Εδώ και καιρό βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις και οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και το επονομαζόμενο (από την πλευρά των περισσότερων στην Ελλάδα) «κράτος των Σκοπίων» για να συνομολογήσουν οι δύο πλευρές μια συμφωνία, της οποίας το βασικό θέμα είναι η οριστική συγκρότηση του νέου βαλκανικού κράτους.
Αξίζει να σημειωθούν δύο πραγματολογικά δεδομένα: πρώτον, ότι το υπό διαμόρφωση νέο βαλκανικό κράτος δεν θέτει προς διαπραγμάτευση με την ελληνική πλευρά την εθνολογική ταυτότητά του. Αυτό σημαίνει ότι τα συνειδησιακά και όλα τα σχετικά υλικά, τα οποία αποτελούν και συνιστούν τα περιεχόμενα της εθνογένεσής του, εντάσσονται στις σχετικές διαβουλευτικές διαδικασίες με το ελληνικό κράτος.
Το υπό κατάρτιση σχέδιο συμφωνίας με το νέο βαλκανικό κράτος κατά περιεχόμενο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θεμελιώδη αρχή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και του αυτοπροσδιορισμού.
Το δεύτερο πραγματολογικό δεδομένο αναφέρεται στην πολιτική αυτοσυνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Μπροστά στο μακεδονικό ζήτημα η ελληνική πολιτική κοινωνία έχει διχοτομηθεί: από τη μία πλευρά είναι οι συντηρητικές δυνάμεις και από την άλλη οι κοινωνικές και οι πολιτικές δυνάμεις του προοδευτισμού και του ριζοσπαστισμού.
Στην τελευταία συνδιάσκεψη, την οποία διοργάνωσε η Ενωτική Κίνηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο επικεφαλής της Φώτης Κουβέλης, τόνισε με έμφαση, ότι το μακεδονικό ζήτημα καθίσταται ο καταλύτης για τα πολιτικά και τα κομματικά πράγματα της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας.
Βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα και η ελληνική πολιτική κοινωνία (κυβέρνηση, Κοινοβούλιο, κοινωνία των πολιτών, οικονομία της αγοράς, σύστημα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων κ.ά.) επιβάλλεται και να σκέπτεται και να πράττει με τους όρους του πολιτικού διαφωτισμού. Οι λαϊκές συγκεντρώσεις, τα συλλαλητήρια και οι λαοσυνάξεις δεν ήταν παρά απεικάσματα μιας αρχαϊκής και προ-πολιτικής κοινότητας, η οποία πάσχει από το σύνδρομο της «μεγάλης ιδέας».
Ολοι εμείς οι Ελληνες πολίτες αισθανθήκαμε θλίψη και πόνο μπροστά στον κορυφαίο Ελληνα μουσουργό Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος περιέγραψε τη σημερινή αριστερή ελληνική κυβέρνηση ως πολιτική εξουσία που έχει δύο δομικά χαρακτηριστικά: πρώτον, στο επίπεδο της συγκροτήσεώς της ότι είναι «μειοψηφική» και δεύτερον, στο επίπεδο του ιδεολογικού προσανατολισμού της ότι είναι «εθνομηδενιστική».
Στη σύντομη αυτή παρέμβασή μου δεν μπορώ να επεκταθώ σε μια θεωρητική και πολιτική συζήτηση με τον κορυφαίο μουσουργό μας, αλλά οφείλω να επισημάνω ότι ακόμη και κατά τον Κάφκα, οι «μεταμορφώσεις» έχουν και όρια και προοπτικές. Στην «περίπτωση Θεοδωράκη» άραγε οι «μεταμορφώσεις» του είναι εκτός των ορίων που θέτει η ελληνική πολιτική κοινωνία;
Αλλά ας επανέλθουμε στο μακεδονικό ζήτημα και στο ερώτημα: Μπορεί να επιλυθεί με τους όρους του μέλλοντος και όχι με τους όρους του μεγαλοϊδεατικού παρελθόντος της Ελλάδας, όπως αυτό εκφράστηκε στις λαοσυνάξεις;
Η ακράδαντη προσωπική επιστημονική άποψή μου στο ερώτημα αυτό είναι η εξής: Η ελληνική πολιτική κοινωνία στον βαθμό που δομείται ως σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία και στον βαθμό που συγκροτείται ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος μπορεί όχι μόνο να συνάψει ένα «σύμφωνο» συνεργασίας και διακρατικής συνύπαρξης με το νέο βαλκανικό κράτος, αλλά οφείλει ως «μητέρα» να οδηγήσει το «νεογέννητο» έθνος και κράτος στις Βρυξέλλες.
Εκεί μήπως ενδεχομένως να υπογραφεί και η συνθήκη ή το σύμφωνο συνύπαρξης ανάμεσα στα δύο ευρωπαϊκά κράτη;
Το ένα είναι η Ελλάδα (εδώ και τόσα χρόνια μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης) και το άλλο, το υπό συγκρότηση νέο βαλκανικό κράτος της Μακεδονίας.
Η ιστορική στιγμή για την επίλυση του μακεδονικού ζητήματος, όπως αποδεικνύεται, είναι το έτος 2018. Οπως λέμε εμείς οι πολιτικοί φιλόσοφοι, κάθε ιστορική στιγμή είναι η πνευματική και η πολιτική συμπύκνωση των παρελθόντων ετών.
Η ελληνική κυβέρνηση κρατάει στα χέρια της μια «χρυσή ευκαιρία» και η μοναδική ιστορική λύση για το Μακεδονικό είναι η μετατροπή του σε ευρωπαϊκό ζήτημα.
Τρομάζω στην ιδέα να «στοιχειώσει» το μακεδονικό ζήτημα ως φάντασμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού σε μια Ελλάδα που καταρρέει.
Το έτος 1990, χάσαμε ως εθνική συλλογικότητα την ιστορική στιγμή για τους γνωστούς λόγους. Το έτος 2018, δεν επιτρέπεται ως ευρωπαϊκή πολιτική οντότητα να αγνοήσουμε τον εαυτό μας.
Το μακεδονικό ζήτημα τελικά καθίσταται ο καθρέφτης του ιστορικού οδοδείκτη μας στην Ευρώπη και της ηγεμονίας μας στα Βαλκάνια.
*καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης