Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η υπόθεση Novartis έχει ξεσπάσει και απασχολεί την πολιτική ζωή του τόπου εδώ και μια εβδομάδα. Κανείς όμως δεν αναζητά ουσιαστικές απαντήσεις. Μας αρκούν οι εντυπώσεις, οι οποίες μπορεί στο τέλος-τέλος να εδράζονται και σε ψευδείς μαρτυρίες. Μέχρι όμως να βγει η αλήθεια στο φως, άνθρωποι διασύρονται, υποστάσεις σπιλώνονται και το τεκμήριο της αθωότητας πάει περίπατο.
Στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, όπως και σε άλλα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, δεν πρέπει ο κατηγορούμενος να αποδείξει ότι είναι αθώος. Είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Εν προκειμένω, κάποιος θα πρέπει να τεκμηριώσει και να αποδείξει, για ποιον λόγο ο εγκαλούμενος είναι ένοχος. Στη δημόσια συζήτηση για τη Novartis, όμως, τις τελευταίες μέρες έχουμε την πλήρη μεταστροφή του τεκμηρίου της αθωότητας. Θεωρείται εκ των ων ου άνευ ότι όσοι πολιτικοί κατονομάζονται στη δικογραφία είναι ένοχοι, «τα έχουν αρπάξει», και άρα αυτοί πρέπει να κάνουν κάτι για να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες.
Η ελληνική δικαιοσύνη είχε με την υπόθεση Novartis μια μεγάλη ευκαιρία: να αποδείξει ότι μπορεί, βοηθούντος και του διεθνούς παράγοντα, να σπάσει το απόστημα που υπάρχει στην ελληνική πολιτική ζωή εδώ και πολλά χρόνια, με συγκεκριμένα στοιχεία, και να αλλάξει και τα κακώς κείμενα. Αυτό όμως που γίνεται εδώ και μερικές μέρες όχι μόνο στο σπάσιμο του αποστήματος δεν θα οδηγήσει, αλλά αντίθετα, αν δεν αλλάξει κάτι άρδην, θα οδηγήσει σε απαξίωση μια υπαρκτή υπόθεση κακοδιαχείρισης. Με καταθέσεις, το περιεχόμενο των οποίων αμφισβητούν έμπειροι νομικοί, με υποθέσεις, με εικασίες, με «άκουσα» και «εκτιμώ», δεν στοιχειοθετείται σοβαρά μια τέτοιας εμβέλειας υπόθεση.
Συνεπώς, δύο θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες: της μεν δικαιοσύνης να στοιχειοθετήσει τις καταγγελίες με αδιάσειστα και αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Τη δε εκτελεστικής εξουσίας να αποφύγει τις μεγάλες κουβέντες και τις περισπούδαστες εκτιμήσεις, να διαβιβάσει τον φάκελο της δικογραφίας στη Βουλή και στη συνέχεια να κινηθούν οι απαραίτητες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, με γνώμονα την απάντηση στο ερώτημα, αν υπάρχει όντως παράνομη εμπλοκή πολιτικών προσώπων. Εδώ, όμως, έγιναν όλα ανάποδα. Η δικαιοσύνη πρέπει ακόμα να στοιχειοθετήσει την υπόθεση, γιατί το μόνο που έχει μέχρι στιγμής είναι ορισμένες μαρτυρίες, τη σοβαρότητα των οποίων αμφισβητούν όλο και περισσότεροι νομικοί, με μακρά πορεία και εμπειρία, την οποία ο γράφων δεν διαθέτει. Η, δε, εκτελεστική εξουσία, αντί να κάνει τη δουλειά της, μιλά για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από καταβολής ελληνικού κράτους» και μόλις τις τελευταίες μέρες θυμάται ότι υπάρχει και το τεκμήριο της αθωότητας.
Η ζημιά που συντελείται αυτές τις μέρες είναι μεγάλη. Σκάνδαλο, με βάση τα όσα γνωρίζουμε και από την έρευνα των Αμερικανών, υπάρχει. Η εδώ διαχείρισή του όμως παρεκκλίνει από την προσπάθεια εξακρίβωσης του τι πραγματικά έχει γίνει σε αυτή την υπόθεση. Δημιουργούνται ανέκκλητες εντυπώσεις και στήνεται μια νέα διαιρετική τομή μεταξύ «καθαρών» και «βρώμικων» που θα μας πάει ως τις εκλογές, όποτε αυτές και αν γίνουν. Κάπου ανάμεσα στον πολιτικό τακτικισμό και στη δικονομική προχειρότητα υπάρχει και το τσαλαπατημένο τεκμήριο της αθωότητας. Αυτό θα το θυμηθούμε όμως, μόνο αν η υπόθεση αποδειχθεί φούσκα και οι περισσότεροι ή όλοι οι εμπλεκόμενοι αθωωθούν, όπως ακριβώς έγινε και στην υπόθεση Βατοπεδίου.
Πηγή: http://www.rizopoulospost.com