Σύμφωνα με το άρθρο 7, του Συντάγματος των Σκοπίων (1992): «Η Μακεδονική γλώσσα με το Κυριλλικό αλφάβητο είναι η επίσημη γλώσσα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας…». Το ερώτημα που τίθεται είναι πότε ονομάστηκε «μακεδονική», η σλαβική (βουλγαρική) διάλεκτος που χρησιμοποιούν και πότε αυτή εισήχθη στην καθημερινότητα των πολιτών της FYROM.
Η ιδέα ότι η γλώσσα συνιστά το βασικό θεμέλιο του έθνους ήταν το εφαλτήριο επί του οποίου στηρίχθηκε το γιουγκοσλαβικό σχέδιο. Έτσι, η συγγένεια των γλωσσών που ομιλούσαν οι κάτοικοι της Γιουγκοσλαβίας έγινε το βασικό κριτήριο για τη κρατική ολοκλήρωση. Όμως δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι αυτήν την γλωσσική ομοιογενοποίηση και ομαδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας ως συνόλου, την οποία προσπάθησαν να προωθήσουν, ήταν δύσκολο να επιτύχουν, διότι οι λαοί ήταν μοιρασμένοι ανάμεσα σε τρείς ευρείες θρησκευτικές κοινότητες, στην Ορθοδοξία τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Μουσουλμανισμό, το οποίο συνεπάγεται σημαντικές πολιτισμικές και διαχωριστικές διαφοροποιήσεις.
Όποιος δεν λαμβάνει υπόψη του τις σημαντικές αυτές διαφοροποιήσεις δεν μπορεί και να κατανοήσει τους πραγματικούς λόγους της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.
Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή της FYROM ανήκε στη σύνθεση του Σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια Σερβία ή VardarskaBanovina δηλ. διοίκηση του Βαρδάρη και οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και κανένας μέχρι τότε από τους μετέπειτα δημιουργούς της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» δεν είχε μιλήσει για «Μακεδονικό» έθνος και «Μακεδόνες». Όλα αυτά όμως μέχρι τη σύνοδο στο Jajce, όταν την 29η Νοεμβρίου 1943 στην ομώνυμη πόλη της Βοσνίας το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Τίτο – Παρτιζάνοι) αποφάσισε την οργάνωση της χώρας σε ομοσπονδιακή βάση. Μία λοιπόν από τις ομοσπονδίες ήταν και η «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», η σημερινή FYROM.
Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή, ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης, που βάφτιζε με ελληνικό όνομα και χάριζε ελληνικά σύμβολα. Η ανακάλυψη της FYROM ανήκει στον Γιόσιπ Μπρόζ Τίτο ο οποίος απέβλεπε: Ως ελάχιστο στόχο του εξ αρχής, τη συγκράτηση και αφομοίωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (φόβος γιατί οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας) και κατά δεύτερον, την επέκταση της Γιουγκοσλαβίας στην βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία. Για το σκοπό αυτό εργάστηκαν συστηματικά παραχωρώντας στη FYROM χωριστή Κρατική Οργάνωση. Κατασκεύασαν μια νέα Μακεδονική ιστορία. Έκαναν διεθνή προπαγάνδα των θέσεών τους. Χρησιμοποίησαν την Εκκλησία και με προσωπική παρέμβαση του Τίτο ιδρύθηκε το έτος 1967 «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία», παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου, διασπώντας έτσι την πνευματική ενότητα της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας. Τέλος φρόντισαν να δημιουργήσουν και μία ιδιαίτερη γλώσσα, στην οποία έπρεπε να μειωθεί και να συγκαλυφθεί με κάθε τρόπο η μεγάλη συγγένεια του ιδιώματος με τη βουλγαρική, την οποία ονόμασαν «μακεδονική». Έτσι, από το έτος 1944, στην FYROM η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η λεγόμενη «μακεδονική», η οποία μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων, δημιουργεί όμως πολλά ερωτήματα γιατί χρησιμοποιούν έναν καθαρά ελληνικό όρο για μία σλαβική διάλεκτο. Στο σημείο αυτό αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Αλέξανδρος απεβίωσε το 323 π.χ. και οι Σλάβοι των Σκοπίων που επιθυμούν να αποκαλούνται «Μακεδόνες» εμφανίζονται στο προσκήνιο τον 7ο μ.χ αιώνα, δηλαδή 1000 έτη αργότερα.
Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας ενός λαού και την σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησής του. Στην περίπτωση όμως της γλώσσας που ομιλούν οι κάτοικοι της FYROMυπάρχει η πρωτοτυπία ότι δεν ισχύει η προϊστορία αιώνων της γλώσσας όπως αυτή αποκαλύπτεται σε κάθε άλλο ευρωπαϊκό λαό και δεν είναι προϊόν φυσικής εξέλιξης αλλά τεχνικής επεξεργασίας.
Η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα τόσο λεξιλογικά, όσο γραμματικά και συντακτικά είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδριώτης τονίζει ότι πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα, το οποίο σχετίζεται με την Βουλγαρική. Στην ουσία η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι ένα τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων (Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της FYROM.
Η αναγνώριση της λεγόμενης «μακεδονικής» ως επίσημης γλώσσας της νεοϊδρυθείσας Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας», έγινε στις 2 Αυγούστου του 1944, από την πρώτη συνεδρίαση του Αντιφασιστικού Συμβουλίου για την Απελευθέρωση του Λαού της «Μακεδονίας» (ASNOM, Antifašističko Sobranie na Narodnoto Osloboduvanje na Makedonija), η οποία πραγματοποιήθηκε στην μονή Πρόχορ Πτσίνσκι (Prohor Pčinski). Από την ημέρα αυτή ορίστηκε μία ειδική επιτροπή, η οποία, στις 3 Μαΐου του 1945, κατέληξε στην οριστικοποίηση του αλφάβητου και τους κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας της γλώσσας.[1] Έτσι, η απόφαση για την δημιουργία και την καθιέρωση της λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας έχει τον χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης και όχι της φυσικής εξέλιξης και ανάγκης των κατοίκων.
Το επίσημο αλφάβητο είναι το κυριλλικό και αποτελείται από τριάντα ένα (31) γράμματα. Στο αλφάβητο αυτό υπάρχουν και δύο γράμματα, τα οποία είναι ένας νεοτερισμός της τοπικής αυτής διαλέκτου και υπάρχουν μόνο στο λεγόμενο «μακεδονικό» αλφάβητο. Το λεξιλόγιο, όπως αναφέραμε και ανωτέρω, αποτελείται από μία επιμειξία βουλγαρικών με πολλές σερβικές, τουρκικές, ελληνικές και αλβανικές λέξεις. Η εκκλησιαστική, για παράδειγμα, ορολογία περιλαμβάνει έναν ιδιαίτερα διευρυμένο αριθμό ελληνικών λέξεων.
Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε ότι οι πρώτοι λόγιοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το τοπικό σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο βαπτίστηκε αργότερα ως «μακεδονική» γλώσσα ήταν Βούλγαροι, οι οποίοι κατήγοντο από την περιοχή της FYROM.[2] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αδελφών Δημήταρ (1810-1862) και Κωνσταντίνου Μιλαντίνοβ (1830-1862) από τη Στρούγκα, οι οποίοι δημοσίευσαν, το έτος 1861, στο Ζάγκρεμπ συλλογή λαϊκών ασμάτων με τίτλο: «Βουλγαρικά λαϊκά άσματα» (Balgarski narodni pesni), και όχι «Μακεδονικά λαϊκά άσματα». Ο Γκρίγκορ Πριλίτσεβ (1830-1893) μετέφρασε στην τοπική διάλεκτο της Αχρίδας την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Ο ίδιος, το έτος 1860, είχε βραβευτεί για το ποίημα του «Ο Αρματωλός», το οποίο έγραψε στα ελληνικά. Ο Στέφαν Βέρκοβιτς (1821-1893), το έτος 1860, κυκλοφόρησε στο Βελιγράδι μία συλλογή ασμάτων με τον σερβικό τίτλο: «Τα λαϊκά άσματα των Βουλγάρων της Μακεδονίας» (Narodne pesme makedonskiBugara).
Υπάρχουν, επίσης, και πολλοί άλλοι Βούλγαροι συγγραφείς που κατοικούσαν στην περιοχή της FYROM και συνέγραψαν τα έργα τους στην τοπική διάλεκτο, η οποία στην πορεία ονομάστηκε «μακεδονική» γλώσσα. Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι ή τοπική διάλεκτος τηςFYROM ανεπτύχθη έτι περαιτέρω με την γλωσσική παρέμβαση από πλευράς Βουλγαρίας μεταξύ των ετών 1878-1912, δηλαδή από την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Την άποψη αυτή στηρίζουν με τις εμπεριστατωμένες μελέτες τους οι σλαβολόγοι R. Auty και H. Birnbaum, οι οποίοι θεωρούν ότι η περίοδος αυτή ήταν καθοριστική για την προπαρασκευή της γλωσσικής εξέλιξης των κατοίκων της FYROM, οι οποίοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο δημιουργούν την λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα και το ξεχωριστό «μακεδονικό» έθνος.
Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε ότι μετά, το έτος 1913, τα βουλγαρικά σχολεία που λειτούργησαν, από την Εξαρχία, στην περιοχή, από το έτος 1870, έγιναν σερβικά ή έκλεισαν. Την περίοδο αυτή, του μεσοπολέμου, η περιοχή της FYROM ονομαζόταν Νότια Σερβία και το ιδίωμα της τοπικής διαλέκτου «νοτιοσερβικό». Έτσι, η σερβική γλώσσα αποτέλεσε την συνέχεια της βουλγαρικής, την οποία προσπάθησαν οι Βούλγαροι να επιβάλουν μέσω της Εξαρχίας και της παιδείας στην τοπική διάλεκτο. Λόγω τούτου η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι στην ουσία μία σερβο-βουλγαρική γλώσσα, μία τεχνικά εκσερβισμένη Βουλγαρική, η οποία επιβλήθηκε ως επίσημη γλώσσα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ώστε να αποφευχθούν οι όποιες εκ νέου βουλγαρικές διεκδικήσεις. Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω είναι και η μη αναγνώριση και αποδοχή της λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας από την πλευρά της Βουλγαρίας. Και αυτό, διότι την θεωρεί ως βουλγαρική διάλεκτο, η οποία υπέστη μία τεχνητή επεξεργασία από την πλευρά των Σέρβων, με αποτέλεσμα τον εκσερβισμό της. Για τους Βούλγαρους πρόκειται για μία τοπική παραλλαγή της βουλγαρικής γλώσσας. Γι’ αυτό άλλωστε και μπορούν θαυμάσια να συνεννοούνται μεταξύ τους οι κάτοικοι της FYROM με τους Βούλγαρους μιλώντας ο καθένας το ιδίωμά του. Έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μορφολογικά μοιάζει με τη Βουλγαρική και φωνητικά με την σερβική. Σε αυτήν λοιπόν την γλώσσα έδωσαν την παραπλανητική και ψευδώνυμη ονομασία «μακεδονική».
Την προώθηση της νέας «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το έτος 1946. Ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το έργο του Koneski, «Μακεδονική βιβλιογραφία και μακεδονική βιβλιογραφική γλώσσα», του έτους 1945.[3]Μετά το 1953, καθοριστικό ρόλο διεδραμάτισε, το Ινστιτούτο της «Μακεδονικής» γλώσσας και η «Μακεδονική» Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών. Τα πρώτα επιστημονικά δημοσιεύματα είναι: «Η γραμματική της μακεδονικής γλώσσας», «Το ορθογραφικό λεξικό» και το τρίτομο «Λεξικό της μακεδονικής γλώσσας». Έτσι, η λεγόμενη «μακεδονική» έγινε η τρίτη επίσημη γλώσσα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, από κοινού με την σερβοκροατική και την σλοβενική.
Από τις 11 Ιανουαρίου του 2018, ως επίσημη γλώσσα της FYROMθεωρείται πλέον και η Αλβανική. Υπέρ του νέου Νόμου ψήφισαν 69 αντιπρόσωποι της Βουλής των Σκοπίων, προερχόμενοι από το κόμμα του Πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ (Σοσιαλδημοκρατική Ένωση) και από τα αλβανικά κόμματα της FYROM. Από την ψηφοφορία απείχαν οι βουλευτές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE, το οποίο είναι το κόμμα των εθνικιστών. Έτσι σήμερα στην FYROM το 40% του συνολικού πληθυσμού και το 90% στις επαρχίες του Τετόβου και Δίβρας ομιλούν επίσημα την αλβανική γλώσσα. Ο νέος αυτός Νόμος προβλέπει μάλιστα την επέκταση της χρήσης της αλβανικής σε όλη την επικράτεια και την τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας. Το κόμμα των εθνικιστών VMRO-DPMNE κατήγγειλε το νέο Νόμο ως αντισυνταγματικό, διότι με την υιοθέτησή του η χώρα θα καταστεί επισήμως «δίγλωσση». Επιφυλάξεις έχει εκφράσει και ο πρόεδρος της FYROM, Γκιόργκι Ιβάνοφ, ο οποίος προέρχεται από το κόμμα της VMRO-DPMNE και είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην υπογράψει το προεδρικό διάταγμα και να αναπέμψει το Νόμο στη Βουλή.
Από τα ανωτέρω γίνεται λοιπόν σαφές ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων είναι ζήτημα κομβικό.[4] Δεν μπορεί να μιλάμε για συμφωνία στο ζήτημα της ονομασίας και να επιτρέπουμε να υπάρχουν αναφορές σε «μακεδονική» γλώσσα, «Μακεδονικό Έθνος», «Μακεδόνες σε γειτονικές χώρες», «Μακεδονική Εκκλησία» κ.α.
Γεώργιος Νεκτάριος Λόης,Ph.D.
Ιστορικός – Σλαβολόγος
Πηγή: https://www.patrasevents.gr