόν αδύνατον να έχουν κέρδη – οπότε είναι αδιάφορη η μείωση των φορολογικών συντελεστών (σημειώνουμε εδώ πως ο ΦΠΑ στους φυσικούς χυμούς στην Ολλανδία είναι 6%, έναντι 24% στην Ελλάδα!). Η αύξηση πάντως των φόρων που έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα (γράφημα) οφείλεται κυρίως στους έμμεσους που επιβλήθηκαν, καθώς επίσης σε αυτούς των μισθωτών – οπότε οι συγκεκριμένοι θα έπρεπε να περιορισθούν.
Η δεύτερη βασική πρόταση της ΝΔ είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών – κάτι που όμως, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθώς επίσης με μία σειρά άλλων ερευνών, όπως αυτή των οικονομολόγων του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και της Λωζάννης (πηγή), είναι η βασική αιτία, λόγω της οποίας οι χώρες της Ευρωζώνης εξήλθαν πολύ χειρότερα από την ύφεση του 2009, σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη.
Το γεγονός αυτό οφείλεται στο γνωστό πολλαπλασιαστή, σύμφωνα με τον οποίο όταν το δημόσιο μειώνει τις δαπάνες του κατά 1%, το ΑΕΠ υποχωρεί τουλάχιστον κατά 2% (έως και 3% στην Ελλάδα) – οπότε προκαλείται ύφεση, τα φορολογικά έσοδα μειώνονται, απαιτείται υψηλότερος δανεισμός για να καλυφθεί η διαφορά, επιβάλλονται νέοι φόροι, το χρέος ως προς το χαμηλότερο ΑΕΠ αυξάνεται (+20% περίπου κατά μέσον όρο, σύμφωνα με τους οικονομολόγους), τα επιτόκια δανεισμού επίσης κοκ. – με αποτέλεσμα η οικονομία να εισέρχεται στο σπιράλ του θανάτου (γράφημα), από το οποίο δεν κατορθώνει ποτέ να ξεφύγει χωρίς τη διενέργεια επενδύσεων εκ μέρους του δημοσίου (οι οποίες έχουν απαγορευθεί στην Ελλάδα από τα μνημόνια).
Τέλος η ΝΔ θα έπρεπε να γνωρίζει πως μία χρεοκοπημένη χώρα, όπως επίσης μία επιχείρηση, δεν προσελκύει ποτέ επενδυτές, αλλά «πλιατσικολόγους» – από τους οποίους τότε μόνο μπορεί να προστατευθεί, όταν δηλώνει την επίσημη πτώχευση της, αφού διαφορετικά καταδικάζεται στην πλέον επώδυνη όλων: στην κυλιόμενη χρεοκοπία (στην επόμενη σελίδα «Ευρώ ή δραχμή;»).
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να ερευνήσουμε εάν τα παραπάνω προβλήματα της Ελλάδας είναι δυνατόν να επιλυθούν εντός της Ευρωζώνης – παρά το ότι η χώρα μας είναι ασφαλώς εγκλωβισμένη μετά την υπογραφή του PSI, για λόγους που έχουμε αναλύσει πολλές φορές (άρθρο), οπότε η έξοδος θα ήταν συνώνυμη με την αυτοκτονία μας.
Στα πλαίσια αυτά ξεκινάμε με τη διαπίστωση ότι, η Φινλανδία είναι η μοναδική χώρα της Σκανδιναβίας, η οποία έχει το ευρώ ως νόμισμα της και δεν έχει ανακάμψει από την κατάρρευση του 2008 – ενώ το βιοτικό επίπεδο μας, όπως το αντίστοιχο της Ιταλίας, είναι κάτω από τα επίπεδα της ένταξης μας στο ευρώ.
Περαιτέρω, η επόμενη διαπίστωση είναι ότι, η βασική αιτία που οι νομισματικές ενώσεις αποτυγχάνουν, με την έννοια πως κάποιες χώρες εξελίσσονται θετικά, ενώ οι περισσότερες αρνητικά, είναι οι διαφορετικές πορείες ανάπτυξης – ως ένα σύμπτωμα του γενικότερου προβλήματος της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας τους.
Ειδικότερα, με την πάροδο του χρόνου δημιουργούνται σταδιακά μεγάλες διαφορές στην ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών μίας νομισματικής ένωσης – οι οποίες όμως δεν προβληματίζουν σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, επειδή η ενίσχυση της συνολικής ζήτησης λειτουργεί θετικά, (υπό)στηρίζει δηλαδή τους προβληματικούς παραγωγικούς τομείς. Εν τούτοις, όταν μία νομισματική ένωση αντιμετωπίζει μία κρίση ή βυθίζεται στην ύφεση, η πτώση της συνολικής ζήτησης που ακολουθεί πλήττει σε μεγάλο βαθμό τις λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και χώρες – στις οποίες αυξάνεται επί πλέον σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης.
Εν προκειμένω προκαλείται ένα «ασύμμετρο σοκ» στις επιχειρήσεις και στις χώρες αυτές, το οποίο μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με τη μεταφορά χρημάτων από τα κράτη που ευημερούν στα υπόλοιπα – όπως συνέβη στις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υιοθέτησε εισοδηματικές μεταβιβάσεις από τις υγιείς Πολιτείες στις προβληματικές. Παράλληλα, ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των Η.Π.Α. αυξήθηκε με γρήγορους ρυθμούς – ενώ, πρακτικά, οι μεταβιβάσεις αυτές έγιναν μόνιμες.
Κατ’ αναλογία, η Ευρωζώνη χρειάζεται ένα παρόμοιο σύστημα για να επιβιώσει – δηλαδή, την πλήρη πολιτική της ένωση, τη μετατροπή της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κατά το παράδειγμα των Η.Π.Α. Για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να αλλάξει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία απαγορεύει αυτές τις μεταβιβάσεις, καθώς επίσης να επικυρωθεί από όλες τις χώρες – κάτι με το οποίο όμως δεν συμφωνεί σχεδόν κανένα κράτος της Ευρωζώνης, ειδικά η Γερμανία και η Ολλανδία, οι κυβερνήσεις των οποίων δεν είναι πρόθυμες να επιδείξουν κανενός είδους αλληλεγγύη στις υπερχρεωμένες υπόλοιπες.
Υπάρχουν βέβαια εναλλακτικές προτάσεις, όπως αυτή του γερμανού διοικητή του ESM, σύμφωνα με την οποία το ευρώ θα μπορούσε να διασωθεί από έναν συνδυασμό μίας τραπεζικής/κεφαλαιακής ένωσης, με κάποιο ειδικό Ταμείο – το οποίο θα χρησιμοποιείται όταν συμβαίνουν «ασύμμετρα σοκ». Το εν λόγω Ταμείο θα έπρεπε βέβαια να χρηματοδοτείται από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης – κάτι που όμως είναι θεωρητικό, αφού μόνο οι πιο ανταγωνιστικές θα είχαν επαρκή εισοδήματα, οπότε θα ήταν σε θέση να συνεισφέρουν χρήματα.
Θα μπορούσε βέβαια να χρηματοδοτείται το Ταμείο από την ΕΚΤ, αλλά αυτό δεν είναι κάτι διαφορετικό – επειδή κάποια στιγμή θα φαινόταν πως οι αδύναμες χώρες δεν θα ήταν σε θέση να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, τα έσοδα από το εκδοτικό προνόμιο της ΕΚΤ δεν θα ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ζημίες, οπότε σε τελική ανάλυση θα επιβαρύνονταν ξανά οι Πολίτες των πλούσιων χωρών.
Ως εκ τούτου, υπάρχει μόνο η λύση της πολιτικής ένωσης και της μεταβίβασης χρημάτων από τις ανταγωνιστικές χώρες στις μη ανταγωνιστικές – ένα ενδεχόμενο που, εκτός από τη συμφωνία όλων των κρατών, απαιτεί την υιοθέτηση πάρα πολλών αλλαγών. Για παράδειγμα, την ενοποίηση των φορολογικών και κοινωνικών πολιτικών, την εξασφάλιση της σύγκλισης των προτύπων ανταγωνιστικότητας και διαβίωσης, την πλήρη τραπεζική ενοποίηση κοκ. – κάτι που, ακόμη και αν ήταν εφικτό, θα απαιτούσε πάρα πολλά χρόνια και συζητήσεις, όταν αρκετά κράτη δεν είναι σε θέση να περιμένουν ούτε μερικούς μήνες.
Εναλλακτικά συνεχίζει βέβαια να υπάρχει η λύση της επιστροφής στους κανόνες του Μάαστριχτ – όπου κανένα κράτος δεν πρέπει να βοηθάει κανένα άλλο, όταν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα (no bail-out). Κάτι τέτοιο θα σήμαινε όμως πως τόσο το ESM, όσο και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα έπρεπε να πάψουν να λειτουργούν, αφού προηγουμένως εκκαθαρισθούν – επίσης πως η ΕΚΤ θα σταματούσε τα προγράμματα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE, OMT).
Σε μία τέτοια περίπτωση, η οποία δεν είναι καθόλου απίθανη, η Ελλάδα θα χρεοκοπούσε ακαριαία, οπότε θα αναγκαζόταν κάποια στιγμή να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – ενώ μακροπρόθεσμα θα την ακολουθούσαν αρκετές άλλες χώρες, όταν αντίστοιχα ασύμμετρα σοκ τους προκαλούσαν παρόμοιες ζημίες.
Φυσικά οι χώρες αυτές, διαθέτοντας πλέον την οδυνηρή εμπειρία της Ελλάδας, θα το αποφάσιζαν πολύ πριν βρεθούν σε μία ανάλογη κατάσταση – κάτι που προβλέπεται ήδη όσον αφορά την Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ η Φινλανδία εξετάζει την υιοθέτηση του εθνικού της νομίσματος, έχοντας αναθέσει μία μελέτη σε ειδικούς επιστήμονες. Ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό στην Ελλάδα, αφού υπάρχουν πολλές λεπτομερείς αναλύσεις – μία ενδιαφέρουσα από τις οποίες παραθέτουμε εδώ (μελέτη).
Συμπερασματικά λοιπόν τα προβλήματα της Ελλάδας δεν λύνονται εντός της σημερινής Ευρωζώνης, όσο καλή θέληση και αν έχει κανείς πιστεύοντας στην ανάγκη της ενωμένης Ευρώπης, με το δικό της νόμισμα – σε σχέση με την ειρήνη στην ήπειρο μας, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις που προβλέπονται, με τους εμπορικούς πολέμους που διαγράφονται στον ορίζοντα, με τους νομισματικούς, με το κραχ κοκ.
Επομένως, θα έλεγε κανείς πως θα έπρεπε να επιλεχθεί η ελεγχόμενη, σταδιακή και προσεκτική επιστροφή στη δραχμή – ταυτόχρονα με την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, με την αναβολή των πληρωμών όταν θα είμαστε ακόμη εντός της Ευρωζώνης, με την προσπάθεια διαγραφής ενός μεγάλου μέρους του χρέους, με την έρευνα δυνατοτήτων μετατροπής του υπολοίπου σε δραχμές παρά το PSI, με την καταγγελία του αγγλικού δικαίου, με την προσπάθεια αποφυγής της υποθήκευσης της χώρας κοκ.
Η μεγάλη μας απορία όμως είναι το ποιό πολιτικό σύστημα θα μπορούσε να επιτύχει έναν τέτοιο άθλο, χωρίς να οδηγήσει το ελληνικό καράβι στα βράχια – κάτι για το οποίο δυστυχώς δεν έχουμε καμία απολύτως υπεύθυνη απάντηση.
Επίλογος
Όπως όλα δείχνουν, ευρισκόμαστε πράγματι προ των πυλών του χάους – αφού η Ευρωζώνη είναι σε αδιέξοδο, χρειάζεται απαραίτητα η ομοσπονδιακή ένωση της για να διορθωθούν τα προβλήματα της, ενώ οι Ευρωπαίοι δεν την υποστηρίζουν.
Εκτός αυτού, ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να επιτευχθεί είναι τόσο μεγάλος, ώστε να θεωρείται πια ουτοπική – πόσο μάλλον μετά από τόσες καθυστερήσεις και τόσα πολλά λάθη στη διαχείριση της κρίσης της, καθώς επίσης λόγω της αλλαγής πολιτικής εκ μέρους των Η.Π.Α. και της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Φαίνεται λοιπόν πως η μερική ή ολική διάλυση της έχει ήδη σφραγισθεί, ενώ ίσως δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να αποτραπεί – οπότε όλα τα κράτη, ειδικά η Ελλάδα, πρέπει να προετοιμασθούν άμεσα για το μοιραίο.
Οφείλουν όμως να γνωρίζουν οι Έλληνες πως δεν θα πρόκειται για μία εύκολη ή έστω ελαφρά οδυνηρή διαδικασία αλλά, αντίθετα, για μία μεγάλη και επικίνδυνη περιπέτεια – για την οποία δεν υπάρχει καμία προετοιμασία, ενώ το υφιστάμενο, εντελώς διαβρωμένο και ανεπαρκές πολιτικό μας σύστημα, δεν ήταν και δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί ούτε καν τα μικρότερα από τα προβλήματα που θα προκύψουν.
Δυστυχώς ο δρόμος αυτός φαίνεται πλέον αναπόφευκτος, οπότε δεν είναι σωστό να εθελοτυφλούμε – ενώ δεν πρόκειται για μία ελεύθερη, δική μας επιλογή, αλλά για το επισφράγισμα των αποτυχιών μας να διαχειρισθούμε σωστά την κρίση, οπότε για μία αναγκαιότητα που τόσα χρόνια δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε. Ολοκληρώνοντας, πριν από κάθε τι άλλο θα έπρεπε φυσικά να αλλάξει το Σύνταγμα της χώρας μας – επειδή με τη δραχμή στη διάθεση των πολιτικών «συμμοριών» που λυμαίνονται την πατρίδα μας (ανάλυση), θα είμαστε ασφαλώς «χαμένοι από χέρι».