Με πρωτόγνωρους ρυθμούς χάνεται η παράκτια ζώνη σε τμήμα του Κορινθιακού κόλπου.

Ο μέσος όρος ρυθμός απώλειας του πλάτους της παραλιακής ζώνης στο Ξυλόκαστρο προκαλεί ανησυχίες, καθώς κυμαίνεται της τάξεως τον 18 εκατοστών το χρόνο.

Με απλά λόγια, η θάλασσα καλύπτει κάθε χρόνο 18 εκατοστά στεριάς στην συγκεκριμένη περιοχή.

Την μελέτη παρουσίασε η  «Καθημερινή», δείχνοντας έτσι την ένταση του προβλήματος σε ένα τμήμα του Κορινθιακού κόλπου, όπου η παράκτια ζώνη χάνεται με πρωτόγνωρους ρυθμούς.

Συγκεκριμένα, η μελέτη εστιάζει στην παραλία του Ξυλοκάστρου, καλύπτοντας μια περιοχή 14 χιλιομέτρων που περιλαμβάνει το Ξυλόκαστρο, το Μελίσσι, τη Συκιά και το Καμάρι. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Τηλεανίχνευσης του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών (επίκουρος καθηγητής Μανώλης Βασιλάκης) σε συνεργασία με το Εργαστήριο Λιμενικών Εργων του ΕΜΠ (αναπλ. καθηγήτρια Βίκυ Τσουκαλά), με τη χρήση καινοτόμων τεχνικών αποτύπωσης των ακτογραμμών σε διάφορες χρονικές περιόδους.

«Μελετάμε τη συγκεκριμένη περιοχή πολλά χρόνια. Είναι μια ακραία, αν μου επιτρέπεται ο όρος, περίπτωση σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και γι’ αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον», αναφέρει ο κ. Βασιλάκης, που ήταν και ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. «Για να το εξηγήσουμε με απλά λόγια, ο Κορινθιακός είναι μια υποθαλάσσια χαράδρα, που παρουσιάζει τη δεύτερη μεγαλύτερη ταχύτητα διάνοιξης στον κόσμο (της τάξεως των 10-14 χιλιοστών ανά έτος) και αυτό έχει άμεση επίπτωση στην ακτή. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2012 μια υποθαλάσσια κατολίσθηση οδήγησε στην απώλεια μεγάλου μέρους της παράκτιας περιοχής του Δερβενίου, με την κατάσταση να μην είναι πλέον αναστρέψιμη. Η μεγάλη σεισμικότητα που παρατηρείται στην περιοχή ευνοεί τέτοιου είδους συνοδά γεωδυναμικά φαινόμενα που με τη σειρά τους επιταχύνουν τις καταστροφικές συνέπειες που προκαλούνται από ανθρώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον», προσθέτει ο ίδιος.

Οπως φαίνεται και στην φωτογραφία, οι ερευνητές κατέγραψαν τη μετατόπιση της ακτογραμμής στην περιοχή μελέτης σε διαφορετικές χρονικές περιόδους την τελευταία 70ετία, με στόχο να τη συγκεκριμενοποιήσουν και να ποσοτικοποιήσουν τον ρυθμό διάβρωσης σε διαφορετικά τμήματα της παράκτιας περιοχής.

Συμπεράσματα

«Ο μέσος ρυθμός απώλειας του πλάτους της παραλιακής ζώνης είναι της τάξεως των 18 εκατοστών τον χρόνο. Εντοπίστηκαν, όμως, σημεία που η υποχώρηση έφθανε έως και τα 70 εκατοστά ετησίως μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οπότε και υπό την απειλή της απώλειας ακίνητων περιουσιών μεγάλης αξίας, ανακόπηκε με κατασκευές είτε ιδιωτών που προσπαθούσαν να προφυλάξουν τις ιδιοκτησίες τους, είτε με πρόχειρες κατασκευές του δήμου, της (τότε) νομαρχίας ή της περιφέρειας. Δυστυχώς, οι παρεμβάσεις έγιναν χωρίς τεκμηριωμένο σχεδιασμό έπειτα από μετρήσεις, όπως συνηθίζεται να γίνεται διεθνώς σε αντίστοιχες περιπτώσεις», λέει ο κ. Βασιλάκης.

«Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων στην περιοχή Πευκιάς του Ξυλόκαστρου υπήρχε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην παραλία ένα γήπεδο ποδοσφαίρου που το χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί για να προσγειώνουν τα αεροπλάνα τους.

Από τις αεροφωτογραφίες του 1945 φαίνεται ότι υπήρχε παραλία πλάτους 70 μέτρων, το μεγαλύτερο ποσοστό της οποίας σήμερα έχει εξαφανιστεί».

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο στις περιοχές των παραθαλάσσιων οικισμών Συκιάς και Μελισσίου. «Η ακτή υποχωρεί αρκετά και ιδιαίτερα από το 1987 έως και σήμερα το φαινόμενο της διάβρωσης γίνεται ολοένα και πιο οφθαλμοφανές. Οι καταστροφές που προκαλούνται στα έργα υποδομής και στις κατασκευές οφείλονται εκτός άλλων φυσικών φαινομένων και στο γεγονός ότι μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες αναπτύχθηκε ο οικισμός πάνω στην ακτή χωρίς ενδεχομένως να γίνει κάποιο έργο προστασίας της. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στο χωριό Καμάρι», λέει ο κ. Βασιλάκης.

Ανάγκη σχεδιασμού

Πάντως, οι ειδικοί παρατηρούν ότι στη συγκεκριμένη περιοχή το φαινόμενο μπορεί να ανασχεθεί. «Είναι λάθος απλά να τοποθετούμε ογκόλιθους μπροστά από τα σπίτια μας. Χρειάζεται ένας λεπτομερής σχεδιασμός, που να λάβει υπόψη όλες τις παραμέτρους: τον κυματισμό, τους ανέμους, τα θαλάσσια ρεύματα κ.λπ. Αν γίνουν σωστά έργα, εκτιμούμε ότι η ακτή μπορεί να διατηρηθεί για αρκετά χρόνια, χωρίς να σπαταλούνται τεράστια ποσά σε έργα που είναι καταδικασμένα να αποτύχουν», καταλήγει ο κ. Βασιλάκης.

Η μελέτη βασίστηκε στη χρήση διαφορετικών τύπων δεδομένων τηλεπισκόπησης συμπεριλαμβανομένων παλαιότερων ιστορικών αεροφωτογραφιών αρχείου υψηλής ευκρίνειας, σύγχρονων ψηφιακών δορυφορικών εικόνων και σημερινών αεροφωτογραφιών οι οποίες έχουν ληφθεί με drone και έχουν υποστεί κατάλληλη επεξεργασία. Η λήψη των αεροφωτογραφιών αρχείου έγινε κατά τη διάρκεια του 1945, του 1987 και του 1996, ενώ οι δορυφορικές εικόνες τελευταίας γενιάς (τύπου Ikonos-2 και WorldView-2) απεικονίζουν την περιοχή μελέτης κατά τα έτη 2000, 2008 και 2012. Η τελευταία αποτύπωση της περιοχής μελέτης πραγματοποιήθηκε με πρόσφατη αεροφωτογράφιση, χρησιμοποιώντας drone στις αρχές του καλοκαιριού του 2017.

Πηγή: Καθημερινή

ΠΗΓΗ