Μετάφραση: Ελευθέριος Αναστασιάδης
Όχι, αγαπητοί κύριοι: Έκαστος εφ’ ω ετάχθη. Να μη δημιουργούμε σύγχυση. Ο συγγραφέας έχει ήδη την ευγενή αποστολή του: εκείνη να περιγράφει τα πράγματα όπως έχουν. Δεν είναι ίσως αρκετό; Θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε από αυτόν κάτι άλλο; Για τα υπόλοιπα θα σκεφθεί ο πολιτικός ή ο οικονομολόγος ή ο κοινωνιολόγος να βρουν λύσεις. Και εάν θέλουμε να πάμε πολύ βαθιά, ε, τότε είναι έτοιμο το κρεβάτι του ψυχαναλυτή. Εξάλλου, δεν είναι ίσως αλήθεια ότι όλοι αυτοί -οι Κάφκα, οι Προυστ, οι Τζόυς, οι Σβέβο- βγαίνουν από το κρεβάτι του Φρόυντ, έτσι όπως οι μεγάλοι Ρώσοι μυθιστοριογράφοι του 19ου αιώνα βγαίνουν από το ‘παλτό’ του Γκόγκολ;
Να αποφανθείς με διαφορετικό τρόπο ή ακόμα και απλά να ανοίξεις μία αμυδρή προοπτική ελπίδας, είναι ανάξιο για έναν λογικό και υπεύθυνο άνθρωπο, είναι ανάξιο, ιδιαίτερα, για έναν αληθινό διανοούμενο. Ο αληθινός συγγραφέας είναι αυτός που εκφράζει την δυστυχία της ζωής, που μιλά για την ανία,την πλήξη, το υπαρξιακό κενό. Που εκδηλώνει ναυτία και αηδία για το φαινόμενο της ζωής, καχυποψία και ενόχληση έναντι των συνανθρώπων του («η κόλαση είναι οι άλλοι», προειδοποιεί ο Σαρτρ, ο γκουρού του Υπαρξισμού).
Αλλά ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος ο P. Citati :
«Δεν είχε βάσεις ούτε ρίζες, δεν είχε έδαφος πάνω στο οποίο να τεθεί. Ούτε εκείνη τη λίγη γη πάνω στην οποία οι άλλοι θέτουν τα πόδια και θάβονται. Δεν είχε πατρίδα, ούτε οικογένεια, ούτε καρδιά, ούτε συναισθήματα. Και εάν προσπαθούσε να σκεφθεί, όλες οι ιδέες δεν του έρχονταν από τη ρίζα τους, αλλά από κάποιο σημείο προς την μέση. Ο Εργένης, ο Ξένος, που ήταν στον Κάφκα, είχε αηδία για τη ζωή: ακριβώς η ύπαρξη της κάθε ημέρας, εκείνη που φαίνεται πιο συγκινητική και ανυπεράσπιστη, διέγειρε σε αυτόν το τρομερό μίσος του γνωστικού: δεν μπορούσε να υποφέρει την θερινή κατοικία των δικών του, όπου οι πιτζάμες, τα ρούχα και τα πουκάμισα συσσωρεύονταν πάνω στα ξέστρωτα κρεβάτια, όπου ο γαμπρός του αποκαλούσε στοργικά την σύζυγό του “θησαυρέ μου”, όπου ο πατέρας φώναζε, τραγουδούσε και κτυπούσε τα χέρια του για να διασκεδάσει τον μικρό ανιψιό του… “Βαριέμαι να κάνω συζητήσεις”, έλεγε ο Κάφκα “Βαριέμαι να κάνω επισκέψεις, οι χαρές και οι λύπες των συγγενών μου δημιουργούν πλήξη μέχρι το βάθος της ψυχής”».
Πρόκειται για ένα πορτρέτο ουσιαστικά ακριβές και, όπως φαίνεται, δεν είναι το πορτραίτο ενός δασκάλου, δεν είναι ούτε καν το πορτραίτο ενός ώριμου ανθρώπου, που έφθασε στην ισορροπία του και σε μία ελάχιστη σοφία. Η βάση της σοφίας είναι η συμπόνια και συμπόνια, σε αυτόν τον θλιβερό εντομολόγο της ανθρώπινης ψυχής, δεν διακρίνεται. Φαίνεται, γίνεται αντιληπτή η ενόχληση, η ανία, καμία τρυφερότητα, καμία ανθρώπινη ευσπλαχνία και κατά βάθος καμία ανθρώπινη περιέργεια. Οι άνθρωποι τον ενδιαφέρουν εξωτερικά, τους παρατηρεί με ένα μίγμα περιέργειας και αποστροφής.
Έίναι ένας συλλέκτης πτωμάτων και όχι ένας πραγματικός παρατηρητής της ζωής. Ωστόσο. δεν είναι ένας νεκρόφιλος, υπό την έννοια ότι δεν νοιώθει καμία ευχαρίστηση ανατέμνοντας τα πτώματά του, τις σαπισμένες του ψυχές, δεν νοιώθει καμία ευχαρίστηση γιατί δεν νοιώθει άλλη ευχαρίστηση παρά εκείνη να παρατηρεί τον εαυτό του, να ενατενίζει τον εαυτό του, να βλέπει παντού την αντανάκλαση του εαυτού του. Ο κόσμος, για τον Κάφκα είναι ένα τεράστιο παιχνίδι καθρεπτών, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και να κοιτάξει δεν βλέπει παρά την εικόνα του. Εξάλλου, τίποτα άλλο δεν τον ενδιαφέρει. Είναι ιδιοσυγκρασιακά ανίκανος να βγει από τον εαυτό του, για να το κάνει θα ήταν αναγκαία μία ελάχιστη ανθρώπινη συμπάθεια, μία ελάχιστη ανοχή και συμπόνια και τέτοιες δεν διαθέτει. Οι ανθρώπινες υπάρξεις του προκαλούν αηδία, η ζωή γι’ αυτόν είναι ένας εφιάλτης με ανοιχτά τα μάτια, ένα αηδιαστικό και ακατανόητο ατύχημα.
Εντούτοις, αυτός ο ιερέας του τίποτα δεν μένει ψυχρός και απαθής εμπρός από τόση φρίκη, αντιλαμβάνεται την τραγικότητα της κατάστασης και ως καλός εβραίος που δεν πιστεύει πια στον θεό των πατέρων του, αλλά μεταφέρει την εικόνα του πάνω σε όλα εκείνα που του τον θυμίζουν, νοιώθει μία τρομερή, αδυσώπητη, βασανιστική αίσθηση ενοχής. Αισθάνεται ότι είναι ένοχος αλλά δεν ξέρει για πιο πράγμα. Αισθάνεται ότι πρέπει να εξιλεωθεί, αισθάνεται ότι από τη θυσία του θα μπορούσε να εξαρτάται, ίσως, η σωτηρία όλων. Αν και λίγο ή και καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους, αυτοί μπορούν τουλάχιστον να του προσφέρουν την υπηρεσία να γίνει απαραίτητος για τον κόσμο, μέσω της ίδιας της θυσίας του.
Ο Κάφκα είναι ένας συγγραφέας που είδε την άβυσσο, πάνω στο χείλος της οποίας κινείται ο σύγχρονος πολιτισμός και έμεινε υπνωτισμένος. Δεν είδε άλλο, δεν κατάλαβε άλλο. Δεν είναι ένας άνθρωπος των υψών, αλλά των ιλίγγων. Να μην τον κάνουμε ένα δάσκαλο. Ούτε αυτόν, ούτε εκείνους όπως αυτόν. Είδαν την κρίση, την περιέγραψαν με τα εργαλεία που το απέραντο Εγώ τους τους διέθεσε, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν περισσότερο, είδαν μόνο την ίδια την εικόνα τους να αντανακλάται σε εκατό καθρέφτες.
Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι ο Κάφκα. Το πρόβλημα είναι ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα διακήρυξε για συγγραφείς όπως τον Κάφκα την ιδιότητα των διδασκάλων: ως τυφλοί που αφήνονται να οδηγηθούν από άλλους τυφλούς…