Η στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας κατά των Κούρδων της Συρίας συνοδεύεται, πέραν όλων των άλλων, και από μια σημαντική αλλαγή της πολιτικής της στο προσφυγικό, ένα θέμα που μας αφορά επίσης άμεσα, όπως αφορά και την Ευρωπαϊκή Ενωση, που παρακολουθεί άλαλη και άπραγη τις δραματικές εξελίξεις στην περιοχή.

Μεταξύ των διακηρυγμένων στόχων της επιχείρησης -που δεν περιορίζεται στο Αφρίν, αλλά φιλοδοξεί να φτάσει μέχρι το φυσικό σύνορο του Ευφράτη, ίσως και πέραν αυτού- είναι και η δημιουργία ζώνης ασφαλείας, που, σύμφωνα με την Αγκυρα, θα αποτελέσει φράγμα στην «τρομοκρατία», αλλά και καταφύγιο για τους Σύρους πρόσφυγες.

Στις 24 Ιανουαρίου, σε ομιλία του στο προεδρικό μέγαρο στην Αγκυρα, ο Ταγίπ Ερντογάν εξήγησε ότι η εξάλειψη των «τρομοκρατών» είναι μόλις το πρώτο μέρος της επιχείρησης. «Στη συνέχεια, θα πρέπει να μετατρέψουμε σε κατοικήσιμη την περιοχή». «Κατοικήσιμη για ποιους;», αναρωτήθηκε ρητορικά και συνέχισε: «Κατοικήσιμη για τα 3,5 εκατομμύρια των Σύρων που είναι σήμερα φιλοξενούμενοί μας. Δεν μπορούμε να τους φιλοξενούμε επ’ άπειρον σε σκηνές», κατέληξε.

Είναι σαφές ότι η Τουρκία επιδιώκει, μέσα από μια εκτεταμένη στρατιωτική επιχείρηση κατά των Κούρδων της Συρίας, όχι μόνο να θάψει το όνειρό τους για τη δημιουργία ενός Μεγάλου Συριακού Κουρδιστάν, αλλά και να αλλοιώσει τη σύνθεση του πληθυσμού στις επίμαχες περιοχές, χρησιμοποιώντας τους σουνίτες Σύρους πρόσφυγες.

«Μοντέλο» Τζαραμπλούς
Ηδη, άρχισε να εφαρμόζει αυτή την πολιτική στην περιοχή της Τζαραμπλούς, στη Βόρεια Συρία, στα σύνορα με τον Ευφράτη, την οποία είχαν καταλάβει ο τουρκικός στρατός και οι υπό τουρκικό έλεγχο Σύροι αντάρτες το 2016, με τη στρατιωτική επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», εκδιώχνοντας τους τρομοκράτες του ισλαμικού κράτους.

Αξιωματούχοι στην Τουρκία κάνουν λόγο για πάνω από 100.000 Σύρους πρόσφυγες, οι οποίοι επέστρεψαν στην Τζαραμπλούς, μια συριακή πόλη που σήμερα διοικείται από την Αγκυρα, όπου ανεμίζουν τουρκικές σημαίες στα δημόσια κτίρια και που πρακτικά αποτελεί τουρκικό προτεκτοράτο.

Αυτό το μοντέλο σκέφτονται τώρα να το επεκτείνουν όχι μόνο στο Αφρίν, αλλά στη συνέχεια και στο Μανμπίτζ, όπως και σε άλλες περιοχές της βόρειας Συρίας που εποφθαλμιά η αγκυρα και που σήμερα βρίσκονται υπό κουρδικό έλεγχο.

Την πολιτική αυτή την υποστηρίζει και η αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, (CHP) που πρώτη -τον περασμένο Ιανουάριο και εν μέσω αντιδράσεων- είχε ζητήσει με ομιλία του ηγέτη του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, στη Βουλή, να συμβάλει η Αγκυρα σε μια πολιτική λύση του Συριακού, ώστε στη συνέχεια να επιστρέψουν οι Σύροι πρόσφυγες στην πατρίδα τους, σε ασφαλείς περιοχές.

Τότε, το κυβερνητικό κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν είχε επιτεθεί στον ηγέτη του CHP, αλλά τώρα φαίνεται πως υιοθετεί τη «λύση» του προσφυγικού, μέσω της δημιουργίας ασφαλών περιοχών στο εσωτερικό της Συρίας, περιοχές που θα βρίσκονται υπό τουρκικό έλεγχο.

Ενδεχομένως ο Ερντογάν να έχει στο μυαλό του και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, εν όψει και των εκλογών που θα διεξαχθούν σε έναν χρόνο στην Τουρκία, καθώς οι μετρήσεις δείχνουν μια «κόπωση» των Τούρκων που ζουν στα μεγάλα αστικά κέντρα από το προσφυγικό.

Κόστος και ψήφοι
Το οικονομικό βάρος, επίσης, δεν είναι αμελητέο, με την κυβέρνηση να ισχυρίζεται πως έχει ξοδέψει πάνω από 30 δισ. ευρώ για τους πρόσφυγες, ενώ κανείς δεν γνωρίζει αν μέσα σε αυτόν τον αυθαίρετο λογαριασμό συμπεριλαμβάνεται και το κόστος κατασκευής του τείχους που χωρίζει πλέον την Τουρκία από τη Συρία, σε μήκος πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση, στόχος δεν είναι να εγκαταλείψουν την Τουρκία όλοι οι πρόσφυγες, καθώς αρκετοί έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία και 60.000 Σύροι έχουν ήδη λάβει τουρκική υπηκοότητα (και δικαίωμα ψήφου…)

Ομως, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο πληθυσμός στο Αφρίν είναι μόλις 400.000 κάτοικοι και στο Μανμπίζ ακόμη λιγότεροι, αρκεί ένα από τα τριάμισι εκατομμύρια Σύρων προσφύγων που ζουν στην Τουρκία να μετακινηθεί εκεί, για να αλλάξει για πάντα η δημογραφία εις βάρος των Κούρδων.